— Αυτό το κάπως διαφορετικό δελτίο περιέχει λιγότερο εφημερίδες και περισσότερο σχολιασμό για τις «μικρές λίστες» από τα «Βραβεία Αναγνώστη 2023».
— Θα ξεκινήσω όμως πρώτα με την εισαγωγή μιας νέας υπο-στήλης: «το απόφθεγμα της εβδομάδας», το οποίο θα αλιεύεται από τον εβδομαδιαίο τύπο. Για την εβδομάδα που μας πέρασε, αυτό, ανήκει δικαιωματικά στον Αλέξη Παπαχελά: «Οι αστακομακαρονάδες, για να ξαναπιάσουμε το νήμα, είναι ένα νόστιμο πιάτο που δεν πρέπει να δαιμονοποιήσουμε» («Η Αστακομακαρονάδα και η εποχή της», Καθημερινή, 7/5/23).
— Περίμενα, υποθέτω, να το επισημάνει κάποιος άλλος. Εξάλλου μου φαινόταν –και ακόμη έτσι είναι– απαράδεκτα υποτιμημένο βιβλίο. Μιλάω για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Φίλιππου Δρακονταειδή, Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα, Κέδρος: 2022. Μπορεί να έγραψα ένα εκτενές σημείωμα για το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και πάλι, άφησα εκτός το δεύτερο διήγημα –τη δεύτερη γωνία– με τίτλο «Το ψιλό και το χοντρό» γιατί ήθελα να σχολιάσω ότι η συγκεκριμένη ιστορία συνιστά εξαιρετική αλληγορία για την άρνηση οποιασδήποτε έννοιας προόδου. Συνιστά αλληγορία για την ίδια την έννοια της συντήρησης (του συντηρητισμού) που κατατρύχει και παραλύει κάθε δυνατότητα να αλλάξουν κάποια πράγματα, ακόμη και όταν κάποιος, εδώ, μια οικογένεια, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μαζεύει σκατά. «Εμείς πάντα ήμαστε σε αυτή τη δουλειά. Από τον παππού μου. Βγαίναμε την αυγή στους δρόμους με το κάρο και άκουγαν τα νοικοκυριά το πέρασμά μας: υπηρέτες, υπηρέτριες και ψυχοκόρες άνοιγαν τις πόρτες και άδειαζαν τα δοχεία νυκτός, που λέμε, στα βαρέλια μας, άλλο για το ψιλό και άλλα για το χοντρό, μας καλημέριζαν κατά τα κέφια τους, αντιχαιρετούσαμε» (σ. 27).
Είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακό και τελικά ξεκαρδιστικό, ότι γράφει ο Δρακονταειδής ένα τέτοιο διήγημα, και κανένας δεν προσπαθεί να κοιτάξει πίσω από το προφανές. Η πλειοψηφία, υποθέτω, το διάβασε σαν μια ιστορία για την απουσία αποχετευτικού στο παρελθόν. Το κείμενο είναι διάστικτο με λέξεις και φράσεις που υπαινίσσονται διαρκώς τη στασιμότητα: «Χρειαζόταν υπομονή» (σ. 27), «Δουλειά είναι και αυτή» (σ. 28), «Η ανάγκη κυβερνάει τον άνθρωπο» (σ. 30), «Το ψιλό και το χοντρό είναι ό,τι μονιμότερο υπάρχει» (σ. 34), αλλά κανείς δεν υποψιάζεται την ειρωνεία. Ο Δρακονταειδής, ως άλλος Ραμπελαί, γράφει μια σάτιρα, ένα κείμενο που διαπνέεται πέρα ως πέρα από ειρωνεία, και όσοι, ελάχιστοι, έγραψαν για το βιβλίο το προσπερνούν σιωπηρά, επειδή μιλάει για… σκατά. Έτσι, επειδή βρισκόμαστε και σε προεκλογική περίοδο, δεν θα ήθελα να το αφήσω να περάσει έτσι: το συγκεκριμένο διήγημα είναι μια εξαίρετη αλληγορία και για το πολιτικό σύστημα. Παραθέτω: «Πρόλαβα τον παππού και τη γιαγιά, πρόλαβα τον πατέρα μου. Με κάλεσε ένα βράδυ να καθίσω δίπλα στο προσκέφαλό του και μου είπε πως ένιωθε ότι ήταν η ώρα του για αναχώρηση. “Κανείς σε αυτή τη ζωή”, είπε, “κανείς δεν έχει καθίσει μια ζωή πάνω σε ένα κάρο, δεν έχει μαζέψει τόσο ψιλό και τόσο χοντρό των ανθρώπων στα βαρέλια του, δεν έχει ξαλαφρώσει τόσο πολύ, όσο κρατάει μια ζωή, τον κόσμο, δεν έχει μάθει τόσο καλά τους ανθρώπους από αυτά που βγάζουν από μέσα τους. Κανείς δεν έχει μάθει τόσο καλά από το ψιλό και το χοντρό των ανθρώπων τι είναι ο κόσμος, τι είναι οι άνθρωποι. [...] Έκανε μια παύση και πρόσθεσε: “Εσύ να συνεχίσεις”, με συμβούλεψε, “καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Για σκέψου αυτή η δουλειά μάς τάισε, μας πότισε, δεν μας έλειψε τίποτα σπουδαίο. Είναι μεγάλη υπόθεση να περάσεις τη ζωή σου μαζεύοντας το ψιλό και το χοντρό των ανθρώπων. Αυτά δεν λένε ποτέ ψέματα, εκεί είναι πάντα η αλήθεια. Εγώ την αλήθεια έμαθα, σου τη λέω να τη μάθεις και εσύ. Τα έχεις όλα: το κάρο, τα άλογα, τα βαρέλια, ο καθένας λαχταράει να περάσεις να πάρεις το ψιλό και το χοντρό του. Πορεύεται ο κόσμος και παρηγοριέται που βγάζει από μέσα του το ψιλό και το χοντρό του, λες και βγάζει τα αμαρτήματά του» (σσ. 36-37). Παρατηρήστε ότι η επιτυχία της ειρωνείας του συγγραφέα συνίσταται στη χρήση τόσων στερεοτύπων, «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή», «δεν μας έλειψε τίποτα σπουδαίο», «αυτά δεν λένε ποτέ ψέματα», «εγώ την αλήθεια έμαθα, σου τη λέω να τη μάθεις και εσύ», που τελικά ο αναγνώστης στέκεται αμφίθυμα νομίζοντας ότι ο συγγραφέας μιλάει σοβαρά. Είναι λοιπόν και η δύναμη του στερεοτύπου, ακόμη μια έκφανση συντήρησης, αυτή που παραπλανά τον αναγνώστη και δεν διακρίνει την ειρωνεία. Το διήγημα καταλήγει σε μια εντυπωσιακή φράση που ξεστομίζει ο γιος και κληρονόμος της επιχείρησης, και που έρχεται δήθεν από το πουθενά: «Δεν μπορώ να γεράσω» (σ. 39). Φράση η οποία διατυπώνεται και πάλι ειρωνικά για να υπογραμμίσει, σε βαθμό υπερβολής, την εμμονή στη συντήρηση. Ζω, είναι σαν να λέει ο ήρωας, σε έναν κόσμο που είναι σχεδόν αδύνατη, ακόμη και αυτή η βιολογική πορεία της γήρανσης.
— Απουσίες, αλλά και αδικαιολόγητες παρουσίες, στις «μικρές λίστες» για τα «Βραβεία Αναγνώστη 2023». Θα αναφερθώ, προφανώς, μόνο στην πεζογραφία, ανά κατηγορία.
Πρωτοεμφανιζόμενοι. Απουσία: Βασίλης Τσιμπούκης, Συγκάτοικος, Loggia: 2022. «Ο Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958), στην πρώτη του εμφάνιση ως μυθιστοριογράφος, συνθέτει ένα εντυπωσιακό ανάγνωσμα που από πλευράς γλώσσας, ύφους, και τρόπου διαχείρισης του υλικού που επιλέγει, καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη. Το κείμενο δεν καταφεύγει σε διευκολύνσεις και μελοδραματισμούς· δεν αναλώνεται σε ακκισμούς και περιττές φλυαρίες. Ο συγγραφέας, εδώ, φαίνεται ότι έχει δουλέψει μεθοδικά και κοπιαστικά [...]», από εδώ.
Διήγημα. Απουσία: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα, Κέδρος: 2022. «Τι ξεχώρισα στη συλλογή διηγημάτων του Δρακονταειδή; Γιατί η συγκεκριμένη συλλογή είναι κάτι ξεχωριστό που σπανίζει; Απαντώ: γιατί όλα είναι ανάλαφρα και καλοζυγισμένα, και μέσα στην τραγικότητά τους, σκωπτικά· και τα διαβάζεις και ευφραίνεσαι γιατί νιώθεις την καλλιέπεια της τέχνης», από εδώ.
Η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων είναι λυπηρό να μην μπαίνει καν στη μικρή λίστα –τη θεωρώ ανώτερη και από μερικές πολύ καλές που βρίσκονται στη λίστα, όπως, Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον, Μιχάλης Μακρόπουλος, Κίχλη: 2022 / Το αλάτι του Bad Ischl, Κώστας Μαυρουδής, Κίχλη: 2022 / Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα, Έρση Σωτηροπούλου, Πατάκης: 2022.
Νουβέλα. Απουσία: Αμάντα Μιχαλοπούλου, Η Μεταμόρφωσή της, Καστανιώτης: 2022. Το βιβλίο της Μιχαλοπούλου συνιστά πολύ καλή μυθιστορηματική μεταγραφή κομβικών σημείων της θεωρίας των έμφυλων ταυτοτήτων που έχρηζε νομίζω μεγαλύτερης προσοχής. «Η “μεταμόρφωση” επομένως φέρνει στο προσκήνιο την κοινωνική επιτελεστική κατασκευή του φύλου στην πλήρη διάστασή του. Η Μιχαλοπούλου καταφέρνει να περάσει στο κείμενο τη σημασία που έχει αυτό το ξεχωριστό ζευγάρι που βιώνει μια εδεμική συνθήκη –κατά μία έννοια συνιστούν αυθεντικούς πρωτόπλαστους–, να μην ενδώσει στις διευκολύνσεις των νεοαποκτηθέντων βιολογικών φύλων τους αλλά να εμμείνει στην προσπάθεια μιας ένωσης που θα στηρίζεται στην ελευθερία των κοινωνικών φύλων τους: «Δεν γίνεται –δεν αξίζει;– να οραματιστούμε μια σχέση αληθινής αγάπης, όπου κανείς δεν θα κυνηγάει κανέναν; (σ. 147)», από εδώ.
Μυθιστόρημα: εδώ, απουσιάζουν, η περίπτωση της Μαρίας Γαβαλά, Μικρός Γκοντάρ, Πόλις: 2022, του Θωμά Συμεωνίδη, Στοχασμοί για την κοινότητα, Εστία: 2022, και της Δήμητρας Κολλιάκου, Αταραξία, Πατάκη: 2022. Όπως βέβαια, αφού η κριτική επιτροπή αποφάσισε να συμπεριλάβει το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, τότε θα έπρεπε να είχε εντάξει στη λίστα και το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού, Νέα σελήνη - Ημέρα πρώτη, που, όσο και να θέλει να μεροληπτήσει κανείς υπέρ της κ. Γαλανάκη, αξιακά, είναι ανώτερο. Εξηγώ εδώ κι εδώ και τους λόγους.
Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι ούτε το μυθιστόρημα του Απόστολου Δοξιάδη είναι για τις «μικρές λίστες», ούτε της Γεωργίας Συλλαίου. Ομοίως, ούτε η νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου θα έπρεπε να βρίσκεται στη λίστα.
Οι λίστες όμως εκφράζουν τις θέσεις των κριτικών του «αναγνώστη». Εγώ διατυπώνω τη δική μου άποψη σύμφωνα με κείμενα που έχουν δημοσιευτεί στον Ιστό, για βιβλία που εκδόθηκαν μέσα στο 2022. Εξάλλου, με όχι και τόσο μεγάλη έκπληξη, έχω συνειδητοποιήσει, αρκετές φορές, ότι δεν διαβάζουμε όλοι τα ίδια τα βιβλία ακόμη και όταν υποτίθεται ότι διαβάζουμε τα ίδια βιβλία. Υποθέτω, είναι και αυτό ένα από τα καλά της λογοτεχνίας: αυτό που εγώ δεν μπορώ να το διαβάσω, εσύ το βρίσκεις άξιο βραβείου.
Δυστυχώς, οι λίστες περιέχουν και βιβλία, σε κάθε κατηγορία, που εγώ προσωπικά αρνήθηκα να διαβάσω ολόκληρα. Και αρνήθηκα, αφενός γιατί ο χρόνος είναι πάντα πολύτιμος, αφετέρου ο στόχος είναι να βρίσκω πάντα κάτι που να αξίζει να σχολιαστεί, έστω και αρνητικά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να γράψω επιπλέον πέντε ιδιαιτέρως αρνητικές κριτικές. Ναι, υπάρχουν πέντε βιβλία στις «μικρές λίστες» πεζογραφίας για το «Βραβείο Αναγνώστη 2023» που δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ούτε καν για εποικοδομητικό αρνητικό σχολιασμό. Αυτό, ουδόλως ακυρώνει τους συγγραφείς τους. Θα τους δοθούν, θέλω να πιστεύω, ευκαιρίες να δοκιμάσουν ξανά. Επειδή τα βιβλία αυτά δεν οδήγησαν σε κείμενα –δεν οδήγησαν καν σε ολοκληρωμένες αναγνώσεις– δεν είναι δυνατόν να αναφέρω ποια είναι. Κάποια, λίγα, βιβλία που δεν έχω διαβάσει από το σύνολο που εμφανίζεται στις «μικρές λίστες» θα φροντίσω να τα διαβάσω για να έχω άποψη. Πιθανώς, στις επόμενες εβδομάδες να φτάσουν κάποια και σε κείμενο.