Skip to main content
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024
I know what you did last week (20-26/8/24)

— Ο θάνατος στην εποχή των social media προσφέρεται για θαλερές αντεγκλήσεις. Προφανώς, όλοι οι θάνατοι δεν δίνουν τις αφορμές που έδωσε η περίπτωση του Χρήστου Γιανναρά. Οι εν θερμώ “αποτιμήσεις” για το έργο του, που διαβάσαμε τα τελευταία 24ώρα, περιλαμβάνουν, όπως ήταν αναμενόμενο, όλη την γκάμα αξιακών κρίσεων. Από τους διθυράμβους των ζηλωτών ως τον λίβελο των εμπαθών. Σταχυολόγησα κάποια σχόλια από το Φέισμπουκ, που δεν υποπίπτουν ούτε στον διθύραμβο ούτε στον λίβελο: 

«[…] Έστω η ερμηνευτική υπόδειξη για τη μελέτη του έργου ενός φιλοσόφου, π. χ. του Kant, να μη τον κρίνουμε από τα μικρά του πολιτικά και ηθικά δοκίμια, αλλά από τις μεγάλες του πραγματείες. Είναι αδύνατο, ασφαλώς, να γνωρίσεις πράγματι το κριτικό έργο του Kant χωρίς να αναμετρηθείς με τις Κριτικές του. Ο Kant και των μικρών δοκιμίων όμως (ή της φαινομενικά περιθωριακής θεωρίας π. χ. της ιδιοκτησίας) είναι ο Kant των Κριτικών (όχι ο δογματικός ή προκριτικός Kant): τούτο (τη συνάφεια) επιτάσσει και η ερμηνευτική αρχή της χάριτος. Δεν εκθέτουμε πάντως τον φιλόσοφο στη μομφή της πνευματικής νωθρότητας και ασυνέπειας ή, χειρότερα, στη μομφή της διανοητικής ανεντιμότητας. Πρέπει να ερμηνεύουμε το συνολικό του έργο (περιλαμβανομένων των ταπεινών συμβολών του: ο ίδιος δεν έχανε τον χρόνο του γράφοντάς τες, αλλά συμπλήρωνε το έργο του) ως κατά το δυνατόν συνεκτικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εκ προοιμίου συνεκτικό — η φιλοσοφική ασυνέπεια ενδέχεται σπανίως να είναι και εκδήλωση ευφυίας). Αυτή η ακριβοδίκαιη ερμηνευτική στάση δεν αφορά, βέβαια, μόνο τους μεγάλους φιλοσόφους ούτε κατ’ εξοχήν τους φιλοσόφους. Είμαστε όλοι, δηλαδή, και διαχρονικά, ο (ψιλός) εαυτός μας. Ακόμη και τα αποκηρυγμένα από τον ίδιο τον δημιουργό τους είναι ερμηνευτικώς κρίσιμα. Οι αληθινές ρήξεις με το παρελθόν μας και οι υπαρξιακές προσωπικές μας τομές είναι πολύ πιο απαιτητικές από την αποκήρυξη: η αποκήρυξη γενικώς συμφέρει. Δεν πρέπει να προκαλεί αμηχανία, λοιπόν, το γεγονός ότι όλοι μας ακολουθούμε κατά το δυνατόν τις πεποιθήσεις μας (θέλουμε μάλιστα, διότι αυτό αγγίζει τον πυρήνα της αξιοπρέπειάς μας ως αυτουργών, έτσι να μας βλέπουν και οι άλλοι). Ένας ασυνεπής στην πράξη Heidegger, π. χ., Carl Schmitt ή Κωνσταντίνος Τσάτσος, είναι φιλοσοφικά μάλλον αδιάφορος. Κατά μία καντιανή ιδέα μάλιστα, οι προφήτες προβλέπουν σωστά τι θα μας συμβεί, διότι οι ίδιοι δημιουργούν το πεπρωμένο μας. Η συνέπεια δεν είναι πάντως απόλυτη αρετή. Διανοείται, άραγε, κανείς να υποθέσει ότι ο Χρήστος Γιανναράς δίδασκε στους φοιτητές του π. χ. για τον Άγιο Αυγουστίνο άλλα από εκείνα (τα τόσο αδόκιμα) που ο ίδιος έγραφε για αυτήν την τόσο εμβληματική μορφή της ιστορίας της φιλοσοφίας; Και όμως, δυστυχώς, όφειλε, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, να είναι ασυνεπής (δεν ήταν όμως ούτε εδώ) […]» (Φίλιππος Βασιλόγιαννης, δικές μου υπογραμμίσεις, λινκ).

Πόσες εκφάνσεις του «ψιλού εαυτού», πόσα ολισθήματα, απαιτούνται για να οδηγηθεί κανείς στο –υπό αίρεση;– συμπέρασμα ότι έχει αρχίσει να αποκαθηλώνεται και ο δομικός εαυτός; Υπάρχει, άραγε, καθοριστική στιγμή που κάποιος ακούει ή διαβάζει μια θέση, που τον οδηγεί να πει «εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν»; Σημειώστε, εδώ, ότι η περίπτωση του καθηγητή φιλοσοφίας δεν είναι ακριβώς η περίπτωση του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη. Η διάσταση ανάμεσα στο πρόσωπο και τον φιλόσοφο καθίσταται, μεθοδολογικά, εξαιρετικά επισφαλής. Ο φιλόσοφος (οφείλει να) είναι το πρόσωπο: the main event. 

Γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος: «Ασφαλώς δεν παραγνωρίζω ότι ο Χρήστος Γιανναράς αρθρογραφούσε συστηματικά, εδώ και χρόνια, για το Finis Graecia, για το θλιβερό «Ελλαδιστάν», τη συμφορά  όπου μας οδηγεί η Συμφωνία των Πρεσπών και  πολλά άλλα με τα οποία διαφωνώ όσο δεν παίρνει και στέκομαι απέναντι, βρίσκοντάς τα εξοργιστικά και επικίνδυνα (Ούτε νιώθω έτοιμος, να ανοίξω εδώ, αν πάμε στα πιο βαθιά, το κεφάλαιο της νεορθοδοξίας)» (λινκ).

Γράφει ο Γιώργος Φαράκλας: «Τέλη δεκαετίας τοῦ 1980 στὸ Παρίσι, πᾶμε νὰ τὸν ἀκούσουμε στὴν παρουσίαση ἑνὸς βιβλίου του μεταφρασμένου στὰ γαλλικά. Κόσμος πολύς. Κυρίως Ἕλληνες φοιτητές. Λέει ὡραῖα πράγματα. Μιλᾶ μὲ ἀσυνήθιστη σεμνότητα. Ἀφοπλίζει ὅσους ἀπὸ μᾶς ἔχουν ἔρθει μὲ κριτικὴ διάθεση. Καὶ τότε μᾶς λέει πὼς ἔχει τὴν ἀδυναμία νὰ πιστεύει ὅτι καταλαβαίνει τὸν Ἀριστοτέλη καλύτερα ἀπὸ κάθε ξένο μελετητή, ἐπειδὴ εἶναι Ἕλληνας. Καταστροφή! Ἤμασταν κάτω ἀπὸ 30 χρονῶν, ἀλλὰ σπουδάζαμε φιλοσοφία, κι ἴσως γι' αὐτὸ ἤμασταν ἀρκετὰ φρόνιμοι γιὰ νὰ μὴν πιστεύουμε τέτοια πράγματα...».

Αναφέρω τα συγκεκριμένα σχόλια, γιατί ο Χρήστος Γιανναράς έχαιρε ευρείας αποδοχής. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που μιλούσε μόνο μέσα από τις πανεπιστημιακές δημοσιεύσεις και τα βιβλία του. Κάποιοι, για παράδειγμα, διαφώνησαν μαζί του μέσα από τις επιφυλλίδες του. Καλώς ή κακώς, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ο διανοούμενος που δημοσιολογεί δεν καταρρίπτεται ποτέ μέσω διεξοδικής ανάλυσης του έργου του, αλλά στο φτερό, μέσω του ακαριαίου «άι σιχτίρ», που, σε ανύποπτο χρόνο, θα ψελλίσει μέσα του ο αναγνώστης. 

Θα σταθώ όμως στην ανάρτηση του Φίλιππου Βασιλόγιαννη, γιατί με σκανδάλισε η μετάβαση, ο εκδημοκρατισμός, σε αυτό το «Είμαστε όλοι, δηλαδή, και διαχρονικά, ο (ψιλός) εαυτός μας».

Τι είναι ο «ψιλός» εαυτός; Η Ιωάννα Καρυστιάνη έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ψιλά γράμματα (Καστανιώτης 2022), που προσιδιάζει κάπως την έννοια. Ο ψιλός εαυτός, κατά Βασιλόγιαννη, συντίθεται από τις λεπτομέρειες ή τα δευτερεύοντα έργα, στην περίπτωση των στοχαστών/φιλοσόφων. Γράφει ο κ. Βασιλόγιαννης γι’ αυτή την τάση προσκόλλησης στις πεποιθήσεις μας, η οποία βέβαια δεν είναι άλλη από την προσκόλληση σε κάτι που συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με αυτό που ορίζουμε «πρόσωπο», «[...] διότι αυτό αγγίζει τον πυρήνα της αξιοπρέπειάς μας ως αυτουργών, [“θέλουμε μάλιστα”] έτσι να μας βλέπουν και οι άλλοι». «Οι αληθινές ρήξεις με το παρελθόν μας και οι υπαρξιακές προσωπικές μας τομές είναι πολύ πιο απαιτητικές από την αποκήρυξη [...]». Πόσοι άνθρωποι, άραγε, έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε ρήξη με το «πρόσωπό» τους; Να ανοίξουν το μαύρο κουτί του, να διαπραγματευτούν τις βαθύτερες συνδεσμολογίες των πεποιθήσεών του και να προτάξουν ένα καινούργιο. «Η αποκήρυξη γενικώς συμφέρει», ακρωτηριάζει ένα μέρος του έργου. Αντιθέτως, η διαπραγμάτευση, μέσω ρήξης, αποπειράται να ανασκευάσει. Η αποκήρυξη δημιουργεί, τρόπον τινά, μια επίπλαστη συνθήκη tabula rasa: μηδενίζει τον μετρητή συνέπειας με ένα στρατήγημα, ενώ η ρήξη αφήνει ανοιχτή την ακανθώδη οδό της ενάρετης ασυνέπειας. Η ρήξη δηλώνει ευθαρσώς: «Δεν διατείνομαι ότι είμαι τεχνηέντως συνεπής, αλλά ενάρετα ασυνεπής».

«Διανοείται, άραγε, κανείς να υποθέσει ότι ο Χρήστος Γιανναράς δίδασκε στους φοιτητές του π. χ. για τον Άγιο Αυγουστίνο άλλα από εκείνα (τα τόσο αδόκιμα) που ο ίδιος έγραφε για αυτήν την τόσο εμβληματική μορφή της ιστορίας της φιλοσοφίας; Και όμως, δυστυχώς, όφειλε, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, να είναι ασυνεπής (δεν ήταν όμως ούτε εδώ) […]»

Παρατηρήστε ότι όταν ο κ. Βασιλόγιαννης λέει «Διανοείται, άραγε, κανείς να υποθέσει [...]» δεν προτάσσει κάποιο επιχείρημα για να πει ότι δεν έλεγε, ως όφειλε, άλλα από «τα τόσο αδόκιμα που έγραφε». Εικάζω ότι η πεποίθηση αυτή του Βασιλόγιαννη είναι απότοκος της γενικής στάσης του Γιανναρά ως δημόσιου διανοούμενου. Λίγο-πολύ, δηλαδή, του «ψιλού εαυτού» του, που, σταδιακά, επισκίασε και δηλητηρίασε και τον δομικό εαυτό του. Εξού και «Η συνέπεια δεν είναι πάντως απόλυτη αρετή».    

— Και αφού έκανα λόγο για «ψιλά γράμματα» ας περάσω στο «Οι επτά μεγάλοι ιντερνετικοί καβγάδες του καλοκαιριού» (Καθημερινή, 24/8/24) της Ελένης Τζανάτου. Το άρθρο φέρει υπότιτλο «Από τον Μ. Καραγάτση μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τον Ντελόν, συγκεντρώσαμε τα θέματα που άναψαν φωτιές στα social media αυτό το καλοκαίρι (και μετά ξεχάσαμε το γιατί)». Έχουμε και λέμε: Μ. Καραγάτσης, Νόαμ Τσόμσκι, Σημαιοφόρος τελετής έναρξης, Ορέστεια Τερζόπουλου, Τελετή έναρξης Ολυμπιακών, Ιμάνι Κελίφ, Στέφανος Τσιτσιπάς, Αλέν Ντελόν. Το πρόβλημα, εδώ, δεν είναι ότι «ξεχάσαμε το γιατί», που επιθυμεί να περάσει την αίσθηση του ιλαροτραγικού που ενέχει η αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το πρόβλημα είναι ότι σε μια λίστα γεγονότων στην οποία η συντάκτρια –και η εφημερίδα– αναφέρει μέχρι και τον «θάνατο» του Νόαμ Τσόμσκι –ως «ειδική μνεία»–, λάμπει δια της απουσίας του ο Χάρης Βλαβιανός. Το σημαντικότερο και σοβαρότερο θέμα του καλοκαιριού, όχι μόνο γιατί δεν αναφέρεται σε κάποιον νεκρό ή υποτιθέμενο νεκρό, αλλά γιατί παραμένει θέμα που ουδόλως έχει ξεχαστεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των εμπλεκόμενων. Όλα ψιλά γράμματα.