Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (18-24/4/23)

«Γυναίκα μεγάλης ομορφιάς και γοητείας, απόγονος των Καλλιγάδων, των Μπενάκηδων και των Γερουλάνων (ένα μεγαλοαστικό χαρμάνι, εμποτισμένο με καλλιέργεια και ταπεινότητα, που σπάνια συναντάς στην Ελλάδα) [...]», (Μαργαρίτα Πουρνάρα, «“Εφυγε” η Δέσποινα Γερουλάνου, όμορφη, γενναία, χαρισματική, δοτική», Καθημερινή, 19/4/23).

«Αν και, όπως έλεγε ένας φίλος στην κηδεία της, “αποκλείεται να την έβλεπες και μετά να μπορέσεις να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της”. Υπήρξε από τις καλλονές της Αθήνας, όμως δεν ήταν η ομορφιά που έκανε τον οικογενειακό φίλο των Γερουλάνων Δημήτρη Χορν να δώσει σε μια άβγαλτη (στο θέατρο και στη ζωή) κοπέλα τον ρόλο της συμπρωταγωνίστριας στην τελευταία του παράσταση τον “Αρχιμάστορα Σόλνες”. Ήταν το ψυχικό της έρμα, που έπιασε το έμπειρο μάτι του, αυτά τα σπάνια υλικά του κράματος, που λεγόταν Δέσποινα: αστή και απόλυτα ταπεινή, έξυπνη αλλά όχι υπερφίαλη, χορτασμένη κοινωνικά αλλά διψασμένη να δώσει», (Μαργαρίτα Πουρνάρα, «Δέσποινα Γερουλάνου - 1958-2023 - “Αχ βρε Δεσποινάκι, πώς μας την έσκασες έτσι ξαφνικά;”», Καθημερινή, 23/4/23). 

«Πόσο όμορφη ήταν η Δέσποινα! Προμηθεϊκή, δοτική, με την μπεκετική οδηγία στα κύτταρά της: όσες φορές και αν έπεσε σηκώθηκε και δημιούργησε. Θρηνεί η Ελλάδα τον ξαφνικό, άδικο χαμό της Δέσποινας Γερουλάνου του Μουσείου Μπενάκη και του «Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», τη γυναίκα που ανέδειξε την ελληνικότητα. [...] Μην ψάχνετε τη ρίζα του ουμανισμού στις μεγάλες φιλοσοφικές αναζητήσεις, η Δέσποινα Γερουλάνου, θυγατέρα του Μαρίνου Γερουλάνου και της Αιμιλίας, δισέγγονη του Αντώνη Μπενάκη, αγαπούσε βαθιά τον άνθρωπο και τα έργα του... Τον κάματό του, τον βίο του» (Κατερίνα Ανέστη, «Μια γυναίκα φως, που προσέφερε, δημιούργησε, ένωσε - Η αβάσταχτη απώλεια της Δέσποινας Γερουλάνου», iefimerida, 18/4/23).

Δεν θα σχολιάσω κάτι για τα συγκεκριμένα αποσπάσματα. Δεν είναι εξάλλου και τόσο δύσκολο να διακρίνει κανείς την αμετροέπεια. Για να προλάβω όμως την αντίρρηση κάποιου που θα έλεγε «μα αφού έτσι ήταν η Γερουλάνου, γιατί να μην γραφτεί κιόλας;» θα απαντήσω ότι ειδικά αν ήταν έτσι, η γραφή για εκείνη θα έπρεπε να ήταν πιο ταπεινή και ελεγχόμενη. Όπως λοιπόν γράφει η κ Πουρνάρα ότι η Δέσποινα Γερουλάνου ήταν «αστή και απόλυτα ταπεινή, έξυπνη αλλά όχι υπερφίαλη» θα έπρεπε και τα κείμενα που αναφέρονται σε εκείνη να καθρεφτίζουν τις ίδιες αρετές. Αυτό περιμένει κανείς από δημοσιογράφους που κάνουν τη δουλειά δεκαετίες, και όχι σουσουδισμούς και καμποτινισμούς που αποπειρώνται να προσδώσουν αξία στο πρόσωπο με γραφικές πομφόλυγες γενεαλογικών δέντρων και ομορφιάς.   

— Σημειώνω επίσης ότι η Καθημερινή της Κυριακής δεν βρήκε χώρο να κάνει αναφορά στη Μυρσίνη Ζορμπά, σε αντίθεση με Τα Νέα και Το Βήμα που πρόλαβαν να εντάξουν στην ύλη τους μερικές γραμμές. 

Ένα σχόλιο μόνο για το πόσο κοντά κείνται αυτό το «ανυπαρξία», από την ανάρτηση της Μυρσίνης Ζορμπά, και το «αντίο αδελφούλα», από το τουιτ του Παύλου Γερουλάνου, που αναπαρήγαγαν ουκ ολίγοι συντάκτες. Και κείνται κοντά όχι γιατί σημαίνουν με κάποιο τρόπο το ίδιο, αλλά γιατί και οι δύο περιπτώσεις έτυχαν αναπαραγωγής συνοδεία εκδηλώσεων θαυμασμού. Στάση εντελώς αδόκιμη απέναντι σε δύο θραύσματα βιωματικού λόγου που θα έπρεπε να είχαν τιμηθεί με σιωπή.

— Παρότι ξεφεύγει κάπως από το πλαίσιο της στήλης, η ανακοίνωση ίδρυσης πολιτικού κόμματος με όνομα «Ευ» ή «Ευ-κίνηση» από τον Πολ Ευμορφίδη παρουσιάζει ενδιαφέρον και από τη σκοπιά του πολιτισμού. Διαβάζω: «Ο ιδρυτής της Coco-mat θα είναι ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας, σύμφωνα με πληροφορίες του Open. Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Λεωνίδας Καραΐσκος θα ηγείται του κόμματος, αναφέρει το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού» («Ο Πολ Ευμορφίδης ίδρυσε κόμμα - Με ποδηλατάδα στο κέντρο της Αθήνας», Lifo, 23/4/23). Μια απλή έρευνα για το ποιος είναι κ. Καραΐσκος αποκαλύπτει: «Καθηγητής Φυσικής αγωγής, Msc, Κινησιοπαιδαγωγός (sic), εμψυχωτής ομάδων, συγγραφέας». Με μερικά κλικ ακόμη ανακαλύπτουμε τον τίτλο του βιβλίου του: Εὖ, Key Books: 2020

— Διάβασα το «Τελικά, τι νέα ελληνική λογοτεχνία θέλουμε;» (Oneman, 23/4/23). Ξεχωρίζω την απάντηση της ποιήτριας Ειρήνης Μαργαρίτη: «Η ίδια η ερώτηση μού προκαλεί την εξής ερώτηση: ως τι καλούμαι να απαντήσω; Ως αναγνώστρια ή ως συγγραφέας; Μπορεί η απάντηση να μοιάζει αυτονόητη αλλά δεν είναι καθόλου. Στο συγκεκριμένο τασκ, και με τον κίνδυνο να είμαι εκτός θέματος, επιλέγω να απαντήσω ως συγγραφέας: θέλουμε μια νέα ελληνική λογοτεχνία η οποία να υποστηρίζεται από μια συγκροτημένη κρατική πολιτική. Θέλουμε μια ελληνική λογοτεχνία, η οποία να μην είναι πάρεργο.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη μου, όταν σε κάποια ευρωπαϊκή διοργάνωση πριν κάποια χρόνια, μια Φινλανδή συγγραφέας μου εξηγούσε πως επιδοτείται από το κράτος προκειμένου να γράψει το επόμενο βιβλίο της και ότι με τα χρήματα που της δόθηκαν είχε νοικιάσει ακόμη και γραφείο.

Θέλουμε μια πολιτική για την ελληνική λογοτεχνία και όχι άλλους περιπάτους. Θέλουμε εκδοτικούς που να διαλέγουν τα βιβλία που θα θέσουν σε κυκλοφορία και να υποστηρίζουν τις επιλογές τους. Θέλουμε μια ελληνική λογοτεχνία που δε θα αναλώνεται σε κουτσομπολιά, στοχευμένη (και αχ πόσο γραφική) διαφήμιση από κριτικούς και θεωρίες συνωμοσίας. Και σίγουρα, για να απαντήσω και ως αναγνώστρια δε θέλω με τίποτα μια “ωραία” νέα ελληνική λογοτεχνία που να συναινεί ψύχραιμα και καλοπροαίρετα στην εξουσία σε όποια της μορφή (εντός και εκτός τειχών)».

Παρατηρήστε ότι η κ. Μαργαρίτη θέλει ως συγγραφέας «[...] μια νέα ελληνική λογοτεχνία η οποία να υποστηρίζεται από μια συγκροτημένη κρατική πολιτική» αλλά ως αναγνώστρια «δεν θέλ[ει] με τίποτα μια “ωραία” νέα ελληνική λογοτεχνία που να συναινεί ψύχραιμα και καλοπροαίρετα στην εξουσία σε όποια της μορφή (εντός και εκτός τειχών)». Με ενθουσιάζει η ρηξικέλευθη επιθυμία για κρατικό εναγκαλισμό αλλά και ταυτόχρονη επαναστατική ρήξη με την εξουσία σε κάθε μορφή της.

— Σημειώνω ότι στις 47 εβδομάδες που γράφω αυτή τη στήλη είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κριτικό σημείωμα του κ. Χατζηβασιλείου, «Πρόσωπα και έγγραφα» (Βήμα, 23/4/23), στο οποίο εμφανίζεται “λάβρος” εναντίον βιβλίου. Συγκεκριμένα, εναντίον του μυθιστορήματος της Βίκυς Τσελεπίδου, 120 γραμμάρια (Νεφέλη: 2022). Παραθέτω: «Το αποτέλεσμα δεν είναι ένα συνθετικό βιβλίο, αλλά δύο βιβλία σε ένα. Δύο βιβλία τα οποία αντί να αντικατοπτριστούν το ένα στο άλλο, κοιτάζουν προς το κενό, χωρίς κάποιον αιτιώδη προσανατολισμό ως προς τη συστέγασή τους. Μόνη της η ατομική ιστορία της συμβολαιογράφου θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νουβέλα ή και για ένα μικρό μυθιστόρημα, αποσπώντας και κεντρίζοντας δίχως περισπασμούς το ενδιαφέρον μας. Έτσι, όμως, το τελικό προϊόν καταλήγει κάπως αμήχανα – και οπωσδήποτε άδοξα». 

Όποιος παρακολουθεί έστω και περιστασιακά τα κριτικά σημειώματα του κ. Χατζηβασιλείου θα μπορεί να συνειδητοποιήσει την ένταση που διαπνέει το συγκεκριμένο. Τώρα, επειδή και η κ. Πανταλέων έχει γράψει αρνητικά για το συγκεκριμένο βιβλίο («Ελλιπής πιστοποίηση», Καθημερινή, 20/3/23) μπαίνω στον πειρασμό να ανακαλύψω το ατόπημα της κ. Τσελεπίδου.