— «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έλεγα "5 εκατομμύρια για μια μπανάνα"».
Τάδε έφη Όλιβερ Μπάρκερ. Διαχειριστής στη δημοπρασία για την περίφημη μπανάνα, με τον τίτλο «Comedian» (2019), του Μαουρίτσιο Κατελάν, που πουλήθηκε για 5,2 εκατομμύρια δολάρια.
«Το νικηφόρο "χτύπημα" έγινε από το γραφείο του οίκου Sotheby’s στην Κίνα για λογαριασμό του επιχειρηματία κρυπτονομισμάτων, Τζάστιν Σαν. Αυτό που θα λάβει ο Σαν θα είναι μια μπανάνα και ένα ρολό μονωτικής ταινίας καθώς και ένα αποδεικτικό αυθεντικότητας αλλά και οδηγίες για το πώς θα εγκαταστήσει το έργο τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και οδηγιών για το πώς - αν το θελήσει - μπορεί να αντικαταστήσει τη μπανάνα! “Δεν είναι απλά ένα έργο τέχνης. Αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα που γεφυρώνει τους κόσμους της καλλιτεχνίας, των memes και των κρυπτονομισμάτων. Πιστεύω ότι είναι ένα κομμάτι που θα αποτελέσει αφορμή για περισσότερη σκέψη και συζήτηση και θα γίνει κομμάτι της ιστορίας” δήλωσε ο νέος κάτοχος της μπανάνας και της μονωτικής ταινίας. Ο ίδιος, δε, δήλωσε ότι σχεδιάζει να φάει τη μπανάνα “ως έναν τρόπο για να τιμήσει τη θέση της στην ιστορία της τέχνης και της ποπ κουλτούρας”» (Πρώτο Θέμα, 21/11/24).
Δεν μπορώ να μην σχολιάσω, όπως είχα σχολιάσει ξανά το 2019, με αφορμή το ίδιο έργο, όταν το είχε φάει (sic) ο καλλιτέχνης Ντέιβιντ Ντατούνα στην γκαλερί Perrotin στο Μαϊάμι.
Το βαθύτερο νόημα της μπανάνας των πέντε εκατομμυρίων εντοπίζεται στη βρώση της. Η κολλημένη στον τοίχο μπανάνα συνιστά σκηνικό αντικείμενο (προπ) που υπομονετικά περιμένει τον «κωμικό» να την αδράξει, που περιμένει τον «καλλιτέχνη» που θα τη φάει για να παραστήσει τον «κωμικό», που υπομονετικά περιμένει τον «καλλιτέχνη» που θα γλιστρήσει πάνω στην εν δυνάμει φλούδα της για να δώσει την παράστασή του. Επιπροσθέτως, μην υποτιμάτε τον ρόλο της μπανάνας ως σημαίνον για τον δεσμό μας με τον προγονικό πίθηκο, το μόνο άλλο ζώο που καθαρίζει και τρώει την μπανάνα με τα «χέρια» του. Η κίνηση λοιπόν του Ντατούνα, αλλά και η επικείμενη του νέου ιδιοκτήτη της, Τζάστιν Σαν, συνιστούν «αυθεντικούς πιθηκισμούς» (sic), μια διαδικασία παράδοσης προς αυτό που αποζητά το αντικείμενο. Κανείς, φαίνεται, δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτό το πασιφανές «affordance» –για να χρησιμοποιήσω τον όρο του James J. Gibson– της μπανάνας. Άπαξ και εγκλωβιστείς στο αντιληπτικό ερέθισμά της, ως άλλη μαριονέτα, μετουσιώνεις το βαθύτερο νόημα του έργου. Ο Μαουρίτσιο Κατελάν, κατάφερε, τελικά, χωρίς καν να πετάξει την μπανανόφλουδα να κάνει τον Ντέιβιντ Ντατούνα να γλιστρήσει πάνω της παριστάνοντας τον «κωμικό». Τον Μάιο του '23, όταν το έργο παρουσιάστηκε στη Σεούλ, ένας φοιτητής το είχε ξαναφάει. Θα συμβεί άραγε το ίδιο και στην περίπτωση του Τζάστιν Σαν;
— Ο τύπος το σαββατοκύριακο χαρακτηρίστηκε από μια γενναία δόση «woke». Βήμα και Καθημερινή είχαν ειδικά αφιερώματα αλλά και μεμονωμένες επιφυλλίδες με την ίδια θεματική. Δεν ξέρω πόσες φορές ακριβώς διάβασα την προέλευση του όρου «woke»: αργκό αμερικανικής προέλευσης, που άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως με αφορμή το κίνημα Black Lives Matter.
Αν έπρεπε να κρατήσω κάτι απ’ όλη αυτή τη συζήτηση αυτό θα ήταν ότι το «woke» συνίσταται περισσότερο σε κινηματική πρακτική που σταθεροποιεί και καθιστά ορατή μια κατεύθυνση ηθικής προόδου. Το «woke», όσο πρόχειρα ή μη συστηματικά κι αν το προσεγγίζει κανείς, υπήρχε και στο παρελθόν. Αναφέρω ενδεικτικά, από το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη «Συναγερμός για τον “γουοκισμό”» (Το Βήμα, 24/11/24):
«Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του σπουδαίου ιστορικού των ιδεών Τζόναθαν Ίσραελ “Μια επανάσταση του νου. Ο ριζοσπαστικός Διαφωτισμός και οι διανοητικές απαρχές της σύγχρονης δημοκρατίας” (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφρ. Δ. Παπαδουκάκης). Εδώ αναφέρονται στοχαστές και έργα του μακρινού 18ου αιώνα όπου είναι εμφανής μια ριζοσπαστική κριτική στα προνόμια, στις εξουσιαστικές προκαταλήψεις και στις ανισότητες. Η ίδια η ιδέα μιας διαδικασίας χειραφέτησης που κλονίζει τις πνευματικές και πολιτικές ισορροπίες φέρνει στο νου μια πρώιμη “κουλτούρα αφύπνισης”. Το κυριότερο: οι τότε σκανδαλισμένες αντιδράσεις στην αμφισβήτηση ποικίλων προνομίων γνώσης, εξουσίας και πλούτου θυμίζουν σημερινούς φόβους. Την άποψη, ας πούμε, ότι ο πολιτισμός καταρρέει αν υπονομευτούν οι θεσπισμένες ιεραρχίες και επερωτηθούν ανισότητες που για τον συντηρητικό φιλελευθερισμό είναι απαραίτητες για την ευημερία και την ευταξία».
Ή, από το άρθρο του Αντώνη Λιάκου «Οι ζωντοχήρες και ο Κώτσος Παλιοκουβέντας» (Το Βήμα, 24/11/24):
«Δεν είναι πολύς καιρός –με τους ρυθμούς εξέλιξης της γλώσσας– που χαρακτηρίζαμε τις διαζευγμένες “ζωντοχήρες”, τα εκτός γάμου παιδιά “νόθα” (ακόμη και σε επίσημα έγγραφα), που μιλούσαμε για “κουτσούς” και “κουλούς” και “στραβούς” και “ζαβούς”. [...] Δεν είναι επίσης πολύ καιρός που τις οικιακές βοηθούς τις αποκαλούσαμε υπηρέτριες ή “δουλάρες”. [...] Οι αντιδράσεις στα κινήματα εκδημοκρατισμού της γλώσσας και της κοινωνίας, αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, πήραν πολλές φορές τη μορφή ενός ακραίου κινήματος κατασυκοφάντησης και δημιουργίας ηθικού πανικού στην κοινωνία».
«Woke» και «αντί-woke» υπήρχαν και στο παρελθόν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Πάντοτε, όλες οι κινηματικές απόπειρες για αλλαγές σε επίπεδο θεσμών, αντιλήψεων και γλώσσας συναντούσαν αντίσταση αλλά και ανάγονταν σε πολιτικό κεφάλαιο. Πόσο μάλλον σήμερα όπου, ελέω Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, η έκφραση απόψεων, αντιρρήσεων αλλά και η «κουλτούρα ακύρωσης» γνωρίζουν την τιμητική τους. Προσπάθησα να καταλάβω γιατί οι εφημερίδες αφιέρωσαν τόσο χώρο. Εικάζω ότι η εκλογή Trump έπαιξε ρόλο. Όπως πιθανώς να έπαιξε και η συζήτηση του Πρωθυπουργού με τον συντηρητικό συγγραφέα Πασκάλ Μπρικνέρ.
Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μικρή απήχηση φαίνεται να έχουν. Νίκες, που πιστώνονται στο «woke», κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται στο εντελώς αντίθετο: το κίνημα είναι τόσο ανεδαφικό στα καθ’ ημάς, που δεν ενεργοποιούνται καν οι αντιστάσεις απέναντί του. Ο Βασίλης Βαμβακάς αναφέρεται ακριβώς σε αυτό, στο άρθρο «Τι είναι και τι δεν είναι #WOKE» (Καθημερινή, 24/11/24) που υπογράφει η Ηλιάνα Μάγρα. Λέει ο κ. Βαμβακάς: «αν υπήρχε πιο δυνατό “woke” κίνημα στη χώρα, μπορεί οι συντηρητικοί να είχαν “τρομάξει πολύ περισσότερο” και να μην περνούσε το νομοσχέδιο [για τον γάμο ομοφύλων] στη Βουλή».
Στην Ελλάδα, το woke γνωρίζει άνθηση, ή τουλάχιστον γίνεται αντικείμενο συζήτησης, κυρίως στα ΜΚΔ. Αν εξαιρέσει κανείς περιστατικά όπως αυτό της Ιμάν Κελίφ ή τους διαξιφισμούς που προκάλεσε η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών στο Παρίσι, είναι δύσκολο να εντοπιστούν περιπτώσεις που τράβηξαν την προσοχή υπό το πρίσμα μιας κάποιας επίφασης woke.
Ξεχωρίζω, και πάλι, από το σχόλιο του κ. Βαμβακά στην Καθημερινή: «[...] ο φόνος του Ζακ Κωστόπουλου σε άλλες χώρες θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει ένα κύμα “αφυπνιστικής διάθεσης” [...] αλλά εδώ μια μειονότητα συντάχθηκε με αυτή την ιστορία, παρότι ήταν γεγονός που θα μπορούσε να είχε πάρει μεγαλύτερη δυναμική».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι περισσότερη σημασία δόθηκε τελικά στον Καραγάτση παρά στον Ζακ Κωστόπουλο. Και ακόμη και αυτή η θερινή καραγατσιάδα, που τόσο υποτίθεται ότι απασχόλησε την εγχώρια διανόηση, μάλλον λειτούργησε ως διαφήμιση για τον συγγραφέα παρά ως βαθιά κριτική τομή, που θα διαφοροποιήσει τη στάση των αναγνωστών απέναντί του, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.
Τι άλλο περιείχε αυτός ο ορυμαγδός woke;
Διάβασα με προσοχή το άρθρο του Δημήτρη Παπανικολάου «Κατασκευάζοντας έναν αόρατο εχθρό» (Το Βήμα, 24/11/24).
Παραθέτω:
«Κάντε ένα πείραμα. Κάθε φορά που ακούτε τη λέξη “woke”, ζητήστε να σας εξηγήσουν τι εννοούν. Θα σας εντυπωσιάσουν οι απαντήσεις που θα πάρετε. Ή που, μάλλον, δεν θα πάρετε».
Ο κ. Παπανικολάου, αφού αναφέρεται σε κάποιες αντί-woke αντιδράσεις, που δεν εμπίπτουν ακριβώς στην έννοια «woke», γράφει: «Όσο πιέζεις για εξηγήσεις, όσο ρωτάς π.χ. ποια είναι αυτή η woke ατζέντα, ποιος την ανακοίνωσε, πού την έχουν περιγράψει, αναγκάζεσαι να αντιμετωπίσεις είτε γενικότητες είτε ανακρίβειες είτε παραπομπή σε φοβικά κείμενα που απλώς αναπαράγουν τις ίδιες ανακρίβειες και κατηγορούν αυτή την “ατζέντα” ως διεθνή συνωμοσία. Κατασκευάζοντας αόρατο εχθρό με έναν τρόπο που τον έχεις δει και αλλού και άλλοτε».
Ο κ. Παπανικολάου, αφού θα αναφερθεί στο καθοριστικό «Black Lives Matter», γράφει:
«Διαδόθηκε όμως κυρίως μέσω της χρήσης της [η έννοια “woke”] από όσους κατήγγελλαν τα κινήματα κατά των διακρίσεων και ήθελαν να δημιουργήσουν μια γενικευμένη ιδεολογία εναντίον τους. Είναι, δηλαδή, ως έννοια το woke έτσι όπως χρησιμοποιείται σήμερα, ετεροκαθοριστική».
Εννοεί δηλαδή ότι είναι μια ταμπέλα που αποδίδεται σε κινηματικές πρακτικές από τους πολέμιούς τους για να συνιστούν εύκολους αλλά και παλιούς, γνώριμους στόχους: «[...] για την πατριαρχική βία φταίνε οι φεμινίστριες, για την ομοφοβία οι γκέι, για τον αντισημιτισμό οι Εβραίοι, για τον ρατσισμό οι ίδιοι οι μετανάστες που τον υφίστανται κ.λπ., κ.λπ».
Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα και λίαν κατατοπιστικά. Στη συνέχεια, όμως, ενώ ο κ. Παπανικολάου πάει να συζητήσει «δύο αιτιάσεις που καμώνονται τις πιο ενημερωμένες» αναφέρεται σε «[...] πρακτικές του παρελθόντος, όπως η αποικιοκρατία, δουλεία, η ρατσιστική εκμετάλλευση, η έμφυλη οικογενειακή βία, η φονική ομοφοβία, η νεκροπολιτική τρανσοφοβία κ.λπ».
Όλα δεκτά, αλλά η αναφορά σε «νεκροπολιτική», χωρίς κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις, αφήνει το άρθρο να διολισθαίνει στα θολά νερά του ακκισμού. Ποιος αλήθεια είναι ενήμερος για τις θέσεις του Mbembe Achille;
Στη δεύτερη κριτική του, ο κ. Παπανικολάου γράφει: «πολλές κινητοποιήσεις βασίζονται σήμερα “υπερβολικά” στα θέματα των προσωπικών δικαιωμάτων, της αντιμετώπισης του ρατσισμού και στην έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα. Ξεχνάς, σου λέει, την τάξη και μιλάς για τα δικαιώματα των μαύρων τρανς. Εδώ η παρανόηση είναι τόσο προσβλητική που δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. [...] [Α]ν η έμφυλη και η φυλετική ταυτότητα αναδύονται εκ νέου τόσο κεντρικά σήμερα είναι γιατί ζούμε σε εποχές ακραίας βιοπολιτικής. Σε εποχές δηλαδή κατά τις οποίες μανιακά προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάποιες ζωές μετρούν περισσότερο από κάποιες άλλες, ότι όσες βρίσκονται “εντός” αυτού του συστήματος αναγνώρισης μια κάποια ασφάλεια, ενώ όσες είναι έξω είναι προγραμμένες».
Στο τέλος του άρθρου, ο κ. Παπανικολάου ξεδιπλώνει κι άλλο τις φουκοϊκές κορόνες. Η νεκροπολιτική είναι άραγε παραλλαγή της βιοπολιτικής; Ο κ. Παπανικολάου γράφει, εικάζω, για να απολαμβάνει και τους επαίνους που του επιδαψιλεύουν συνάδελφοί του.
Γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στο «Τα χέρια και η γλώσσα» (Καθημερινή, 24/11/24):
«Για να μιλήσουμε κάπως σχηματικά, οι αφυπνιστές και οι αντιαφυπνιστές είναι τα δύο άκρα των φανατικών που, ελλείψει προσωπικής αξίας, υποδύονται τους κοινωνικούς αναμορφωτές. Φυσικά τους πρώτους που παίρνουν παραμάζωμα είναι οι αλαφιασμένοι και μονίμως πυροσβέστες κεντρώοι».