Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (21-27/11/23)

— Quote της εβδομάδας: «Είμαι άραγε ζωγράφος ή απλώς ζωγραφίζω;»

Νίκος Κούνδουρος, Μνήμη απειθάρχητη - Ημερολόγιο, Άγρα: 2016. Από το ομότιτλο άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη (Καθημερινή, 26/11/23). 

Μην μένετε όμως μόνο στη ζωγραφική. Υπάρχουν και παραλλαγές: Είμαι άραγε συγγραφέας ή απλώς γράφω; Ο ίδιος ο Κούνδουρος, από την ίδια πηγή, σχολιάζει: «Παραπέμπω στο χρόνο το ερώτημα αναπάντητο όπως τόσα και τόσα άλλα». 

 

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Αναστάσης Βιστωνίτης στον Γιάννη Πανταζόπουλο «Η γκρίνια για τα πάντα συνοδεύεται συνήθως από κτηνώδη άγνοια» (Λάιφο, 21/11/23). 

Παραθέτω:  

«[Ερ.] Γιατί σήμερα δεν γράφονται αρνητικές κριτικές για ένα βιβλίο, μόνο γράφουμε για όσα μας άρεσαν; Ποια είναι η γνώμη σας;
 

[Απ.] Θα μιλήσω προσωπικά, και με νούμερα. Οι κριτικές που δημοσιεύονται στο ένθετο των βιβλίων του «Βήματος» σε ετήσια βάση είναι για πεντακόσια περίπου βιβλία από ένα σύνολο δέκα χιλιάδων που εκδίδονται κάθε χρόνο. Και μόνο η επιλογή καθαυτή είναι κριτική. Τι έχει σημασία; Να σπαταλά κανείς πολύτιμο χώρο και φαιά ουσία για βιβλία που δεν αξίζουν ή να ξεχωρίζει τα σημαντικά; Η κριτική δεν γράφεται για τη συντεχνία αλλά για τους αναγνώστες. Και ο αναγνώστης, όπως έλεγε ένας από τους μέντορές μου, ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, βρίσκεται πίσω από την πλάτη σου.

Από το 1991 που γράφω στο «Βήμα», μόνο τρεις κριτικές μου όλες κι όλες ήταν αρνητικές. Η μία μάλιστα, του 1995, για τα δοκίμια του Ζήσιμου Λορεντζάτου προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Πώς τόλμησα να «δολοφονήσω» μια «ιερή αγελάδα» της γενιάς του 1930; Για τη συντηρητική ελληνική κοινωνία ήμουν «νεανίας» τότε (κι ας είχα κλείσει τα σαράντα τρία μου χρόνια). Υπήρξαν, βέβαια, και πολλά συγχαρητήρια από σημαντικούς ανθρώπους. Χρόνια αργότερα δημοσίευσα ένα επαινετικό κείμενο για τις μεταφράσεις του Λορεντζάτου. Αυτό δεν σημαίνει ότι «μετάνιωσα» για την παλιά αρνητική κριτική μου. Αν την αναδημοσίευα σήμερα, δεν θα άλλαζα ούτε ένα γιώτα. Πρέπει να είναι κανείς συνεπής με τον εαυτό του και δίκαιος φυσικά – όσο μπορεί. Γιατί, κατά την κοινοτοπία, και ο κρίνων κρίνεται».

Καταρχάς, το ένθετο βιβλίων στο Βήμα δεν έχει κριτική βιβλίου. Η στήλη που τιτλοφορείται «Κριτική», την οποία υπογράφουν ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο Φίλιππος Φιλίππου είναι μόνο κατ’ όνομα κριτική. Τώρα, ο κ. Χατζηβασιλείου, εικάζω ότι μπορεί να γράψει κριτική αλλά επειδή πιθανώς ενστερνίζεται το δόγμα Βιστωνίτη, ή κάποια ευφάνταστη παραλλαγή του, γράφει μόνο διθυράμβους. Ο κ. Φιλίππου γράφει απλώς αμφιβόλου ποιότητος δελτία τύπου. Τα υπόλοιπα κείμενα για το βιβλίο που φιλοξενεί το συγκεκριμένο ένθετο είναι παρουσιάσεις. Στη συνέχεια, θα πιαστώ από την τελευταία φράση της απάντησης που παρέθεσα: «Γιατί, κατά την κοινοτοπία, και ο κρίνων κρίνεται». Και βέβαια κρίνεται. Όλοι κρινόμαστε, απλώς δεν λαμβάνουμε γνώση των κρίσεων που μας αφορούν. Γιατί; Τρόπον τινά, επειδή, όπως λέει ο κ. Βιστωνίτης, δεν «έχει σημασία [...] [ν[α σπαταλά κανείς πολύτιμο χώρο και φαιά ουσία για βιβλία που δεν αξίζουν». Στη θέση των βιβλίων βάλτε και τα “κριτικά” κείμενα. Ο κ. Βιστωνίτης προτάσσει ως μέρος του επιχειρήματός του για το ανούσιο της αρνητικής κριτικής την επιλογή πεντακοσίων βιβλίων που αξίζουν. Πεντακόσια στα δέκα χιλιάδες, ένα 5% είναι καλό ποσοστό. Αλλά ο κ.Βιστωνίτης “κλέβει” λίγο. Πόσα από τα δέκα χιλιάδες που εκδίδονται πάνε απευθείας για πολτό ή τουλάχιστον πόσα από αυτά δεν πουλάνε ούτε πενήντα αντίτυπα. Πόσα από αυτά είναι αυτοεκδόσεις που, κακά τα ψέματα, βγάζουν μάτι από απόσταση. Όπως και να ‘χει, η λογική «δεν αξίζει να γράφουμε αρνητική κριτική» είναι λογική, που, επιεικώς, με κάθε σεβασμό στη ηλικία του κ. Βιστωνίτη, θα πρέπει κανείς μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο να τη βασανίζει λίγο και τελικά να αναγνωρίζει την αστοχία της. Είναι τόσο βολικό για όλους στον χώρο του βιβλίου να μην γράφει κανείς αρνητικές κριτικές και έτσι η κριτική να καταλήγει μη κριτική. Είναι τόσο βολικό για όλους οι κριτικές να μοιάζουν με δελτία τύπου ή ακόμα καλύτερα με διαφημίσεις. Αναφέρω χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαφημιστών και μάλιστα με σειρά αξιολόγησης: τον Κυριάκο Αθανασιάδη στην Καθημερινή και στην Athens Voice – πιθανώς το καλύτερο copywriting στον χώρο του βιβλίου–, τον Γιάννη Καλογερόπουλο στην Εφ. Συν. και τον Διονύση Μαρίνο, επίσης στην Καθημερινή και προσφάτως και στην BookPress. Και οι τρεις συντάκτες παρουσίασαν δείγματα δουλειάς την εβδομάδα που μας πέρασε: εδώεδώ και εδώ.   

«Η κριτική δεν γράφεται για τη συντεχνία αλλά για τους αναγνώστες», λέει ο κ. Βιστωνίτης, άρα, σύμφωνα με τη λογική του, ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται για αρνητικές κριτικές. Χωρίς βέβαια να το συνειδητοποιεί, ο κ. Βιστωνίτης, προσβάλλει τον αναγνώστη: έχω αποφασίσει εγώ τι είναι καλό για σένα, επειδή «[κ]αι μόνο η επιλογή καθαυτή είναι κριτική», λέει χαρακτηριστικά. Η επιλογή «καθαυτή» δεν είναι κριτική. Η επιλογή «καθαυτή» είναι πώληση. Προφανώς και ενδιαφέρουν τον αναγνώστη οι αρνητικές κριτικές. Γιατί ο αναγνώστης είναι αυτός που αγοράζει τα βιβλία. Λεπτομέρεια, θα πείτε, καθώς σχεδόν όλοι στον χώρο επιθυμούν διακαώς να αναχθούν σε κάποιο είδος δημοσίου υπαλλήλου μέσω ποικίλων επιδοτήσεων, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να απελευθερωθούν από τα δεσμά της βιοτής και να μεγαλουργήσουν καλλιτεχνικά. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας εδώ. Προφανώς και η κριτική γράφεται και για τη συντεχνία. Ο συγγραφέας από πού θα μάθει τι γράφει; Εδώ, τώρα, τα πράγματα περιπλέκονται. 

Οι περισσότερες κριτικές στην Ελλάδα γράφονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά λέξη τους θα τη βρουν μπροστά τους όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους. Χάρη στην κρυστάλλινη μπάλα των καιρών μας, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιους, μαθαίνει ποιοι θα ξεχάσουν ποιους, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα εξοφλήσουν χρέη, αλλά και ποιοι θα ανοίξουν λογαριασμούς. Έτσι βιώνουμε το εξής σκηνικό: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυραμβικών κριτικών –αυτών που έχουν σημασία, κατά την άποψη του κ Βιστωνίτη– και ρωτήσει κατ’ ιδίαν ακόμη και τον ίδιο τον κριτικό της διθυραμβικής κριτικής για το συγκεκριμένο βιβλίο, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία από την επίσημα καταγεγραμμένη σε κάποιο μέσο. Μια ιστορία που θα στάζει συγκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Και θα στάζει χολή και όχι κάποια επιχειρήματα, γιατί αν δεν καθίσει κανείς να γράψει την άποψή του δεν δύναται ποτέ να ξέρει γιατί ένα βιβλίο είναι καλύτερο από κάποιο άλλο ή ποια ακριβώς είναι τα αδύνατα σημεία του. Οι προφορικές κρίσεις, είθισται, πιστέψτε με, να στρέφονται κατά του προσώπου του συγγραφέα και όχι κατά του βιβλίου του, όπως είναι και το ορθό. Αν επομένως ένα βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι διάολο είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και πού θα βρεις μια άποψη πριν το αγοράσεις και το διαβάσεις;

Επιμένω όμως ότι το ερώτημα αυτό αφήνει παραμελημένους τους ίδιους τους συγγραφείς. Ο συγγραφέας δηλαδή δεν είναι και αυτός άνθρωπος; Πού θα ακούσει μια υπεύθυνη γνώμη που θα τον κατατοπίσει για την ποιότητα του έργου του; Ή μήπως ο συγγραφέας αφ' ης στιγμής γίνει δεκτό το βιβλίο του από κάποιον εκδοτικό οίκο θεωρεί ότι ολοκληρώθηκε ως δημιουργός; Αρκεί για τον συγγραφέα η αρχική έγκριση του εκδότη και οι συμβουλές του επιμελητή –πόσους Gordon Lish και William Maxwell έχουμε δα στην Ελλάδα;–, που, όπως κι αν το κάνουμε για τον εκδότη εργάζεται ο άνθρωπος και το συμφέρον του θα κοιτάξει και άρα θα προσπαθήσει να φέρει το βιβλίο στα μέτρα του αναγνωστικού κοινού που θα το αγοράσει σε όσο το δυνατόν περισσότερα αντίτυπα.

Πολλές φορές αναλογίζομαι ότι στην Ελλάδα ο συγγραφέας είναι μεγαλύτερος χαμένος από τον αναγνώστη γιατί δεν έχει πραγματικά πού να στραφεί. Δεν του λένε, θα αντιτείνει κάποιος, φίλοι του συγγραφείς μια υπεύθυνη γνώμη; Δεν του λέει ο δάσκαλός του στη σχολή δημιουργικής γραφής; Του λένε, ναι. Αλλά αρκεί; Ο φίλος, ξέρετε, είναι κάποιος που βρίσκεται αρκετά κοντά στον συγγραφέα και πολλές φορές η αλήθεια πονάει περισσότερο αυτόν που την εκστομίζει παρά αυτόν που την ακούει. Και ο δάσκαλος δημιουργικής γραφής; Ο δάσκαλος, αν είναι γνωστός και καταξιωμένος συγγραφέας θα κοιτάξει να συντηρήσει την πελατεία του. Οι κρίσεις του ζυγίζονται πάντα σε σχέση με το συμφέρον του. Θα ξεχωρίσει τα πουλέν του, γιατί οι καλές αυλές εκτός από αυλικούς απαιτούν και προγραμματισμό, και οι υπόλοιποι θα μείνουν με την απορία. Για αυτό ο άμοιρος ο συγγραφέας δεν την ακούει την αλήθεια για το έργο του. Καταντάει έτσι ο συγγραφέας να βαυκαλίζεται για την αξία του από γνώμες και απόψεις που ακούει και διαβάζει δεξιά και αριστερά, που σαν σκοπό έχουν να στηρίξουν το εγώ του και να πουλήσουν το έργο του. Θα μου πείτε, αν πουλάει το βιβλίο του και παίρνει και τα βραβεία του συναφιού, τι παραπάνω μπορεί να θέλει ο αχάριστος συγγραφέας;

Το ουσιαστικό ερώτημα παραμένει: «Είμαι άραγε συγγραφέας ή απλώς γράφω;»