— Quote της εβδομάδας: «Ο Γκαρίντσα υπήρξε ο πιο ταλαντούχος και συνάμα ο πιο άτυχος βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής. Χωλαίνοντας από το δεξί του πόδι, είχε ντρίμπλα που ζάλιζε τον αντίπαλο. Σκοτεινή ψυχή. Ασώτεψε τη ζωή του στις γυναίκες, ζήτησε λύτρωση στο ποτό. Δηλαδή, στον θάνατο. Με τις ίδιες ανάγκες πορεύτηκε στη ζωή και στην ποίηση ο Κώστας Καρυωτάκης. Άμεσος, διεισδυτικός, αποτελεσματικός. Έτσι όπως πρέπει να είναι σε όλη τη διάρκεια του αγώνα ένα καλό δεξί εξτρέμ» (Βήμα, 26/5/24).
Τάδε έφη Κώστας Ακρίβος στο «Η απόλυτη ενδεκάδα των ελλήνων ποιητών», από το αφιέρωμα στις Νέες Εποχές «Το ποδόσφαιρο στο συλλογικό φαντασιακό».
— Το Σάββατο 25/5 δημοσιεύτηκε στο The Press Project μια επιστολή της Νάνσυς Σιδέρη. Η ηθοποιός εξηγούσε γιατί «δεν αποδέχεται την υποψηφιότητά της για το φετινό θεατρικό βραβείο “Μελίνα Μερκούρη”».
Πριν όμως δούμε μερικά σημεία της επιστολής ας προβληματιστούμε με το εξής ερώτημα: είναι δυνατόν ένα βραβείο να είναι αξιακά ανώτερο, ή τουλάχιστον να μην εξαρτάται απόλυτα από το κύρος της κριτικής επιτροπής που καλείται να αξιολογήσει έναν καλλιτέχνη ή ένα έργο; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όλα τα βραβεία δεν είναι ίδια, όχι μόνο λόγω του κύρους των μελών των επιτροπών τους. Τα «Κρατικά Βραβεία», στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, στέκουν πάντοτε πιο ψηλά στην κλίμακα, μόνο και μόνο επειδή είναι κρατικά, ή, όπως στην περίπτωση που συζητάμε, επειδή χαίρουν θεσμικού βάρους.
Γράφει η κ. Σιδέρη:
«Κινούμαστε σε έναν ανταγωνιστικό χώρο, με διακρίσεις και σε περιβάλλοντα που σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν υγιή χαρακτηριστικά. Τα εργασιακά μας δικαιώματα έχουν καταπατηθεί εδώ και χρόνια. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα λοιπόν, η ατομική τιμητική διάκριση ενδέχεται να αποκτά και αρνητική χροιά.
Για μένα, η ηθική ικανοποίηση συνδέεται με την επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσει η Πολιτεία συνολικά τους αγώνες που δίνουμε κάθε μέρα για αξιοπρεπή διαβίωση και εργασιακά δικαιώματα στο χώρο των τεχνών, ενάντια στη συστηματική απαξίωση που βιώνουμε εδώ και πολλά χρόνια, με αποκορύφωμα το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022».
Οι συγκεκριμένες παράγραφοι υποδηλώνουν, έστω και αχνά, ότι η απόφασή της να μην αποδεχτεί την υποψηφιότητα έχει και πολιτική χροιά. Δεν θα υπεισέλθω στη συζήτηση αν το ΠΔ 85/22 συνιστά πραγματικά «καταπάτηση» των εργασιακών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Όπως όμως έχω επισημάνει και σε άλλη παρόμοια περίπτωση, η κ. Σιδέρη ισορροπεί σε μια πολύ λεπτή γραμμή όταν εξισώνει την επιτροπή που την κρίνει –με τις όποιες πάντα πιθανές αστοχίες της– με την κυβέρνηση που τυγχάνει να βρίσκεται στην εξουσία και τους νόμους που ψηφίζει. Το «Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη» μπορεί να μην είναι κρατικό αλλά επειδή δεν υπάρχουν Κρατικά Βραβεία για ηθοποιούς, το συγκεκριμένο απολαμβάνει, τρόπον τινά, την καταξίωση μιας κάποιας θεσμικότητας (sic).
Παραθέτω και πάλι από την επιστολή:
«Έχουν άραγε όλοι οι καλλιτέχνες ίσες ευκαιρίες να αναδειχθεί το έργο τους και άρα να διακριθούν; Και τελικά, τι προωθεί η νοοτροπία της ατομικής διάκρισης διαχρονικά; Θα μπορούσε η ενίσχυση των καλλιτεχνών να συμβεί με λιγότερο ανταγωνιστικούς όρους; Φυσικά, υπάρχουν στιγμές που η αξιολόγηση κρίνεται απαραίτητη, αλλά δε χρειάζεται η σύγκριση να είναι διαρκής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δημιουργίας και σίγουρα, δεν πιστεύω ότι (και) η τέχνη πρέπει να καλλιεργεί συνείδηση ιεραρχίας».
Η κ. Σιδέρη επέλεξε να διαμαρτυρηθεί για τη θέση των ηθοποιών μέσω της απόφασής της να εξαιρεθεί. Και αυτό την τιμά, γιατί δεν το έχουμε συνηθίσει. Ουκ ολίγοι καλλιτέχνες (και συγγραφείς και ποιητές) είθισται να κατακεραυνώνουν τον θεσμό των βραβείων, «εξαπολύοντας μύδρους» για τη χαμηλή υποστάθμη τους, ή/και προτάσσοντας το επιεικώς γραφικό επιχείρημα ότι η τέχνη συνιστά ύψιστο τεκμήριο αυθεντικότητας, «κατάθεση ψυχής», και συνεπώς κείται πέραν κριτικής και βραβείων. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι να βρεθούν στη θάλπη μιας «βραχείας λίστας». Τότε, συνειδητοποιούν ότι απλώς χρειαζόταν λίγη υπομονή για να αναγνωριστεί το ταλέντο τους και, ως δια μαγείας, λησμονούν τις πρότερες δηλώσεις τους και δεν αισθάνονται τίποτ' άλλο παρά ευγνωμοσύνη για τη διάκριση. Ο καλλιτέχνης που επιλέγει, αφού όμως έχει βρεθεί στην περιώνυμη λίστα, να εξαιρεθεί, αποφασίζει να αντλήσει τα όποια εχέγγυα της αξίας του αποκλειστικά και μόνο από τον εαυτό του και το έργο του. Επιλέγει δηλαδή να απαρνηθεί μια θεσμική αναγνώριση και να ακολουθήσει τη μοναχική πορεία του. Η κίνηση αυτή, καθώς έμπρακτα απεκδύεται κάθε έννοια και υπόνοια αυτοαναφορικής «τζάμπα μαγκιάς» συνιστά ιδιαιτέρως αξιέπαινη πράξη.
Σημειώστε ότι μέχρι σήμερα το πρωί, την επιστολή της κ. Σιδέρη δημοσίευσαν μόνον τέσσερα μέσα: το The Press Project, η Εφημερίδα των Συντακτών, η Αυγή και το Αθηνόραμα.
— Διάβασα το «Ημερολόγιο ενός χωροχρήστη» (Το Ποντίκι, 26/5/24) του Γιάννη Δρούγου. Μια “κριτική” για το Χορείες χώρων του Ζορζ Περέκ, (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, Ύψιλον: 2000).
Παραθέτω:
«Από τις ιδιαίτερα σημαντικές επανεκδόσεις της τρέχουσας χρονιάς – πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ύψιλον το 2000 –, το «Χορείες χώρων», αυτό το σπουδαίο βιβλίο – οδηγός βλέμματος στον χώρο και στον κόσμο, επανακυκλοφορεί: ξανά από τις εκδόσεις Ύψιλον, ξανά σε μετάφραση – φρέσκια και αναθεωρημένη εδώ – από τον χαλκέντερο Αχιλλέα Κυριακίδη».
Το κείμενο καταλήγει:
«Πιστός και απόλυτα ακριβής στον ιδιότυπο λόγο του Περέκ και στα παιχνίδια του, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, πάντα ακούραστος, κεφάτος και εμπνευσμένος, μετέφρασε δεξιοτεχνικά και εκ νέου αυτό το αριστουργηματικό μικρό «αρχιτεκτόνημα», αυτή τη διαφωτιστική και διεγερτική αναγνωστική εμπειρία, και υπογράφει επίσης και τις σημειώσεις [...]».
Πώς άραγε γνωρίζει ο κ. Δρούγος ότι είναι «πιστός και απόλυτα ακριβής στον ιδιότυπο λόγο του Περέκ και στα παιχνίδια του, ο Αχιλλέας Κυριακίδης»; Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο κ. Δρούγος επιθυμεί να φανεί αρεστός στον κ. Κυριακίδη. Δεν είναι μόνο ότι επιλέγει να γράψει για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από σχεδόν 25 χρόνια, έχει δημοσιεύσει και ένα σύντομο διήγημά του στο περιοδικό Χάρτης. Αλλά ίσως και να μπορώ να κατανοήσω γιατί ο κ. Δρούγος συμπεριφέρεται τοιουτοτρόπως. Αυτό που είναι ακατανόητο είναι γιατί ο κ. Κυριακίδης αναρτά τη συγκεκριμένη “κριτική” στη σελίδα του στο Φέισμπουκ. Ναι, θα πείτε ότι έχει αδυναμία στον Περέκ και θα έχετε δίκιο.
— Διάβασα το «Σκιαγράφηση της γυναικείας εμπειρίας» (Καθημερινή, 26/5/24) της Τέσυς Μπάιλα. Μια παρουσίαση για Το χρυσό σημειωματάριο, της Doris Lessing (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, Διόπτρα: 2023). Λυπάμαι που το λέω, αλλά δίνω ελάχιστες πιθανότητες να διάβασε η κ. Μπάιλα το 1056 σελίδων βιβλίο που κλήθηκε να παρουσιάσει. Και το λέω όχι μόνο επειδή το έχω διαβάσει (στο πρωτότυπο είναι περίπου 700 σελίδες) και είναι αδιανόητο να έχει διαβάσει κανείς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και να μην έχει σκανδαλιστεί για να γράψει κάτι πιο απτό· το λέω επειδή η κ. Μπάιλα δίνει, πραγματικά, μαθήματα δημιουργικής κενολογίας.
Παραθέτω:
«Σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία η Ντόρις Λέσινγκ, η πολυβραβευμένη συγγραφέας η οποία τιμήθηκε και με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2007, είναι μια «επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας». Αναντίλεκτα, «Το χρυσό σημειωματάριο» θεωρείται το κορυφαίο της έργο, χάρη στο οποίο η Λέσινγκ συγκαταλέχθηκε στις μεγάλες δημιουργούς του εικοστού αιώνα και γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Η συγγραφέας, η οποία εγκατέλειψε το σχολείο και την οικογενειακή εστία σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει, παντρεύτηκε δύο φορές και συμμετείχε σε αριστερές οργανώσεις, θεωρούσε πάντα ότι η κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας είναι σημαντική και γι’ αυτόν τον λόγο γράφει για τη σύγκρουση των πολιτισμών, για τις φυλετικές ανισότητες και τη μεγάλη πολιτική τους διάσταση, για τις κοινωνικές και έμφυλες αδικίες, την καταπίεση των Αφρικανών, για τη συλλογική δράση προς το κοινό όφελος.
Το 1962 δημοσιεύθηκε “‘Το χρυσό σημειωματάριο’, ένα πρωτοποριακό και τολμηρό για την εποχή του έργο που γνώρισε ακόμη και επιθέσεις για τον τρόπο που η συγγραφέας σκιαγραφεί τη γυναικεία υπόσταση σε αντίθεση με το γυναικείο στερεότυπο της εποχής. Στον πρόλογο του βιβλίου, που υπογράφει η Λέσινγκ, μπορεί κανείς να διακρίνει την ξεκάθαρη θέση της και παράλληλα την αντίθεσή της στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε όταν πρωτοδημοσιεύθηκε. "Αυτό το μυθιστόρημα δεν ήταν σάλπισμα του αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών. Περιέγραψε πολλά γυναικεία συναισθήματα επιθετικότητας, εχθρικότητας, απέχθειας και πίκρας. Τα έβαλε στο χαρτί. Προφανώς αυτά που ένας μεγάλος αριθμός σκεφτόταν, αισθανόταν και βίωνε ήρθαν σαν μεγάλη έκπληξη. Αμέσως πολλά πανάρχαια όπλα επιστρατεύτηκαν, με τα κυριότερα, ως συνήθως, να προωθούν τα στερεότυπα της ‘αντρογυναίκας’ και της ‘μίσανδρης’”.
Γραμμένο με μια αυστηρή λογοτεχνική υφή και χωρισμένο σε πέντε αφηγηματικά μέρη αποτελεί ένα πολυσχιδές και πολυσήμαντο μυθιστόρημα, με εξαιρετικά ζωντανά διαλογικά μέρη, περί απιστίας, διαζευγμένης ζωής, ανατροφής παιδιών, πολιτικών διαψεύσεων, γυναικείας αυθυπαρξίας, θέματα που δίνουν με ευκρίνεια τον συλλογισμό των ηρώων, φιλοτεχνώντας αδρά το πορτρέτο τους».
Η κ. Μπάιλα, αφού αναφέρει μερικούς βασικούς χαρακτήρες, καταλήγει:
«Η Λέσινγκ γράφει ένα μυθιστόρημα μεταμοντέρνας υφολογίας για τη συναισθηματική και συνειδησιακή γυναικεία απελευθέρωση, αυτοδιάθεση και αυτογνωσία, πραγματευόμενη θέματα σύγχρονα και εξόχως διαχρονικά, όπως η τέχνη και η σημασία της στον σύγχρονο κόσμο, η θέση της γυναίκας πέρα από τον φεμινισμό, η σπουδαιότητα της ανάληψης του γυναικείου ρόλου και των ευθυνών που απορρέουν από αυτόν, η ανάγκη αντιμετώπισης του ψυχικού κλονισμού, η γυναικεία επιθετικότητα, η απόγνωση και η διαχείρισή της. Ένα σημαντικό κλασικό έργο. Η Έφη Τσιρώνη το μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία στην ελληνική γλώσσα».