Quote της εβδομάδας: «Αργότερα, όταν πέθανε ο έρωτας της ζωής της, παντρεύτηκε έναν κατά 20 χρόνια νεότερό της άνδρα, ο οποίος στη διάρκεια του μήνα του μέλιτος επιχείρησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας, από το μπαλκόνι. Τον αλίευσαν σώο και επέστρεψε στη συζυγική ζωή». Νίκος Βατόπουλος, «Η διαχρονικά επίκαιρη Τζορτζ Έλιοτ» (Καθημερινή, 27/8/23).
— Διάβασα το «Τι απομένει, από το έργο του Ρόαλντ Νταλ;» (Καθημερινή, 27/8/23) που υπογράφουν οι Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και Μαρία Τοπάλη.
Παραθέτω:
«Οι “Μάγισσες” (1983) είναι ένα μείγμα τρυφερότητας και αγριότητας. Εδώ ο Νταλ μιλάει για τα πράγματα που δεν είναι όπως φαίνονται και για τον τρόπο που ο κόσμος του παραμυθιού εισέρχεται στον πραγματικό. Έχουμε όμως δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, οι μάγισσες παρουσιάζονται ως μέλη ενός παγκόσμιου δικτύου, δαιμονικές και μυημένες· ακολουθούν τυφλά τις οδηγίες της αρχηγού, διαχειρίζονται πλούτο, βρίσκονται παντού – πολλαπλασιασμένες, αθόρυβες, άσχημες, προσωποποίηση του απόλυτου κακού. Αυτή η αφήγηση, όμως, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο παραδοσιακά αντισημιτικός λόγος και αργότερα ο ναζιστικός παρουσιάζει τον Εβραίο: άπληστο, με μεγάλη σουβλερή μύτη, να κλέβει παιδιά για να τους πιει το αίμα. Επιπλέον, το απόλυτο κακό εκφράζει η μοχθηρή γυναίκα, που “πατάει” προφανώς στη μακρά παράδοση της μάγισσας, η οποία διώχθηκε άδικα και άγρια. Η χρήση του όρου «κυνηγός μάγισσας» τόσο φυσικά και νομιμοποιημένα σε ένα παιδικό βιβλίο είναι κάτι που μας κλόνισε».
Καθώς δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Νταλ μπορώ να σχολιάσω μόνο για αυτά που γράφουν οι συντάκτριες του άρθρου. Πώς ακριβώς από την περιγραφή «οι μάγισσες παρουσιάζονται ως μέλη ενός παγκόσμιου δικτύου, δαιμονικές και μυημένες· ακολουθούν τυφλά τις οδηγίες της αρχηγού, διαχειρίζονται πλούτο, βρίσκονται παντού – πολλαπλασιασμένες, αθόρυβες, άσχημες, προσωποποίηση του απόλυτου κακού» βγάζει κάποιος το συμπέρασμα ότι η εικόνα αυτή “φωτογραφίζει” τους Εβραίους, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Γιατί το «άπληστο, με μεγάλη σουβλερή μύτη, να κλέβει παιδιά για να τους πιει το αίμα» δεν τεκμαίρεται με κανέναν τρόπο από την αρχική περιγραφή. Υπερβολική όμως είναι και η αντίδραση ότι η χρήση του όρου «“κυνηγός μάγισσας”» τόσο φυσικά και νομιμοποιημένα σε ένα παιδικό βιβλίο είναι κάτι που μας κλόνισε».
Στη συνέχεια, διαβάζουμε: «Η γιαγιά αποδέχεται τη μεταμόρφωση του εγγονιού της. Ενθαρρύνει με χάδια και γλυκές κουβέντες την υβριδική του ταυτότητα ως ποντικανθρώπου» και «Ο Νταλ μοιάζει να συνηγορεί υπέρ της παραμυθένιας αντίληψης, που φαντάζει απροσδόκητα queer. Η –ανακουφιστική– αποδοχή της μεταμόρφωσης και της νέας ταυτότητας του παιδιού γίνεται και από το ίδιο, όταν διαπιστώνει τα απελευθερωτικά στοιχεία που αυτή του προσφέρει».
Και πάλι, ειλικρινά, δεν βλέπω γιατί η μεταμόρφωση του παιδιού σε «ποντικάνθρωπο» στο πλαίσιο του παιδικού παραμυθιού πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα του queer αλλά υποθέτω ότι, κατά τη γνωστή ρήση, όταν κανείς κρατάει μονίμως ένα σφυρί, όλα τού μοιάζουν με καρφιά.
«Μήπως όμως διαβάζουμε τις “Μάγισσες” με τα γυαλιά του παρόντος; Τα “γυαλιά του παρόντος” είναι το αναφαίρετο δικαίωμα της εκάστοτε αναγνώστριας/τη. Αλλιώς μιλάμε για απολιθωμένες αναγνώσεις, δηλαδή νεκρές» διερωτώνται οι συντάκτριες. Την απάντηση βέβαια τη δίνουν μόνες τους –περίπου– αφού στο τέλος παραθέτουν το διάσημο πλέον σχόλιο της Μάργκαρετ Άτγουντ για τα βιβλία του Νταλ: «Αν δεν σας αρέσουν, μην τα διαβάζετε».
Το μόνο σημείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση του Νταλ είναι το εύρημα των περίφημων Ούμπα-Λούμπα που ουσιαστικά συνιστούν εργάτες/σκλάβους του Willy Wonka. Παραθέτω ένα λινκ όπου μπορείτε να διαβάσετε μια συζήτηση που περιγράφει όλες τις μεταμορφώσεις της συγκεκριμένης φυλής στις διάφορες εκδόσεις και κινηματογραφικές μεταφορές του βιβλίου, και αποδομεί τη χρήση των Ούμπα-Λούμπα. Πολύ ενδιαφέρουσα παραλλαγή, τόσο μυθοπλαστικά όσο και για τις ηθικές προεκτάσεις της, θα συνιστούσε μία ακόμη μεταμόρφωση της συγκεκριμένης φυλής, αυτή τη φορά, σε εξελιγμένα ανθρωποειδή τα οποία όμως θα βρίσκονταν ακριβώς στο μεταίχμιο συνειδητότητας της θέσης τους.
— Στο ίδιο πνεύμα διάβασα τη συνέντευξη «Δεν με νοιάζει αν κάποιος ενοχλείται από αυτά που γράφω» που παραχώρησε ο Ισπανός συγγραφέας, Φερνάντο Αραμπούρου, στη Μαριλένα Αστραπέλλου (ΒΗΜΑgazino, 27/8/23). Παραθέτω: «[Ερ.] Η εποχή μας επιτάσσει να αποκατασταθούν οι αδικίες εις βάρος των γυναικών και αυτό είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται και στα έργα – και τα συγγραφικά – που κυκλοφορούν ή βλέπουμε. Εσείς παίρνετε ένα ρίσκο με το να εκφράζεστε μέσω του ήρωά σας με σκληρότητα απέναντι τους…
[Απ.] Προσοχή. Εγώ, προσωπικά, δεν είμαι σκληρός με τις γυναίκες. Για την ακρίβεια θεωρώ πως ο φεμινισμός αποτελεί επιτακτικό αίτημα της δημοκρατίας. Άλλο θέμα είναι τι λένε κάποιοι από τους ήρωες των μυθιστορημάτων μου. Σας διαβεβαιώνω όμως πως όταν ένας ήρωάς μου εκφράζεται αρνητικά για τις γυναίκες προτού περάσουν 15 ή 20 σελίδες θα εμφανιστεί μια γυναίκα και θα δώσει σε αυτόν τον άντρα ένα μάθημα ζωής. Όποιος διαβάζει προσεκτικά τα βιβλία μου θα το διαπιστώσει».
Τι ακούνε οι συγγραφείς στις συνεντεύξεις! Η ανταμοιβή όμως του κ. Αραμπούρου που απαντάει στην κ. Αστραπέλλου σαν να απευθύνεται σε ένα παιδί Δημοτικού είναι η ερώτηση που ακολουθεί: «Πόσο δύσκολο ή όχι είναι να εκφράζετε ως συγγραφέας “αντιδημοφιλείς” απόψεις σε μια εποχή όπου συχνά το αναγνωστικό κοινό διαβάζει και ερμηνεύει βάσει πολύ συγκεκριμένων προσδοκιών, επίσης συχνά διαμορφωμένων από το πνεύμα των καιρών;»
«[Απ.]: Γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω, και δεν με νοιάζει αν κάποιος ενοχλείται από αυτά που γράφω. Τα βιβλία μου δεν είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα. Ούτε γράφονται για να επιβεβαιώνουν τις απόψεις άλλων ή για να εξυπηρετούν τον τάδε ή τον δείνα σκοπό. Όποιος αναζητά κάτι τέτοιο στα βιβλία καλά θα κάνει να στραφεί σε άλλους συγγραφείς».
Αμήν.