Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
I know what you did last week (18-24/6/24)

— Quote της εβδομάδας: «Ο λογοτέχνης, την ώρα που γράφει, αυτοχασισώνεται σα δερβίσης».

Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1956.

 

— «Κι εδώ είναι που ξεκινώ να συνθέτω στο μυαλό μου κάτι που αρχικά μοιάζει να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ιδιοτροπία: τις πρώτες φράσεις μιας εισαγωγικής διάλεξης στο μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας, εμπνευσμένης από την «Αναφορά στην Ακαδημία» του Κάφκα· ένα διήγημα, στο οποίο ένας πίθηκος απευθύνεται σ' ένα επιστημονικό συνέδριο. Είναι απλώς ένα διηγηματάκι λίγων χιλιάδων λέξεων, αλλά από τα αγαπημένα μου, ιδίως η αρχή του, που μου φαίνεται από τις πιο μαγευτικές και εκπληκτικές στην ιστορία της λογοτεχνίας: "Αξιότιμα Μέλη της Ακαδημίας! Μου κάνατε την τιμή να με καλέσετε να παρουσιάσω στην Ακαδημία σας έναν απολογισμό της ζωής που έζησα κάποτε ως πίθηκος"».  

– Φίλιπ Ροθ, Ο καθηγητής του πόθου, μτφρ.: Ν. Παναγιωτόπουλος, Πόλις: 2010.

Το πρόβλημα στις μέρες μας, παραδόξως, δεν είναι ότι πολλοί πιστεύουν πως προερχόμαστε από τον Αδάμ και την Εύα, αλλά ότι η καταγωγή μας είναι –κυριολεκτικά– από τον πίθηκο. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό το «κυριολεκτικά» ξενίζει και ξεβολεύει. Το πώς, όμως, κατανοεί και καθιστά κανείς κτήμα του –με τις μύριες όσες απλουστεύσεις– τη θεωρία καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου, είναι άκρως ενδεικτικό. Το να πιστεύει κανείς ότι η καταγωγή από τον πίθηκο ταυτίζεται με μια αδιασάλευτη γραμμικότητα, υποτιμά το είδος μας. Θα έφτανα μέχρι το σημείο να παραδεχτώ ότι μόνο ένα αρρωστημένο μυαλό θα μπορούσε να πιστεύει ότι η αληθινή καταγωγή του είδους είναι από τον πίθηκο. Ως εκ τούτου, το περί ου ο λόγος αρρωστημένο μυαλό, είθισται να πράττει ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβεβαιώνει την πεποίθησή του. Το ποιος “πιθηκίζει” όμως και ποιος όχι δεν είναι πάντοτε διακριτό. Όπως δεν είναι πάντα διακριτό ποιος βρίσκεται στη θέση του πιθήκου που απολογείται. Ο Ροθ, όταν χρησιμοποιεί το παράθεμα από το διήγημα του Κάφκα, δεν αναφέρει τυχαία αυτό το «[...] τις πρώτες φράσεις μιας εισαγωγικής διάλεξης στο μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας». Η λογοτεχνία, και ειδικά τα μυθιστορήματα, συνιστούν τον πιο μεστό τρόπο αποτύπωσης της γραμμικότητας που διασαλεύεται και καθιστά την πιθηκίσια (sic) καταγωγή μας, όχι απλώς κενή νοήματος, αλλά ανόητη. Ο Ροθ, μέσω του ήρωά του, του καθηγητή Ντέιβιντ Κέπες, αποπειράται να απεκδυθεί το στίγμα του σεξιστή, μισογύνη και φαλλοκράτη –του πιθήκου– αναζητώντας απεγνωσμένα την ισορροπία ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και τον πόθο. 

Η αιχμή όμως του καφκικού διηγήματος (τρεις μεταφράσεις: εδώ, εδώ και εδώ) εντοπίζεται στην αινιγματική ταυτότητα του ήρωα/πιθήκου, που καλείται, πλήρως εξανθρωπισμένος, να μιλήσει για την πρότερη ζωή του ως πίθηκος. Ποιος αλήθεια είναι στη θέση του πιθήκου που απολογείται στην Ακαδημία; Τα καφκικά διηγήματα προσφέρονται για ποικίλες ερμηνείες. Ο πίθηκος, έτσι, μπορεί να είναι πραγματικά ένας πίθηκος και η ιστορία μπορεί να αναφέρεται στην εξέλιξη του είδους: την κορωνίδα των μεταμορφώσεων – για Κάφκα μιλάμε εξάλλου. Στη θέση του πιθήκου όμως δύναται να βρίσκεται και κάθε κατατρεγμένος, αδικημένος και παραγκωνισμένος, που έχει αναγκαστεί να προσαρμοστεί στις επιταγές του εκάστοτε “πολιτισμού” – της εκάστοτε «Ακαδημίας». Μπορεί να βρίσκεται κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, που για ποικίλους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, ανθρωπολογικούς ή άλλους λόγους μπορεί να βάλλεται. Στη θέση/καρουζέλ του πιθήκου, έτσι, –ο Κάφκα τυγχάνει να είναι και ο συγγραφέας της αέναης «Δίκης»– μπορεί να βρίσκονται οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι, αλλά μπορεί να βρίσκεται και ο εκάστοτε συγγραφέας, που δικάζεται ερήμην του, για το έργο του ή για την προσωπικότητά του, γιατί η «Ακαδημία», τώρα, αποφάσισε ότι πρέπει να απολογηθεί. 

Μη βαυκαλιζόμαστε. Πολιτισμός σημαίνει «Ακαδημία» και «Ακαδημία» σημαίνει πλειάδα πιθήκων προς απολογία. Πιθήκων, που πάντα θα αδυνατούν όμως να εξηγήσουν, σε άλλους (πρώην) πιθήκους, πώς και γιατί βρέθηκαν στη θέση τους. 

Γράφει ο Κάφκα στις πρώτες γραμμές του διηγήματος: 

«Ενώ αρχικά, εφόσον το επιθυμούσαν οι άνθρωποι, η επιστροφή μου θα ήταν εφικτή μέσα από ολόκληρη την πύλη που σχηματίζει ο ουρανός πάνω από τη γη, στον βαθμό που προχωρούσε η καλπάζουσα εξέλιξή μου η πύλη αυτή συρρικνωνόταν και στένευε· ολοένα πιο άνετα και προστατευμένα αισθανόμουν στον κόσμο των ανθρώπων [...]».

 

Θα κάνω μόνο δύο σχόλια για την Καραγατσιάδα. 

 

— Παραθέτω από «Το πρόβλημα με εμάς και τον Μ. Καραγάτση» (Αναγνώστης, 23/6/24) του Νίκου Μάντη:

«Γιατί, για να έρθω και στο προκείμενο, το πρόβλημα με τον Καραγάτση δεν είναι (μόνο) ο έκδηλος μισογυνισμός του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η λογοτεχνία που γράφει είναι μια λογοτεχνία κακή και ξεπερασμένη, ακόμα και για τα δεδομένα του καιρού του. Είναι μια λογοτεχνία, η οποία, τριάντα χρόνια μετά τον Κάφκα, τον Προυστ, την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζέιμς Τζόις, δεν έχει πάρει πρέφα για την θεμελιακή αμφισβήτηση στην οποία έθεσε την απόλυτη εξουσία του παντοδύναμου αφηγητή το μοντερνιστικό κίνημα, γράφοντας με την ίδια απαρασάλευτη τριτοπρόσωπη αυτοπεποίθηση του γραφιά-Θεού, επόπτη και κριτή των πάντων, με την οποία έγραφαν (οι λιγότερο λεπταίσθητοι πεζογράφοι) τον 19ο αιώνα».

Το αν είχε «πάρει πρέφα» ή όχι ο Καραγάτσης τις «θεμελιακές αμφισβητήσεις» του μοντερνισμού είναι θαρρώ κατάτι πιο δύσκολο να διευθετηθεί. Ας μην προτρέχουμε να απαντήσουμε τόσο εύκολα τι είχε αντιληφθεί και τι όχι ο Καραγάτσης. Θα αναφέρω απλώς ότι ο Καραγάτσης υπήρξε, και υποθέτω συνεχίζει να λογίζεται, «ευπώλητος». Ποιες πιθανότητες δίνει κανείς να εξακολουθούσε να χαίρει της δημοφιλίας που έχαιρε, και μερικώς χαίρει ακόμη, αν έγραφε στην Ελλάδα της εποχής του ως άλλος Τζόις, Κάφκα, Προυστ, ή Γουλφ; Ποιος συγγραφέας, σε οποιαδήποτε εποχή, θα είχε το ταλέντο και τη δυνατότητα να πουλήσει αλλά θα επέλεγε να κάνει “υψηλή τέχνη”; Αναφέρω, ενδεικτικά και μόνο, ότι ο σύγχρονός του Στέλιος Ξεφλούδας, που στη γραφή του διέκρινε κανείς τα περισσότερα χαρακτηριστικά του μοντερνισμού, παρότι στην εποχή του αξιώθηκε Κρατικά Βραβεία, δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία του Καραγάτση, ούτε νομίζω ότι κυκλοφορεί σήμερα κάποιο βιβλίο του.  

Μέρος της πολεμικής που ασκήθηκε και ασκείται στον Καραγάτση εκπηγάζει και από τη δημοφιλία του. Η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται να δικαστεί κανείς αν δεν πουλάει. Γιατί αν δεν πουλάει έχει ήδη καταδικαστεί στη λήθη. Δεν έρχομαι όμως ούτε να τον υπερασπιστώ, δεν προτίθεμαι εξάλλου να τον διαβάσω ξανά, αλλά ούτε πρόκειται να ψέξω κάποιον επειδή βρίσκει στα έργα του απόλαυση. Τα έργα του Καραγάτση ανήκουν ξεκάθαρα σε αυτό που ονομάζουμε «Period pieces», όπως εξάλλου είχα γράψει και για τον Ανήφορο του Νίκου Καζαντζάκη.

— Κυκλοφόρησε –ευτυχώς μόνο σε ΜΚΔ– η άποψη ότι όταν ο Κώστας Σπαθαράκης μίλησε για τον Καραγάτση δεν άνοιξε μύτη, αλλά όταν μίλησε η Ρένα Λούνα κόντεψε να γίνει επανάσταση. Το να λέει κανείς ότι οι διαφορές ανάμεσα στα κείμενα των Λούνα και Σπαθαράκη είναι διαφορές που έχουν να κάνουν απλώς με το φύλο των συντακτών τους, υποτιμά τη νοημοσύνη και την κριτική ικανότητα πολλών αναγνωστών. Το κείμενο του κ. Σπαθαράκη ήταν εκτενέστερο και δημοσιεύτηκε σε τεύχος της Βλάβης. Το κείμενο της κ. Λούνα ήταν σύντομο, πιασάρικο και δημοσιεύτηκε στη Λάιφο – είχε όλα τα εχέγγυα να γίνει βάιραλ. 

Κανείς δεν διαβάζει εξάλλου τίποτα, αν δεν υπάρχει η αφορμή να γράψει μια άποψη στα ΜΚΔ. Ας μην λησμονούμε ότι, από το 2010 και ύστερα, πολλοί άνθρωποι “μορφώθηκαν” για να αναρτούν στα ΜΚΔ – μετά έγραψαν ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο.    

— Θα παραμείνω στη θεματολογία της «Δίκης». Θαύμασα στην Εφημερίδα των Συντακτών την πολιτική διαχείριση του αφιερώματος στον Μάνο Χατζιδάκι, που ξεκίνησε το προηγούμενο Σάββατο με ένα τεύχος νησίδων, «Μάνος ο μοναδικός», και ολοκληρώθηκε αυτή την εβδομάδα με ένα εκτενές ρεπορτάζ αποδόμησής του, «Μια μοβ σκιά με γαλάζιες ραβδώσεις» (22/6/24), στα «Κρυφά χαρτιά» σε επιμέλεια Τάσου Κωστόπουλου. Αντί σχολίου, παραθέτω από το Οι προδομένες διαθήκες (μτφρ.: Γιάννης Χάρης, Εστία: 2012) του Μίλαν Κούντερα:

«Η μνήμη της δίκης είναι κολοσσιαία, αλλά είναι εντελώς ιδιαίτερη μνήμη, που μπορεί να οριστεί σαν λήθη όλων όσα δεν είναι έγκλημα. Η δίκη λοιπόν συρρικνώνει τη βιογραφία του κατηγορούμενου σε εγκληματογραφία [...]» (σ. 251, έμφαση στο πρωτότυπο).