— Έπεσα χθες πάνω σε διάφορες αναρτήσεις συγγραφέων στο φέισμπουκ όπου, «[με] αφορμή [...] την 40η επέτειο από τη βράβευση του αξεπέραστου «Γκάμπο» με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982 [...]» και μετά από προτροπή τού κ. Θεοδόση Μίχου, από το The Magazine - News 24/7, (27/11/22), απαντούσαν σε μια ερώτηση που τους έθεσε: «Πώς νιώσατε όταν διαβάσατε πρώτη φορά το “Εκατό Χρόνια Μοναξιά”;». Αναζήτησα το άρθρο όπου τελικά είχαν απαντήσει επτά Έλληνες συγγραφείς σε αυτή την «όχι και τόσο απλή ερώτηση» όπως γράφει ο κ. Μίχος.
Οι επτά συγγραφείς που συμμετείχαν στο άρθρο, εικάζω, δεν αμείφθηκαν για αυτή τους τη συμμετοχή, αλλά, κάτω από τα κείμενά τους, εν είδει διαφήμισης, αναφέρονται τα στοιχεία του τελευταίου ή του πρώτου βιβλίου τους, καθώς υπάρχουν και πρωτοεμφανιζόμενοι. Δίκαιη ανταλλαγή; Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. Πάντως δεν θα πίστευα ποτέ ότι εξαναγκάστηκε κανένας για να συμμετάσχει, οπότε όλα καλά.
Διάβασα προσεκτικά τις απαντήσεις τους και θα σας μεταφέρω την άποψή μου για το αν οι συγγραφείς διαφήμισαν ή όχι τα βιβλία τους, καθώς δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι δεν έλαβαν υπόψη τους το ενδεχόμενο τα λόγια τους να λειτουργούν και ως κράχτες ή διώχτες για τα βιβλία τους. Δηλαδή, τι πιο ενδεικτικό για να αφουγκραστείς έναν συγγραφέα από το να του θέσεις μια συγκεκριμένη ερώτηση όπου καλείται να σου απαντήσει, επί προσωπικού, με ένα σύντομο κείμενο για ένα τόσο διάσημο βιβλίο!
1) «Ξεκίνησα να διαβάζω το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου αναμένοντας μια γνωμάτευση βαρύνουσας σημασίας για τον πατέρα μου. Από τις πρώτες σελίδες, ξέχασα πού βρισκόμουν και τι έκανα. Όταν με φώναξαν για να παραλάβω τα αποτελέσματα των εξετάσεων, η αδημονία της συνέχισης της ανάγνωσης, της καταβύθισης στον κόσμο του Μακόντο και της ευεργετικής λησμονιάς που παρείχε, συναγωνίστηκε επάξια την αγωνία της αποκάλυψης της ιατρικής κατάθεσης», γράφει η Τζούλια Γκανάσου στην αρχή της απάντησής της.
Πώς να σταθεί ο ψύχραιμος αναγνώστης απέναντι σε αυτή τη δήλωση; Να συγκινηθεί; Να γελάσει; Να απορήσει; Εγώ, όπως ίσως μαντεύετε, απόρησα. Δηλαδή, σας ζητώ να αναλογιστείτε λίγο το σκηνικό. Έχετε τον πατέρα σας στο νοσοκομείο και περιμένετε «μια γνωμάτευση βαρύνουσας σημασίας». Αρχίζετε να διαβάζετε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά, κίνηση ήδη επιβαρυντική για την εχεφροσύνη σας, αλλά «από τις πρώτες σελίδες» ξεχνάτε πού βρίσκεστε και τι κάνετε!; Και, στη συνέχεια, όταν φτάνει η στιγμή των αποτελεσμάτων αμφιταλαντεύεστε, ναι(!), για το αν θα ακούσετε τα αποτελέσματα ή θα συνεχίσετε να εισπνέετε την «ευεργετική λησμονιά» του βιβλίου/λωτού; Η απάντηση της κ. Γκανάσου, δεν το κρύβω, με σόκαρε. Όπως ίσως θα θυμάστε έχω διαβάσει και έχω αξιολογήσει το τελευταίο βιβλίο της άρα δεν μπορώ απλώς να σας πω ότι από την απάντησή της και μόνο θα είχα αποθαρρυνθεί από το να εμπλακώ σε ένα έργο μυθοπλασίας που θα έφερε την υπογραφή της. Όχι φυσικά γιατί τη θεωρώ ανάλγητη ή κάτι τέτοιο – προς Θεού! Η ουσία εντοπίζεται αλλού. Η απάντηση της κ. Γκανάσου, όπως εξάλλου και όλες οι απαντήσεις στο άρθρο, συνιστούν εξαιρετικές ασκήσεις αυτομυθοπλασίας που θέτουν στον συγγραφέα ακριβείς συντεταγμένες για να πλοηγηθεί σε ένα πολύ συγκεκριμένο τερέν. Και η κ. Γκανάσου, εδώ, τρομάζει τον δυνητικό αναγνώστη της, όχι μόνο με την παράγραφο που σας παρέθεσα αλλά και με τη συνέχειά της: «“Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα” έγραψε ο Μάρκες στην αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τους φίλους του παρακινώντας με να αποκτήσω το εν λόγω βιβλίο.
»Με το δάχτυλο του πατέρα μου αιχμάλωτο σφιχτά στην παλάμη και με τους μυς της καρδιάς να χτυπάνε για εκείνον, διένυσα όλη την πορεία μιας δύσβατης επέμβασης, καθώς και της επώδυνης ανάρρωσης βρίσκοντας σωσίβιο, παρηγοριά, αποκούμπι στα «Εκατό χρόνια μοναξιά». Είμαι ευγνώμων. Οι εικόνες, οι ιστορίες του μαγικού ρεαλισμού, οι στοχασμοί των ηρώων δεν με απογοήτευσαν ούτε στιγμή: με βοηθούσαν να επιστρέφω με νέες δυνάμεις, να λαχταρώ τη ζωή. Έχω κρατήσει σαν φυλαχτό μια φράση του πρωταγωνιστή, του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, στην οποία ανατρέχω όταν κατεβαίνω απόκρημνες πλαγιές μέχρι σήμερα: “Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.” Ξανά και ξανά».
Δηλαδή, γιατί εδώ πας να διαβάσεις κάτι ανάλαφρο και ανακαλύπτεις σκελετούς, η κ. Γκανάσου όταν έσφιξε το δάχτυλο του πατέρα της και το(ν) αιχμαλώτισε για πάντα, τον ξεπλήρωσε με το να ξεμυαλιστεί, στον προθάλαμο του νοσοκομείου «αναμένοντας μια γνωμάτευση βαρύνουσας σημασίας» για εκείνον, με ένα μυθιστόρημα; Για να δείτε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, σας θυμίζω ότι μια από τις βασικές αντιρρήσεις μου στο μυθιστόρημα της κ. Γκανάσου ήταν η αδυναμία της να προσδώσει πειστική φωνή στον ήρωά της. Κάτι που επαναλαμβάνει και εδώ, όταν καλείται να κατασκευάσει πειστικά τον ίδιο της τον εαυτό. Σας παραπέμπω στο εξαιρετικό Παλιοί Δάσκαλοι του Τόμας Μπέρνχαρντ όπου ο δαιμόνιος Αυστριακός υπογραμμίζει πόσο άχρηστα είναι τα βιβλία και η τέχνη γενικότερα σε στιγμές που κινδυνεύουν προσφιλή μας πρόσωπα. «Πιστεύουμε ότι μπορούμε μετά να προσκολληθούμε στον Σαίξπηρ ή στον Καντ, μα αυτό είναι πλάνη, ο Σαίξπηρ και ο Καντ και όλοι οι άλλοι που τους έχουμε αναγορεύσει στο διάβα της ζωής μας σε κατά τη γνώμη μας μεγάλους, μας αφήνουν σύξυλους ακριβώς τη στιγμή που τους έχουμε ανάγκη» (σ. 189, μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας: 1994). Παρόλα αυτά, η λογοτεχνία ενέχει κάτι ιερό που απαιτεί από τον συγγραφέα ενσυναίσθηση και κριτήριο για να καταφέρει να σταθεί με αξιώσεις. Δεν γίνεται να προσπαθεί ο κριτικός ή ο αναγνώστης να σώσει τον δημιουργό, ακόμη και από τον εαυτό του, ακόμη και στις πιο απλές των καταστάσεων.
2) Ο Μίνως Ευσταθιάδης απαντάει μεστά και περιεκτικά. Παρότι συγγραφέας που εντάσσει στην κείμενό του τη φράση «Κυριολεκτικά με ρούφηξε [...]», θαρρώ πώς δίνει μια από τις πιο σοβαρές απαντήσεις της επτάδας. Το σημειώνω.
3) «Η Ελένη Καραμαγκιώλη διαβάζοντας ήταν σαν να έγινε μάρτυρας σε μια βιβλική αποκάλυψη» θέτει ως τίτλο ο αρθρογράφος στην απάντηση της συγγραφέως και προοικονομεί ένα μίνι Βατερλό, αλλά η κ. Καραμαγκιώλη, παρά την αμετροέπειά της, το σώζει δίνοντας ένα κείμενο που καταδύεται σε αναμνήσεις παιδικής ηλικίας: «Ο Μάρκες μεταμόρφωσε ένα κατά τα άλλα προβλέψιμο καλοκαίρι στην επαρχία, η Θήβα της απέραντης εφηβικής ανίας μεταμορφώθηκε σε ένα ελληνικό Μακόντο, άρχισα να βλέπω με άλλο μάτι την αυλή της γιαγιάς μου, έψαχνα για σημάδια υπερφυσικά στα δέντρα και στα ζώα, ρωτούσα τους μεγαλύτερους για δοξασίες και τοπικούς μύθους. Έτσι έμαθα, ανάμεσα σε άλλα, και για το φίδι που είχε χτυπηθεί μόνο του μέχρι θανάτου στους τοίχους σε ένα κελάρι όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, όπου είχε καταφύγει χρόνια κι εκείνος το προστάτευε» γράφει η κ. Καραμαγκιώλη, που έχω διαβάσει και αξιολογήσει το βιβλίο της, που αν δεν το είχα πράξει, στιγμιαία, ομολογουμένως, θα με έβαζε σε σκέψεις.
4) Ο Νίκος Κουρμουλής δεν δύναται να αξιολογηθεί. Ο συντάκτης του άρθρου μπορεί να ντράπηκε να του επιστρέψει το κείμενο που του έστειλε, δωρεάν κείμενο ήταν εξάλλου, αλλά αυτό δεν παύει να το καθιστά «εκτός θέματος». Ο κ. Κουρμουλής δεν απαντά στην ερώτηση του κ. Μίχου αλλά προσφέρει στους αναγνώστες του 24/7 ένα ενδιαφέρον μίνι δοκίμιο: «[...] Το Νομπέλ στον Μάρκες ήταν από τα τελευταία βραβεία της επονομαζόμενης μεγάλης αφήγησης του 20ου αιώνα», θέτει ως τίτλο ο φιλόξενος συντάκτης. Αλιεύω από την απάντηση του κ. Κουρμουλή την εντυπωσιακή φράση «Στην δεκαετία του ΄70 έως και τα μέσα του ΄80, η Λατινική Αμερική ακουμπούσε την ΑΟΖ της πλατιάς διανόησης στη χώρα μας, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τσε». Ρωτάω με ειλικρίνεια και με κάθε επιφύλαξη για να ζητήσω συγγνώμη για την άγνοιά μου, η «ΑΟΖ της πλατιάς διανόησης» είναι η «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας»; Δηλαδή η διανόηση είναι και «πλατιά» και διαθέτει και «ΑΟΖ»; Μήπως έχει και «FIR»;
Δεν έχω σκοπό να διαβάσω το πρώτο βιβλίο του κ. Κουρμουλή αλλά επιφυλάσσομαι για το επόμενό του που αν δεν κάνω λάθος βρίσκεται καθ’ οδόν. Οι συγγραφείς πολλές φορές, παρά τα φαινόμενα, μας εκπλήσσουν.
5) Ο Διονύσης Μαρίνος πάσχει από τη νόσο του κ. Κουρμουλή, σε πιο ελαφριά μορφή, και έτσι χαρίζει στους αναγνώστες ακόμη ένα δοκίμιο τσέπης. Αυτό που με τρομάζει στην περίπτωση του κ. Μαρίνου, και μάλιστα με τρομάζει διπλά, είναι ότι κάνει μια δήλωση, όταν επιτέλους φτάνει να μιλήσει, στην τέταρτη παράγραφο του κειμένου του, «επί προσωπικού», και λέω ότι με τρομάζει διπλά γιατί ο συντάκτης χρησιμοποιεί τη φράση αυτή ως τίτλο στην απάντηση του κ Μαρίνου «[...] όταν το πρωτοδιάβασα σε ηλικία 23 ετών, έτη φωτός μακριά από εδώ που βρίσκομαι τώρα, θυμάμαι πως δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη για μέρες. Βρισκόμουν υπό την επήρεια ενός ισχυρού ναρκωτικού, κολομβιανής προέλευσης, από το οποίο δεν ήθελα με τίποτα να απομακρυνθώ. Το ίδιο συνέβη και τα κατοπινά χρόνια, στα δεύτερα/τρίτα/τέταρτα διαβάσματα». Διευκρινίζω για να προλάβω τις αντιδράσεις. Η δήλωση αυτή ουδόλως μας ενδιαφέρει αν είναι αληθινή ή όχι. Ο καθένας που τη διαβάζει αποφασίζει τι του ταιριάζει και πώς τοποθετείται απέναντί της ανάλογα τη σκευή του και την ιδιοσυγκρασία του. Το θέμα μου είναι ότι η δήλωση «δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη για μέρες» –μεταξύ μας– δεν γράφεται. Ακόμη και αν είναι αλήθεια, ειδικά αν είναι αλήθεια, αφήστε που αν είναι αλήθεια ο κώδικάς τιμής προς την αυθεντικότητα των συναισθημάτων μας υπαγορεύει τέτοιες εξαιρετικές αποπληξίες να φυλάσσονται στο προσωπικό αρχείο μας, για εσωτερική κατανάλωση, και να μην αναρτώνται στα περίπτερα προς άγραν εντυπώσεων, γιατί αφενός ζορίζουν τις ανοχές του ανύποπτου αναγνώστη και αφετέρου κομίζουν τα εχέγγυα για να πείσουν και τους πλέον εύπιστους δυνητικούς αναγνώστες μας ότι θα ήταν καλύτερα να μας αποφύγουν.
6) Η περίπτωση της Σοφίας Μπραϊμάκου με προβλημάτισε. Το κείμενό της πλατειάζει μεν αλλά καταφέρνει να διατυπώσει σκέψεις που ξεφεύγουν της πεπατημένης. «Ας φανταστούμε πως σε έναν σημαντικό αρχαιολογικό τόπο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί προκολομβιανοί πολιτισμοί της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται ένα χαρακτικό αιώνων. Σε αυτό απεικονίζεται ένας συρφετός ανθρώπινων μορφών, ζώων, φυτών, αλλά και μυστηριωδών πλασμάτων, καθώς και οι ιστορίες τους. Τα ανθρώπινα πάθη, η μνήμη, η λήθη, ο αγώνας, ο πόλεμος και ο έρωτας, ραντισμένα με το ανθόνερο της πιο λυρικής κατάρας του φθαρτού μας είδους, της μοναξιάς. Όσο πιο πολύ εμβαθύνουμε στο χαρακτικό, τόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα στη γη που να μην εμφανίζεται εκεί: οι πιο σκληρές αλήθειες, οι κρυφοί πόθοι, οι επιθυμίες κι οι αντανακλάσεις τους βρίσκονται σοφά τοποθετημένα σε κάποιο σημείο που θα μπορούσε να ενεργοποιείται εξαιτίας κάποιας σπάνιας συναστρίας μια φορά ανά εκατό χρόνια και από τη μετακίνηση των κρυφών μηχανισμών του να παράγεται ένα μυθιστόρημα που σε πείσμα κάθε καταναγκαστικής ανάγνωσης, διαβάζεται απνευστί». Η κ. Μπραϊμάκου ήταν η μόνη που μου έδωσε την αίσθηση ότι είχε διαβάσει πρόσφατα το βιβλίο – κάτι που δηλώνει εξάλλου και στο κείμενο.
7) Όπως με προβλημάτισε και η περίπτωση της Ροζίτας Σπινάσα που αν δεν έγραφε για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο θα είχε κατασκευάσει μια καθόλα ευθύβολη απάντηση.
— Θα σχολιάσω την περίπτωση του μυθιστορήματος του Τζον Λάνγκαν, Ο Ψαράς (μτφρ. Π. Τομαράς, Αίολος: 2022) καθώς είναι η δεύτερη φορά που εμφανίζεται στην Καθημερινή της Κυριακής. Η Ζωή Καραμήτρου έγραψε ένα διθυραμβικό κείμενο πριν από ένα μήνα, «Δύο ζωντανοί στον κόσμο των νεκρών» (16/10/22), και προχθές ο Κυριάκος Αθανασιάδης, «Ψαρεύοντας στα σκοτεινά νερά ενός εφιάλτη» (27/11/22) άλλο ένα. Από περιέργεια αναζήτησα τη σελίδα του βιβλίου στη βιβλιονέτ για να διαπιστώσω πόσα και ποια μέσα έχουν ασχοληθεί με το βιβλίο. Υπάρχουν όμως μόνο οι συγκεκριμένες καταχωρήσεις. Συνιστά άραγε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα κάτι τόσο ξεχωριστό για την Καθημερινή που αξίζει δύο διθυραμβικά κείμενα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;
— Άφησα για το τέλος την περίπτωση της συλλογής διηγημάτων του Γιάννη Τσίρμπα, Όσο περιμένεις να συμβεί (Gutenberg: 2022). Το συγκεκριμένο βιβλίο χαίρει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Η Λίνα Πανταλέων στην Καθημερινή (13/11/22) έγραψε γι’ αυτό ιδιαιτέρως αρνητικά. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο Βήμα (27/11/22) ιδιαιτέρως θετικά. Εγώ (29/10/22), στάθηκα κάπου στη μέση. Θεωρώ αυτή την ποικιλία αντιδράσεων ιδιαιτέρως θετική για τη μοίρα της συλλογής, που, αν μη τι άλλο θα πρέπει να παρακινήσει τον αναγνώστη να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι ακριβώς συμβαίνει με τον Γιάννη Τσίρμπα.