— Quote της εβδομάδας: «Μαθαίνει γρήγορα – Με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πλήξετε» (Αλέξης Τσίπρας, Καθημερινή, 25/9/23).
— Η στήλη σήμερα, κατ’ εξαίρεση, θα επικεντρωθεί στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο. Σας ζητώ όμως να εστιάσετε όχι στους δύο πρωταγωνιστές στο προσκήνιο αλλά σε αυτή τη σχεδόν άδεια βιβλιοθήκη που τους πλαισιώνει και κατασκευάζει τον ιδιότυπο ορίζοντα της παρουσίας τους. Η φωτογραφία σχολιάστηκε δυσμενώς. Είναι, διάβασα, μεταξύ άλλων, απογοητευτικό να στέκει έτσι άδεια. Ίσως, με μια γενναία δόση ειρωνείας, αυτή ακριβώς η συνθήκη της σχεδόν άδειας βιβλιοθήκης να μπορεί να μας δώσει μερικές αποκαλυπτικές απαντήσεις για την ίδια τη νίκη του Στέφανου Κασσελάκη στον αγώνα για τη διαδοχή στην ηγεσία του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Ας μην παραβλέπουμε ότι η φιλολογία των ημερών σχετικά με τη «μεταπολιτική», που χαρακτηρίζει ή που χαρακτήρισε τόσο έντονα μέχρι την εκλογή του τον κ. Κασσελάκη, εστιάζει στη δύναμη της εικόνας. Η ινσταγκραμοποίηση (sic) της πραγματικότητας, ακόμη κι αν το παιχνίδι δεν παίζεται πια τόσο στη συγκεκριμένη πλατφόρμα, είναι δεδομένη. Και η εικόνα έχει την τάση να μετατοπίζει τις μηχανεύσεις της προσοχής προς τα λημέρια της αισθητικής πολύ πιο ύπουλα και με πολύ μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι είθισται να συμβαίνει όταν κυριαρχούν άλλα μέσα όπως ο λόγος – η εμμονή, για παράδειγμα, στην «πολιτική», όπως επέμενε να επαναλαμβάνει η κ. Αχτσιόγλου. Σημειώστε εδώ ότι το ερώτημα αν η διάκριση «πολιτική/μεταπολιτική» είναι δόκιμο ή αν είναι και αυτό μέρος του επικοινωνιακού πακέτου, είχε, μέχρι στιγμής, ελάχιστη σημασία. Η μετατόπιση του πεδίου της πάλης στο τερέν της αισθητικής σημαίνει και τη συνακόλουθη μετατόπιση των νοητικών δεξιοτήτων από τις παραμέτρους της επιχειρηματολογίας και γενικά της λογικής προς μια αξιακή αμφιθυμία απέναντι στο υπό εξέταση υποκείμενο/αντικείμενο. Το αισθητικό, εξάλλου, ως ειδικό είδος εμπειρίας, παραμένει συνυφασμένο με αυτό που ανθίσταται σε ξεκάθαρες απαντήσεις. Δεν υπάρχει αντικειμενικό στην αισθητική. Μην σας παραπλανά το γεγονός ότι έχουμε εθιστεί στη θέση που υποστηρίζει ότι η αισθητική θεώρηση των πραγμάτων συνάδει με την έννοια της τέχνης. Η αισθητική είναι χαρτί καθολικό με εντελώς απρόβλεπτες και απρόσμενες απολήξεις που αναφύονται σε κάθε έκφανση της εμπειρίας. Όποιος εξακολουθεί να πιστεύει ακόμη ότι η επιστήμη παραμένει ανεπηρέαστη στα κελεύσματα της αισθητικής μάλλον κάπως παραμένει και ο ίδιος εγκλωβισμένος σε μια στενή και προβληματική θεώρηση του κόσμου που μας περιβάλλει και μας υποστηρίζει. Το αισθητικό είναι λοιπόν το τερέν στο οποίο ούτε η επιστήμη, με τις αυστηρές δομές της, αλλά ούτε και οι εξω-θεωρητικές θεάσεις του κόσμου, με την πίστη και τον υποκειμενισμό τους, δύνανται να προσφέρουν καθαρές απαντήσεις. Η αισθητική είναι το κατεξοχήν τερέν της αμφιθυμίας γιατί υποβάλλει διαρκώς αυτό που γνωρίζουμε, το χειροπιαστό, σε νέες και απρόσμενες θεάσεις. Η αισθητική, για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, είναι το τερέν που μεταμορφώνει αυτό που γνωρίζουμε σε αυτό που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε. Πιστεύω ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που ανέδειξαν τον Στέφανο Κασσελάκη αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ σαγηνεύτηκαν ακριβώς από αυτή την, αισθητικής τάξης, αμφιθυμία προς το πρόσωπό του. Η αδυναμία να αποφανθεί κανείς αν αξίζει ή όχι ο κ. Κασσελάκης στάθηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ικανή συνθήκη για να τον ψηφίσει και αυτό τελικά ήταν που έκανε τη διαφορά. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση της κ. Αχτσιόγλου υπήρξε απογοητευτικά ξεκάθαρη, αναμενόμενη και ξεπερασμένη, και αυτό κατά τα φαινόμενα λειτούργησε αποτρεπτικά. Είναι νομίζω αδιαμφισβήτητο ότι μεγάλο μέρος των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που προτίμησαν τον κ. Κασσελάκη, σύρθηκαν –λέω «σύρθηκαν» επειδή δεν το συνειδητοποίησαν– σε αυτή την απόφασή τους για λόγους αισθητικής. Εξάλλου, παρατηρήστε, ότι και ο ίδιος ο αντίπαλος του κ. Κασσελάκη, που δεν ήταν προφανώς η κ. Αχτσιόγλου αλλά ο κ. Μητσοτάκης, δεν φείδεται, αν συνυπολογίσει κανείς τη διαχείριση των επανειλημμένων αστοχιών του επιτελικού κράτους που διευθύνει, γενναίων δόσεων «μεταπολιτικής». Θυμίζω εδώ ότι, προεκλογικά, διαβάσαμε ουκ ολίγες μομφές, ένθεν κακείθεν, για την εργαλειοποίηση του Τικ-Τοκ από το επιτελείο του κ. Μητσοτάκη. Από πολλές απόψεις ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε υπόδειγμα για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση “κατασκευής” του κ. Κασσελάκη. Και το διακύβευμα φαντάζει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, σαν ένα κολοσσιαίο σκηνικό εικονικής πραγματικότητας στο οποίο εν είδει βιντεοπαιχνιδιού θα διεξαχθούν και οι επόμενες πίστες στη συνθήκη της αστικής δημοκρατίας.
Για να συνδέσω όμως αυτό το σύντομο, πολιτικής χροιάς, σχόλιο με τον «πολιτισμό» και τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο θα εισάγω μια κλασική αναφορά/λογοπαίγνιο των ημερών που έτεινε, για ευνόητους λόγους, να παραλληλίζει τον κ. Κασσελάκη με το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Θυμίζω ότι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα το κιβώτιο, που καλούνται να μεταφέρουν οι αντάρτες ήρωες του Αλεξάνδρου, αποδεικνύεται άδειο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο, σε μια πρώτη ανάγνωση, για την ιδεολογία της Αριστεράς, αλλά, και, λίγο βαθύτερα, για την αξιακή στάθμιση της ίδιας της έννοιας της ιδεολογίας. Το Κιβώτιο είναι ένα κατεξοχήν μετα-ιδεολογικό μυθιστόρημα. Πολλοί έτειναν και τείνουν να παραλληλίζουν τον Στέφανο Κασσελάκη με το «άδειο κιβώτιο» αλλά και να πιστεύουν, αυτομάτως, ότι αυτό κομίζει αρνητικές συνδηλώσεις. Το επικίνδυνο εδώ συνίσταται στο να διαβάζει κανείς, αβασάνιστα, το «άδειο» ως αρνητικό. Αν όμως μπορούμε να προσεγγίσουμε μια έννοια «μεταπολιτικής», ίσως την πιο χειροπιαστή, της εικόνας, αυτή εικάζω ότι κείται σε μια επικράτεια πέραν της ιδεολογίας. Η δύναμη της εικόνας –όπως θα μας έλεγε και ένας νεόκοπος φοιτητής σημειωτικής– κάθε άλλο παρά στέκει πέραν της έννοιας της ιδεολογίας αλλά ας αναγνωρίσουμε ότι τουλάχιστον η διαδικασία της συγκεκριμένης εκλογής φαίνεται να έλαβε χώρα σε ένα ιδιότυπο μικροκλίμα αναστολής ιδεολογίας.
Για αυτό και η βιβλιοθήκη της φωτογραφίας στέκει όπως στέκει: ούτε άδεια αλλά και ούτε γεμάτη. Στέκει σε μια ελεγχόμενα τυχαία ψευδο-μεσότητα αισθητικής τάξης που μπορεί να ξενίζει στον ίδιο βαθμό τον βέρο αριστερό ιδεολόγο, τον φασαίο ακροκεντρώο, ακόμα και τον δεξιό στους οποίους από τον καιρό της πανδημίας και του «Ζουμ» έχει υποσυνείδητα εδραιωθεί η πεποίθηση ότι μια άδεια βιβλιοθήκη συνιστά μέγα ατόπημα που φανερώνει πνευματική ένδεια. Κι όμως, πόσο ιλαροτραγικά έωλο να οδηγείται κανείς σε συμπεράσματα για την πνευματική σκευή κάποιου από μέρος της οικοσκευής του! Η μισοάδεια βιβλιοθήκη της φωτογραφίας στέκει λοιπόν με συνέπεια ως εικονιστικό ισοδύναμο της ίδιας αισθητικής αξιακής αμφιθυμίας που στάθηκε πριν την εκλογή του, και στέκει και τώρα, και ο ίδιος ο κ. Κασσελάκης. Αναλογιστείτε πόσο ψεύτικη και πόσο δήθεν θα έδειχνε μια βιβλιοθήκη που θα στέναζε υπό το βάρος των βιβλίων που θα κοσμούσαν τα ράφια της.
Αν υπάρχει κάτι ενθαρρυντικό σε αυτή τη φωτογραφία, είναι ότι ο κ. Κασσελάκης συνεχίζει να μην συνδέεται με το στερεότυπο του κουρασμένου ιδεολόγου αριστερού. Μέχρι τουλάχιστον να προβεί στις πρώτες αγωνιστικές/αναγνωστικές προτάσεις του.