Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
I know what you did last week (19-25/12/22)

— Το καλύτερο που μπορούσε να διαβάσει κανείς στις εφημερίδες των Χριστουγέννων, τουλάχιστον από πλευράς πολιτισμού, ήταν το διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Ο Γάντζος», που φιλοξενήθηκε στα Νέα (23-25/12/22). Μια ομάδα Αθίγγανων μουσικών παίζει σε ένα καπηλειό ανήμερα Χριστουγέννων. Δύο σχόλια μόνο που αναδεικνύουν τη μαεστρία του Σκαμπαρδώνη. Ο αφηγητής δεν τους αποκαλεί ούτε «Ρομά» ούτε «Τσιγγάνους» ούτε βέβαια «Αθίγγανους», όπως εγώ που γράφω το σχόλιο· τους αποκαλεί «Γύφτους». Αυτό όχι μόνο δεν τους υποτιμά με κάποιο τρόπο, δεν παρατηρούμε καμιά μειωτική συμπεριφορά προς τα μέλη της πλανόδιας κομπανίας, αλλά τους εντάσσει ακριβώς στην ατμόσφαιρα του «ουζερί των αδικημένων» όπου ο αφηγητής, ένας «αδικημένος» κι εκείνος, που φυσικά και δεν είναι ο Σκαμπαρδώνης, τους αποκαλεί όπως ακριβώς θα τους αποκαλούσε ένας αυθεντικός χαρακτήρας του διηγήματος. Υπάρχει και ένα δεύτερο στοιχείο που ξεχωρίζει στο διήγημα. 

«Δίπλα στο ψυγείο με τη μεγάλη γυάλινη βιτρίνα στέκεται όρθιος, όπως πάντα, ανάμεσα στους φτωχοντυμένους ο Γάντζος – ένα πολυέλαιος μέσα σε κελί. Φοράει την κουστουμιά του από καλό κασμίρι, πουκάμισο καθαρό, γραβάτα, ασημένια μανικέτια, σένιο παπούτσι. Είναι ξυρισμένος άψογα, ψηλός, ξερακιανός, και με πολύ μεγάλη, γκαργκαλωτή, γαμψή μύτη – γι’ αυτό και οι ιδιοκτήτες του Ουζερί [...] τον έχουνε βγάλει το παρανόμι ο “Γάντζος”.

Ο Γάντζος λοιπόν, αφού μαθαίνουμε και για την καταγωγή και τη ζωή του, όπως και το ότι είναι «[...] διευθυντής της μεγάλης ασφαλιστικής “Metlife” στη Βόρεια Ελλάδα [...]», σε αυτό το Χριστουγεννιάτικο γλέντι που λαμβάνει χώρα στο διήγημα, εμφανίζεται κάποια στιγμή, εκεί που ανάβει το κέφι «[...] να βάζει το χέρι στο σακάκι και να βγάζει πάνω στο ψυγείο ένα τούβλο με μονοδόλαρα». Αρχικά διερωτήθηκα γιατί ο Σκαμπαρδώνης εμφανίζει αυτά τα «μονοδόλαρα» και όχι το αναμενόμενο: ευρώ. Στο τέλος, μετά την κορύφωση της ιστορίας, όταν ο Γάντζος, που πάντα στεκόταν όρθιος, «[γ]ια πρώτη φορά κάθεται, [και] γίνεται ένας από μας. Σαν κι εμάς», γίνεται διακριτό γιατί ακόμη και ο τρόπος που σκορπάει χρήμα στους μουσικούς θα έπρεπε να ήταν ξεχωριστός ώστε να υποστηρίζεται και αυτό το «[...] πολυέλαιος μέσα σε κελί». Πρώτης τάξεως διήγημα. 

— Αναφέρω επίσης από το Βιβλιοδρόμιο, και πάλι στα Νέα (23-25/12/22), το κείμενο του κ. Θανάση Δημάκα «Ένα αιρετικό ανθολόγιο για το τένις» όπου παρουσιάζει το βιβλίο Ο Ρότζερ Φέντερερ ως θρησκευτική εμπειρία, μια συλλογή πέντε δοκιμίων του David Foster Wallace (μτφρ. Κ. Καλτσάς, Εκδόσεις Πλήθος: 2022). Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα δοκίμια του DFW και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Ο Wallace συνιστά ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα/δοκιμιογράφου καθώς είναι εμμονικός κατασκευαστής θεωριών και παραδοξολογιών, που υποστηρίζονται με επιχειρήματα συνοδεία άκρως σαγηνευτικών παραδειγμάτων. Παραθέτω μικρό απόσπασμα [από το εκτενέστερο που συνοδεύει το άρθρο] από το κεφάλαιο «Πώς η Τρέισι Όστον μού ράγισε την καρδιά»: «Οι σπουδαίοι αθλητές συνιστούν κινούμενη υπέρβαση. Επιτρέπουν σε αφηρημένες έννοιες όπως δύναμη και χάρη και έλεγχος όχι μόνο να ενσαρκωθούν αλλά και να γίνουν τηλεοπτικά μεταδόσιμες. Το να είσαι κορυφαίος αθλητής που επιδίδεται στο άθλημά του σημαίνει να είσαι εκείνο το εξαίσιο υβρίδιο ζώου και αγγέλου που εμείς οι συνηθισμένοι μη-όμορφοι θεατές δυσκολευόμαστε τόσο να δούμε στους εαυτούς μας».  

— Διάβασα τη συνέντευξη με τίτλο «Το ασυνείδητο κατανοεί πιο πολλά από το συνειδητό» που παραχώρησε ο μαθηματικός, αεροναυπηγός, και γιατρός, Θανάσης Φωκάς στον Παύλο Παπαδόπουλο στην Καθημερινή (24-25/12/22). Ο κ. Φωκάς είναι «[...] ομότιμος καθηγητής Μη Γραμμικών Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών». Η συνέντευξη έγινε με αφορμή την κυκλοφορία «[...] του πρώτου τόμου της τριλογίας με τίτλο “Μονοπάτια Κατανόησης” (εκδόσεις Broken Hill)» του κ. Φωκά. Στη συνέντευξη, που εκτός από τον χώρο των μαθηματικών γίνεται αναφορά σε θεματικές φιλοσοφίας της επιστήμης, γνωστικής επιστήμης, αισθητικής, φιλοσοφίας της τέχνης, και φιλοσοφίας του νου, ο κ. Φωκάς κάνει εκτενή χρήση της έννοιας των «μεταναπαραστάσεων» (άραγε μετάφραση του «representations»;) που συνιστά κομβική έννοια της γνωσιακής επιστήμης. Χωρίς να θέλω να τον αδικήσω, γιατί δεν γνωρίζω καθόλου τι αναφορές κάνει στο βιβλίο του και ποια είναι η βιβλιογραφία του, πιστεύω ότι αδικεί τον εαυτό του, πιθανώς σε μια προσπάθεια εκλαΐκευσης και υπεραπλούστευσης, με αυτά που λέει στη συνέντευξη. Παραθέτω ενδεικτικά: «[Ερ.] Μπορεί η έννοια των μεταναπαραστάσεων να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τη γέννηση της πρωτοτυπίας στις τέχνες; [Απ.] Θεωρώ ότι όσο πιο προηγμένη είναι μια μορφή τέχνης, τόσο λιγότερο επηρεάζεται το πέρασμα από τις ασυνείδητες νοητικές αναπαραστάσεις στην υλοποίησή τους από συνειδητές διαδικασίες. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι ο Άρνολντ Σένμπεργκ και ο Πάμπλο Πικάσο εξέφρασαν με σχεδόν τα ίδια λόγια τη σπουδαιότητα του ασυνείδητου. Ο Σένμπεργκ είπε ότι “ένας συνθέτης θέλει να μάθει τους νόμους που διέπουν τη μουσική την οποία ο ίδιος συνέλαβε σαν όνειρο”. Ο Πικάσο είχε πει ότι αποφάσισε να φωτογραφίζει τα έργα του σε διάφορα στάδια της δημιουργίας τους έτσι ώστε “να κατορθώσει να συλλάβει πώς το όνειρο γίνεται πραγματικότητα». Επαναλαμβάνω, με κάθε επιφύλαξη, ότι ο κ. Φωκάς αδικεί τον εαυτό του. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα και δεν έχουν να κάνουν ούτε με φιλοσοφία ούτε με επιστήμη, τουλάχιστον με τον τρόπο που διατυπώνονται. Λίγο παρακάτω, διαβάζουμε: «[Ερ.] Εσείς έχετε καλή σχέση με το υποσυνείδητό σας; [Απ.] Υπήρχαν περιπτώσεις που ενώ όλα στην οικογένεια μας ήταν καλά, ξυπνούσα σε κακή διάθεση. Τότε, έλεγα στη γυναίκα μου: “Δεν πάει καλά ο Ρίμαν”, εννοώντας ότι δεν πήγαινε καλά μια προσπάθεια 13 ετών να αποδείξω μια υπόθεση που συνδέεται άμεσα με την περίφημη υπόθεση Ρίμαν (το πιο σημαντικό ανοιχτό πρόβλημα στην ιστορία των μαθηματικών). Και πράγματι λίγες ώρες αργότερα ανακάλυπτα το λάθος. Το ασυνείδητο μου ήδη το γνώριζε. Και επειδή το ασυνείδητο έχει γρηγορότερη πρόσβαση στα συναισθήματα, ξυπνούσα με κακή διάθεση. [Ερ.] Είχατε ένα κακό προαίσθημα… [Απ.] Ναι, αυτή η κακή διάθεση είναι ένα προαίσθημα. Ο εγκέφαλος ήδη ξέρει, αλλά δεν έχει ακόμη πληροφορήσει το συνειδητό». Και πάλι, με κάθε επιφύλαξη, θα σας πω ότι αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Δηλαδή, δεν πήγαινε καλά η δουλειά του κ. Φωκά στο «πιο σημαντικό ανοιχτό πρόβλημα στην ιστορία των μαθηματικών» αλλά του το σφύριξε το «ασυνείδητό» του λίγες ώρες νωρίτερα από την ανακάλυψη του λάθους; Τα συμπεράσματα δικά σας. Εγώ θα σας πω πάντως, με την ταπεινή εμπειρία μου, ότι ένας επιστήμονας που έχει κάνει έρευνα σε τέτοια θέματα δεν μιλάει σαν να απευθύνεται σε ιθαγενείς που τους προσφέρει καθρεφτάκια και καρφιά. Ο κ. Παπαδόπουλος, ως μη ειδικός, καλά κάνει και ρωτάει για προαισθήματα. Εδώ, είναι ο κ. Φωκάς που θα έπρεπε να βρει τρόπο να προστατεύσει τον εαυτό του, και, κυρίως, να δώσει πληροφορίες για το τόσο σημαντικό ερευνητικό του έργο. 

— Διάβασα την κριτική του κ. Δημήτρη Αγγελάτου «Κουτάκια κόκα κόλα στην πόρτα του Αϊ Νικόλα…» (Καθημερινή, 24-25/12/22) για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ανδριανάτου, Δείπνο αντιβαρύτητας (Gutenberg: 2021). Καταρχάς, ένα γενικό σχόλιο. Δεν δύναμαι να πάρω σοβαρά κείμενο συντάκτη που γράφει κριτική για ποιητική συλλογή των εκδόσεων Gutenberg ενώ ο ίδιος έχει εκδώσει επτά έργα του στον ίδιο εκδότη. Επιπροσθέτως, ζορίζομαι να πάρω στα σοβαρά και τον ποιητή που από τις έξι κριτικές που υπάρχουν στη βιβλιονέτ για τη συγκεκριμένη συλλογή, εκτός από την παρούσα που θα σχολιάσω εδώ, υπάρχει και δεύτερη που την υπογράφει ο κ. Γιώργος Κεντρωτής, επίσης συνεργαζόμενος με τον ίδιο οίκο. Στη συνέχεια, επί της ουσίας, ο κ. Αγγελάτος γράφει ένα κείμενο όπου σε πλήρη αντίθεση με την απλότητα των στίχων της ποιητικής συλλογής, έτσι όπως δύναμαι να καταλάβω από τα παραθέματα, επιδίδεται σε μπαρόκ διατυπώσεις. Παραθέτω: «Η πλαστικότητα των ολιγόγραμμων διατυπώσεων –όπως παραδειγματικά προβάλλει στα παραπάνω ποιήματα, τον συμπυκνωμένο μίτο, τρόπον τινά, της ποιητικής του Ανδριανάτου– είναι στρατηγικά υπολογισμένη ούτως ώστε εκείνες να “αντέχουν” το βάρος των εγκολπωμένων, ορατών και μη, οντολογικών σημάνσεων, ιδιαίτερα δε μέσα από ερωτηματικά αναπτύγματα, όπως λ.χ. στο εξάστιχο της πρώτης ενότητας της συλλογής: “Η πλαστική σακούλα γεμάτη / κουτάκια κόκα κόλα / κρέμεται απ’ το πόμολο / της πόρτας του Αϊ Νικόλα/ Ποιο αποτρόπαιο τάμα / να εκπληρώνει;” (21)». Όπως και «Συντίθεται έτσι μια δομική διάρθρωση ποιημάτων τα οποία ως κρυσταλλικές, θα μπορούσα να ισχυριστώ, εγκοπές αιφνιδιάζουν με την αιχμηρά ειργασμένη ακεραιότητά τους, αναγνώστες και αναγνώστριες, εκδιπλώνοντας τον οπτικό –ακριβέστερα ζωγραφικό– όγκο της ρηματικής διατύπωσης όπου διασταυρώνονται άξονες εντάσεων [...]. Αλλά και  «Πρόκειται για έναν ποιητικό λόγο που αναλαμβάνει να εκδιπλώσει το δραστικό, αιχμηρό, ρηματικό και οπτικό/κρυσταλλικό ποιόν του απέναντι αφενός στην [...]».           

Και πάλι όμως, το κείμενο μπορεί να πιστεύω ότι αδίκως πασχίζει να ανταγωνιστεί τα ποιήματα, αλλά αυτό είναι θέμα υποκειμενικό κι σίγουρα επιλογής του συντάκτη. Απλώς, εφόσον έχει δεχτεί πλήγμα η ηθική του ακεραιότητα, για τους λόγους που ανέφερα, δυσκολεύομαι να τον πάρω στα σοβαρά.