— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιάννης Μακριδάκης στον Χαρίλαο Τρουβά (Lifo, 26/2/23). Ο κ. Μακριδάκης συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του πολιτισμού. Είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων –παίρνω την πληροφορία από τον υπότιτλο της συνέντευξης– αλλά πλέον δηλώνει ότι από την ιδιότητά του στην εφορία, «συγγραφέας-φυσικός καλλιεργητής» έχει φύγει πια το «συγγραφέας». Ο τίτλος της συνέντευξης εξάλλου είναι «Ομότεχνος νιώθω μόνο με τους ανθρώπους του χωραφιού». Μια εξομολόγηση πριν σχολιάσω τη συνέντευξη. Ο κ. Μακριδάκης υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που είχε αναρτήσει στη σελίδα του στο Facebook –«Makridakis' books»– κριτικό σημείωμά μου που δεν ήταν ιδιαιτέρως κολακευτικό για το τελευταίο του βιβλίο. Η σελίδα του δεν υφίσταται πλέον· την έχει διαγράψει σε μια απόπειρα να γκρεμίσει κάθε γέφυρα που τον συνδέει με το συγγραφικό παρελθόν του, ή τουλάχιστον με μια έκφανση του παρελθόντος αυτού. Ο κ. Μακριδάκης διατυπώνει κάποιες σκέψεις που αξίζουν μνείας. «Υπάρχει μια αυξημένη εγωπάθεια και ένας αυτοσκοπός να ονομάζεσαι συγγραφέας, να παίρνεις βραβεία, να έχεις κοινωνικές επαφές με ομοτέχνους, με σινάφια, να λες καλά λόγια, να δέχεσαι καλά λόγια, να μπαίνεις σε επιτροπές. Όλα αυτά δεν μου ταίριαξαν και σηκώθηκα κι έφυγα», όπως όμως και «Πάντα, από μικρό παιδί, με απωθούσε ο ανταγωνισμός. Δεν μπορούσα να συνυπάρξω σε περιβάλλοντα όπου υπήρχαν ανταγωνισμοί. Άμα δυο-τρία αγόρια ήθελαν το ίδιο κορίτσι, εγώ έφευγα. Αλλά και μόνο αν γράψεις, σε βάζει το σύστημα σε ένα παιχνιδάκι ανταγωνισμού το οποίο θρέφει ανθρώπους που είναι πέριξ των συγγραφέων και έχουν αυτοσκοπό να ζουν μέσα από τα έργα των άλλων. Δηλαδή, γράφεις ένα βιβλίο, εσύ δεν έχεις καμία ανταγωνιστική διάθεση, δεν έχεις καμία φιλοδοξία, ματαιοδοξία να προταθείς για να βραβευθείς, και σε βάζουνε μέσα σε λίστες, μέσα σε διαδικασίες, κρίσεις, συγκρίσεις, διακρίσεις». Τα διαβάζω όλα αυτά με προσοχή, κυρίως γιατί με ενδιαφέρουν τα κίνητρα των συγγραφέων. Πάγια απορία μου εξάλλου παραμένει το γιατί γράφουν οι συγγραφείς. Και η απορία αυτή έχει άμεση συνάφεια και με τη διερεύνηση των προϋποθέσεων και συνθηκών που θα πρέπει να συντρέχουν για να γίνει κάποιος συγγραφέας, οπότε, όταν συναντώ δηλώσεις συγγραφέων ότι δεν έχουν καμία φιλοδοξία, ματαιοδοξία να προταθούν για να βραβευτούν, να συμμετάσχουν σε συνάφια και όλα τα γνωστά, προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ναι, σαφώς και υπάρχουν απαντήσεις και εξηγήσεις –στο γιατί γράφουν οι συγγραφείς– που κινούνται πέρα και πάνω από φιλοδοξία, ματαιοδοξία, βραβεία και ανταγωνισμούς. Υπάρχουν, αλλά πολύ δύσκολα με πείθουν.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του κ. Μακριδάκη, Τα απόνερα της Σοφίας, είναι ένα βιβλίο που με είχε βάλει σε σκέψεις γιατί θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια μυθιστορηματική εξήγηση για το τι απαιτείται για να γίνει κάποιος συγγραφέας. Το κριτικό σημείωμά μου εξάλλου έφερε τίτλο «Τι εστί συγγραφέας», και ότι αυτή η εξήγηση προέρχεται από κάποιον σαν τον κ. Μακριδάκη, το κάνει πολύ πιο ενδιαφέρον. Διαβάζω δηλαδή αυτή τη συνέντευξή του και διακρίνω τους λόγους που ο κ. Μακριδάκης δεν άντεξε σε αυτόν τον χώρο. Και οι λόγοι αυτοί έχουν να κάνουν λίγο πολύ με αυτές τις ιδιότητες των συγγραφέων που στηλιτεύει στο μυθιστόρημά του. «Καμία ηθική ή άλλη δέσμευση δεν πρέπει να κρίνεται ικανή να σταματήσει έναν συγγραφέα [...] από την ακόρεστη δίψα του για συγγραφή και αναγνώριση· τα υπόλοιπα συνιστούν ευχολόγια και στάχτη στα μάτια για τους γλυκούς και αφελείς [...] ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να φαίνονται τα πράγματα μέσα από ένα μυθιστόρημα. Πίσω από τον μανδύα του ενάρετου συγγραφέα που κάθεται, ως άλλος άγιος, στο γραφείο του και μακαρίως επινοεί ιστορίες κρύβεται ένας αδίστακτος και στυγερός άνθρωπος που δεν ορρωδεί προ ουδενός, αν και εφόσον διαθέτει το ταλέντο και τον διακατέχει η επιθυμία να γίνει συγγραφέας», έχω γράψει εγώ στο κριτικό μου σημείωμα για το βιβλίο του κ. Μακριδάκη αναφορικά με την ιδιότητα του συγγραφέα. Παραθέτω τι λέει ο κ. Μακριδάκης: «Ήδη, όντας αγρότης, έγραψα ένα βιβλίο, τα «Απόνερα της Σοφίας». Η σχέση μου με το γράψιμο δεν πεθαίνει, δεν φθείρεται από τη σχέση μου με τον χώρο. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Θα ξαναγράψω, σίγουρα θα ξαναγράψω. Έχει πάψει όμως να μ' ενδιαφέρει το πότε, δεν το σκέφτομαι καν. Και μπορεί έτσι να απελευθερωθώ κι άλλο συγγραφικά. Έχω υλικό μες στο κεφάλι μου, απλά τώρα φτιάχνω τα χωράφια μου, δεν έχω τη διάθεση να κάτσω να δομήσω συγγραφικό λόγο. Ξέρω όμως ότι όταν έρθει αυτή η διάθεση, θα είναι ακατανίκητη. Τα βιβλία που έγραψα, τα έγραψα επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς». Κατά κάποιο τρόπο αυτό το «δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς» είναι και η βαθύτερη και πιο ειλικρινής απάντηση στο γιατί γράφει ο συγγραφέας. Η μόνη μου αντίρρηση είναι αν αυτό είναι αρκετό. Ο κ. Μακριδάκης βέβαια, με τη στάση του, το έχει απαντήσει: δεν τον απασχολεί ουδόλως η άποψη κάποιου σαν κι εμένα.
— Διάβασα ένα άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, «Είναι ακροδεξιός ο Ουελμπέκ;» (Καθημερινή, 23/2/23) όπου σχολιάζονται οι θέσεις του Μισέλ Ουελμπέκ σε μια συζήτησή του με τον Μισέλ Ονφρέ σε ένα εκτός σειράς τεύχος του περιοδικού Front Populaire (Δεκέμβριος 2022), με τίτλο «Τέλος της Δύσης;». Σημειώνω ότι η συγκεκριμένη συζήτηση έχει τύχει σχολιασμού και από τον Μιχάλη Μητσό «Φαντασιώνοντας “Μπατακλάν από την ανάποδη”» (in.gr, 22/12/22). Δεν θα μπω στην ουσία της συζήτησης. Θα σταθώ στην καταληκτική παράγραφο του άρθρου του κ. Ζουμπουλάκη: «Τελικά, είναι ακροδεξιός ο Ουελμπέκ; Θα απαντούσα ότι η σκέψη του είναι γεμάτη ακροδεξιά στοιχεία, χωρίς να είναι εντελώς τυπικός ακροδεξιός (δεν είναι, για παράδειγμα, εθνικιστής). Το κρίσιμο ωστόσο ερώτημα είναι άλλο: να πάψουμε άραγε να διαβάζουμε τα μυθιστορήματα ενός συγγραφέα που διατυπώνει αποκρουστικές ακροδεξιές ιδέες; Δεν θα ανοίξω το μεγάλο ζήτημα της σχέσης έργου και ζωής· θα πω μόνο ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν είναι υποχρεωτική για κανέναν, και ακόμη ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν must, ο καθένας μας διαβάζει ό,τι του αρέσει. Η λογοτεχνία δεν είναι επιστήμη ή φιλοσοφία, όπου υπάρχουν αναγκαστικά περάσματα. Δεν θα ψέξουμε κανέναν που αρνείται μετά από όλα αυτά να διαβάζει Ουελμπέκ. Εγώ πάντως θα εξακολουθήσω για την ώρα να τον διαβάζω, μαζί με χιλιάδες άλλους, γιατί στα μυθιστορήματά του ψηλαφώ το σκοτάδι που έχω μέσα μου και αναγνωρίζω την απεγνωσμένη πίστη στην αγάπη».
Αυτό που θα ήθελα να κρατήσετε από το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι πρωτίστως η μετριοπαθής στάση του κ. Ζουμπουλάκη. Ακόμη κι αν ο Ουελμπέκ αποδειχθεί πέρα ως πέρα ακροδεξιός, υπάρχουν ακόμη στοιχεία στα μυθιστορήματά του που φανερώνουν και κάτι άλλο, πιο φωτεινό. Και αυτό είναι κάτι που το διακρίνω κι εγώ, που επίσης διαβάζω συστηματικά τον Ουελμπέκ, κι ας μην στέκομαι στην ίδια πλευρά με τον κ. Ζουμπουλάκη. Γιατί η ουσία της συζήτησης, πέρα και πάνω από το αν ο διάσημος συγγραφέας είναι ακροδεξιός, εντοπίζεται στο ότι τελικά μπορούμε να στεκόμαστε σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις, αλλά παρόλα αυτά να μοιραζόμαστε κοινές θεάσεις.
Και αυτό, για να δέσω τα σχόλια αυτής της εβδομάδας, έρχεται να υπογραμμίσει ξανά ό,τι ανέφερα στην αρχή του κειμένου: είναι ακριβώς επειδή ο συγγραφέας εκτίθεται τόσο πολύ· είναι ακριβώς επειδή ο συγγραφέας αδυνατεί να κρυφτεί –με την ευκολία που το πράττουμε όλοι οι υπόλοιποι– που ενίοτε καταφεύγει στα πιο απρόσμενα σημεία.