— Quote της εβδομάδας: «Σε αυτό το κλίμα, ο Αχιλλέας του έξοχα παρωδιακού Θάνου Τοκάκη (σαν βλαμμένος miles gloriosus και ανόητος G.I. Jo (sic)) έπαιξε το παιχνίδι του ναρκισσισμού στο ύψος μιας drag-queen αισθητικής, σκοτώνοντας ενοχλητικά κουνούπια από τα έλη του Βιετνάμ, καθώς ο Χορός έκανε δοξαστικό voguing του τύπου του Λαοκόωντος».
Τάδε έφη Γιώργος Σαμπατακάκης στην κριτική του «Η Αυλίδα ως ιστορικός εφιάλτης - “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” του Τιμοφέι Κουλιάμπιν, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου» (λίνκ εδώ).
— Διάβασα το πολυσέλιδο αφιέρωμα της Καθημερινής, στο περιοδικό «Κ», με τίτλο «Βιβλία στον ήλιο» (7/7/24).
Πουθενά στις βιβλιοπροτάσεις δεν είναι διακριτό αν οι συντάκτες που υπογράφουν τα ολιγόγραμμα κείμενα για κάθε τίτλο, έχουν διαβάσει το βιβλίο. Με άλλα λόγια, πουθενά δεν γίνεται διακριτό ότι το αφιέρωμα δεν είναι κάτι άλλο από μια λίστα πληρωμένων καταχωρήσεων.
Παραθέτω ενδεικτικά:
«Οι Γάλλοι έχουν την τιμητική τους τον τελευταίο καιρό, με μια σειρά πολύ αξιόλογων επιλογών να γεμίζουν τα ράφια στα βιβλιοπωλεία μας. Ίδιας γενιάς με τον Ενάρ είναι και ο Ερίκ Βιγιάρ, πολυμεταφρασμένος, πολυδιαβασμένος και πολυσυζητημένος τα τελευταία χρόνια, ο οποίος στο Μια αξιοπρεπής έξοδος (εκδ. Πόλις) κάνει αυτό που κάνει πάντα, ξαναγράφει δηλαδή την Ιστορία και δίνει με τις λέξεις του μια μάχη – εν προκειμένω στην Ινδοκίνα. Και ενώ ο Βιγιάρ σκαλίζει τη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, ο Φρανσουά Ανρί Ντεζεράμπλ σχηματίζει ένα μωσαϊκό φωνών που ζωντανεύουν τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης σε ένα βιβλίο που δανείζεται για τον τίτλο του μια φράση του Δαντόν: Το κεφάλι μου να δείξεις στον λαό (εκδ. Opera). Το παράδοξο στην περίπτωση του 37χρονου Ντεζεράμπλ είναι ότι στο βιογραφικό του έχει και μια καριέρα επαγγελματία αθλητή του χόκεϊ. Ακόμα νεότερη, 34 ετών, αλλά ήδη με οκτώ μυθιστορήματα με την υπογραφή της (και επίσης με συλλογές ποιημάτων, διηγήματα και θεατρικά), η Σεσίλ Κουλόν κέρδισε το βραβείο της Monde για το Ένα θηρίο στον παράδεισο (εκδ. Gutenberg). Εδώ μεταφερόμαστε σε ένα αγρόκτημα (τον «παράδεισο» του τίτλου) στη βόρεια Γαλλία, όπου δύο μικρά ορφανά μεγαλώνουν με τη γιαγιά τους. Η ζωή είναι σκληρή. Ο τόπος απαιτεί δύναμη. Μυθιστόρημα ενηλικίωσης δομημένο με μικρά, γρήγορα κεφάλαια, αιχμηρό μέσα σε έναν βρόμικο λυρισμό. Φοβερή περίπτωση η κοπέλα της ιστορίας, η νεαρή Μπλανς (το «θηρίο»)».
Στο αφιέρωμα, και αναφέρομαι αποκλειστικά στην πεζογραφία και την ποίηση, προτείνονται 52 μεταφρασμένοι τίτλοι έναντι 31 από την εγχώρια παραγωγή. Στις 31 προτάσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας περιλαμβάνονται επτά ποιητικές συλλογές.
— Παραμένω στο ίδιο αφιέρωμα. Κάτω από τον τίτλο «σκέφτομαι και γράφω» διαβάζουμε δέκα απαντήσεις, σε τυποποιημένες ερωτήσεις, από νεοέλληνες συγγραφείς. Ανάμεσα στις αθώες ερωτήσεις, που αναφέρονται στο τελευταίο βιβλίο και στις αναγνωστικές συνήθειες του εκάστοτε συγγραφέα, υπάρχει και μια πιο ζουμερή: «Τι σας αρέσει ή/και τι δεν σας αρέσει από τη σημερινή ελληνική λογοτεχνία;».
Οι απαντήσεις κυμαίνονται από το αφοπλιστικά ειλικρινές: «Πώς μπορώ να ξέρω; Δεν έχω την ελάχιστη εποπτεία και διαβάζω ανάλογα με τις ορέξεις μου» του Μιχάλη Μακρόπουλου, στο διπλωματικό/«πετάω την μπάλα στην κερκίδα»: «Μου αρέσουν η ποικιλία και η πολυφωνία της, η δύναμη και το νεύρο της. Λογοτεχνία στη μητρική μου γλώσσα: την απολαμβάνω βαθιά ως αναγνώστρια – και για την επίγευση των λέξεων. Δεν μου αρέσει που βλέπω να την υποτιμούν λέγοντας “α, εγώ δεν διαβάζω ελληνική λογοτεχνία» της Σοφίας Νικολαΐδου, ή «Είτε ελληνικό είτε ξένο το μυθιστόρημα, ως αναγνώστρια γυρεύω μια ιστορία που να με αφορά, με ενδιαφέρουσα πλοκή και γραμμένη σε μια αφηγηματική γλώσσα που να με αγγίζει, με εκφραστική δύναμη. Θέλω να μην μπορώ να βγάλω τους ήρωες από το μυαλό μου για καιρό αφότου τελειώσω την ανάγνωση» της Ντορίνας Παπαλιού.
Ο Κώστας Καλτσάς δίνει μια απάντηση που παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον:
«Παρερμηνεύοντας εσκεμμένα την ερώτηση (ελαφρώς): Μου αρέσει ότι, σε αντίθεση με το στυγνά επαγγελματικό κλίμα “αγοράς” που έχει διαμορφωθεί στον αγγλόφωνο κόσμο των εκδοτών-κολοσσών (που άλλωστε ανήκουν σε πολυεθνικές), στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα χώρος για έναν καλώς εννοούμενο δονκιχωτισμό και ερασιτεχνισμό. Δεν μου αρέσει ότι σε αντίθεση με το στυγνά επαγγελματικό κλίμα “αγοράς” κ.λπ., στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα χώρος για έναν κακώς εννοούμενο δονκιχωτισμό και ερασιτεχνισμό».
Μια σημείωση: Παρακολουθώ την περίπτωση του Κώστα Καλτσά και απορώ, καθώς βλέπω να περιλαμβάνεται το μυθιστόρημά του στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο κ. Καλτσάς έγραψε ένα μυθιστόρημα, με τίτλο Victorious dust, στα αγγλικά, «ως διδακτορική διατριβή σε αγγλικό πανεπιστήμιο», όπως λέει και ο ίδιος. Το βιβλίο μεταφράστηκε από τον Γιώργο Μαραγκό και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Αν είχε μεταφράσει ο κ. Καλτσάς το μυθιστόρημα στα ελληνικά, αν δηλαδή το είχε ξαναγράψει, τότε προφανώς και δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα, όπως έχει συμβεί εξάλλου με δύο περιπτώσεις από το πρόσφατο παρελθόν: Η πολιορκία της Τροίας του Θοδωρή Καλλιφατίδη (Πατάκη: 2022) και Μεθυσμένο τοπίο της Μαρίας Κακογιάννη (Κείμενα: 2023). Ας ελπίσουμε ότι θα πρυτανεύσει η λογική και δεν θα φτάσουμε στο σημείο να δούμε ένα μεταφρασμένο βιβλίο να περιλαμβάνεται στη λίστα του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος, αν και ομολογουμένως θα μπορούσαμε, χωρίς κανένα πρόβλημα, να το δούμε στην κατηγορία: Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα.
— «Αυτό που θέλω να πω είναι απλό. Έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές αντιμετωπιζόμαστε από εκδοτικούς και έντυπα/σάιτς σαν παράνομοι δεσμοί, που καλύπτουμε ανάγκες και προσφέρουμε, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη αναγνώριση. Αποτέλεσμα αυτής της “απαξίωσης” είναι να αντιμετωπιζόμαστε με επιφυλακτικότητα (τουλάχιστον) αν διανοηθούμε να κάνουμε συγγραφικό βήμα. Λες και οι συγγραφείς φυτρώνουν σε κάμπους τραυμάτων και δεν βρίσκονταν πάντοτε ανάμεσα στους αναγνώστες.
Η δύναμη που έχει ο κάθε λογαριασμός εδώ μέσα να επηρεάσει άλλους δυο και προοδευτικά να φτάσει πολύ παραέξω από τα όρια της βιβλιοφιλικής κοινότητας είναι τεράστια. Η φωτογραφία και το κείμενο ενός ακκάουντ που λειτουργεί με ειλικρίνεια, με αφετηρία την αγάπη του για το διάβασμα και μόνο, χωρίς ανάγκη ανταπόδοσης σε εκδοτικούς που προσφέρουν τιμής ένεκεν βιβλία, μπορεί να λειτουργήσει περισσότερο επιδραστικά ακόμα και από τα άρθρα έγκριτων αρθρογράφων σε μεγάλα κυριακάτικα μέσα. Το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές.
Εμείς είμαστε το αγοραστικό κοινό. Δεν επιβιώνουμε από διαφημίσεις, δεν εξαρτάται ο βιοπορισμός μας από τις δημόσιες σχέσεις μας με εκδοτικούς και συγγραφείς και αυτό είναι δύναμη.
Αυτό πιστεύω».
Το κείμενο που διαβάσατε είναι από στόρι της Ματίνας Αποστόλου στο Instagram (@intellectual_thighs). Αδυνατώ να βάλω σύνδεσμο, γιατί η κ. Αποστόλου με έχει μπλοκάρει.
Συνιστά απάντηση στο «Ο Βακαλόπουλος και η άρνηση των social στον Ορίζοντα» (5/7/24) από το μπλογκ των εκδόσεων Ψυχογιός και φέρει την υπογραφή «Psichoκόρη».
Δεν θα σχολιάσω το “ανυπόγραφο” κείμενο του μπλογκ αλλά αυτά που λέει η κ. Αποστόλου. Οι εκδοτικοί, λέει, την αντιμετωπίζουν σαν «παράνομο δεσμό». Θα ήθελε δηλαδή να της προσδίδουν περισσότερο κύρος, «να υπάρχει η αντίστοιχη αναγνώριση».
Η κ. Αποστόλου συγχέει την ιδιότητα της διαφημίστριας (influencer) με την ιδιότητά της κριτικού. Οι εκδότες ορθά πράττουν και της αποστέλλουν, τιμής ένεκεν, τα βιβλία τους, καθώς ο λογαριασμός της έχει χιλιάδες ακολούθους που τη διαβάζουν ανελλιπώς. Οι εκδότες, και πάλι, ορθά πράττουν και αποσιωπούν το κομμάτι της «αναγνώρισης» προς την ιδιότητά της της κριτικού, γιατί αναγνωρίζουν ότι αυτά που γράφει δεν συνιστούν κριτικές.
Η κ. Αποστόλου, όμως, εκτός από διαφημίστρια και “κριτικός” είναι και συγγραφέας. Είναι εντυπωσιακό ότι συνδέει και τη συγγραφική της ιδιότητα με αυτή της διαφημίστριας και “κριτικού”, καθώς πιστεύει ότι από την αναγνώρισή της ως κριτικού θα προκύψει και η συγγραφική καταξίωση. «Αποτέλεσμα αυτής της “απαξίωσης” είναι να αντιμετωπιζόμαστε με επιφυλακτικότητα (τουλάχιστον) αν διανοηθούμε να κάνουμε συγγραφικό βήμα», γράφει χαρακτηριστικά. Έχω διαβάσει το βιβλίο της και αναμένω, αν υπάρξει, τη συνέχεια. Το διάβασα περισσότερο από σεβασμό στο όνομα του εκδοτικού οίκου (Ποταμός) που την εξέδωσε, παρά από το όποιο ταλέντο της κ. Αποστόλου στην κριτική, όπως εξάλλου είναι και το αναμενόμενο. Ο συγγραφέας κρίνεται ως συγγραφέας και όχι ως διαφημιστής ή κριτικός. Ως συγγραφέας η κ. Αποστόλου είναι καλύτερη. Ας ξεχωρίσει λοιπόν τις ιδιότητές της και ας μην ασχολείται με ψυχοκόρες και ψυχογιούς.
— Διάβασα το «Ψάχνοντας τα όρια της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» (Βήμα, 7/7/24). Ουσιαστικά, όπως και στην περίπτωση του περιοδικού της Καθημερινής, η εφημερίδα απευθύνθηκε σε πέντε συγγραφείς του χώρου και έθεσε μια παραλλαγή του ίδιου ερωτήματος. Ο Φίλιππος Φιλίππου απαντάει με συνέπεια προς τον εαυτό του: «Εν τέλει, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία ανθεί στον 21ο αιώνα – όπως ανθούσε και στον 20ό. Κάποτε, όταν μεσουρανούσε ο Γιάννης Μαρής και αργότερα, τη θεωρούσαν παραλογοτεχνία και οι κριτικοί απαξιούσαν να ασχοληθούν μ’ αυτήν. Τώρα θριαμβεύει, επειδή έχει πάρει τη θέση της κοινωνικής λογοτεχνίας – το ίδιο συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. [...] Σκηνοθέτες, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, ιστορικοί, εκπαιδευτικοί, φιλόλογοι, γιατροί, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, γράφουν αστυνομικά. Οι προκαταλήψεις και οι ενδοιασμοί για τη λογοτεχνική αξία του είδους έχουν πλέον εκλείψει κι αυτό είναι απολύτως θετικό».
Αν διαβάζει κανείς τις “κριτικές” που γράφει ο κ. Φιλίππου είναι μόνο λογικό να πιστεύει ό,τι πιστεύει και εκείνος.
Ευτυχώς κάποιοι από τους υπόλοιπους είναι πιο προσγειωμένοι. Ο Πέτρος Μάρκαρης γράφει: «Τα εγκλήματα έχουν κοινωνικό καμβά αλλά αυτό δεν αποδίδεται με την ένταση που θα έπρεπε, είτε επειδή υπάρχει άγνοια του διεθνούς περίγυρου (δεν διαβάζουν οι συγγραφείς) είτε επειδή παραμένουν εγκλωβισμένοι στην ελληνική ιδιοτυπία των μεμονωμένων περιπτώσεων».
Η Χίλντα Παπαδημητρίου: «Είμαι από τους λίγους ίσως που πιστεύουν ότι στόχος της αστυνομικής λογοτεχνίας δεν χρειάζεται να είναι η μετάφραση και η κυκλοφορία των βιβλίων μας στο εξωτερικό. Πρώτα θα πρέπει να πείσουμε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό για την ποιότητα των βιβλίων μας, να κατακτήσουμε μια θέση στην καρδιά του, να εμπεδώσουμε τη θέση μας στον ελληνικό λογοτεχνικό κόσμο».
Η Ευτυχία Γιαννάκη, υποθέτω περιπαικτικά, περιμένει το Νομπέλ: «Αστυνομικό, νουάρ, θρίλερ, αγωνίας, παραλίας, κοινωνικού προβληματισμού, όπως και να το δει κανείς το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα το δει ποτέ στα Νομπέλ Λογοτεχνίας. [...] Βάθος, λοιπόν, τόσο όσο, διασκέδαση και αγωνία στα ύψη από την άλλη, ενοχή –ή απενοχοποιημένη– απόλαυση για τους πολλούς. Όχι και τόσο καλός συνδυασμός γι’ αυτό που αποκαλούμε “βαριά κουλτούρα” που επιμένει να οχυρώνεται σε αυτοαναφορικά σχήματα.[...] Ένα αστυνομικό για Νομπέλ, λοιπόν. Όταν θα το δούμε κι αυτό, θα πούμε ότι κάτι έγινε. Αν είναι και από γυναίκα δημιουργό, ακόμη καλύτερα. Μέχρι τότε αναμένουμε με αγωνία την ανατροπή».
Δεν έχω να σχολιάσω κάτι. Ελπίζω, απλώς, η κ. Γιαννάκη να γνωρίζει ότι δεν θα βραβευτεί ποτέ «ένα αστυνομικό» με Νομπέλ αλλά η συγγραφέας του, για το σύνολο του έργου της.