Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (23-29/1/23)

— Διάβασα το «Αλλιώτικό ταξίδι σε τοπία της μνήμης» (Καθημερινή, 29/1/23) του Κυριάκου Αθανασιάδη, αλλά όχι, το πρόβλημα εδώ δεν εντοπίζεται ακριβώς στο κείμενο, και δεν προσάπτω κάτι στον συντάκτη του. Ο κ. Αθανασιάδης έκανε αυτό που του είπαν να κάνει. Αν η ιδέα ήταν δική του, γιατί πραγματικά του άρεσε το βιβλίο (διατηρώ πάντα τον ρομαντισμό μου) δεν αλλάζει κάτι – κάποιος έπρεπε να τον είχε σταματήσει. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στο ότι το κείμενο αναφέρεται στο νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου, Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα (1934-1944) (Μεταίχμιο: 2022). Ο Νίκος Βατόπουλος όχι μόνο είναι συντάκτης της εφημερίδας, που η στήλη του και το ύφος του είναι ταυτισμένα με την Καθημερινή, αλλά τυγχάνει και μέλος της κριτικής επιτροπής των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων. Τι να σκεφτεί κανείς για το ήθος του κ. Βατόπουλου που ανερυθρίαστα δέχεται να δημοσιεύεται “κριτική” για το βιβλίο του από τις σελίδες της εφημερίδας που εργάζεται; Αδιαφορεί; Δεν διακρίνει κάποιο ασυμβίβαστο καθώς κάτι τέτοιο συνιστά πάγια τακτική στον χώρο; Τα λέω αυτά όχι ειρωνικά, αλλά για να γίνει κατανοητό ότι εκείνος που πρωτίστως ζημιώνεται εδώ, εκτός από την εφημερίδα, είναι ο Νίκος Βατόπουλος. Εκείνος είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος και εκείνος έπρεπε να πράξει τα δέοντα ώστε να μην είχε δημοσιευτεί το κείμενο.     

— Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το άρθρο που υπογράφουν η Μαρία Παπαδήμα και η Αθηνά Δημητριάδου «Τα παράδοξα συμπεράσματα μιας επιτροπής κρατικών βραβείων» (Καθημερινή, 29/1/23). Το άρθρο επισημαίνει μια σειρά «παραδόξων» στο σκεπτικό κατάρτισης της βραχείας λίστας τού 2022 στην κατηγορία «λογοτεχνική μετάφραση έργου ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα». Ξεχωρίζω: «Την πρωτοφανή πρόταση για βράβευση του ιδίου μεταφραστή [τού Γιώργου Κεντρωτή] με δύο βιβλία από τα οκτώ, σε μια χώρα όπου οι μεταφράσεις αποτελούν κατά μέσο όρο το 30% της εκδοτικής παραγωγής (περίπου 700 τίτλοι ετησίως) και όπου πολλοί άξιοι και συστημικοί μεταφραστές περιμένουν την ελάχιστη μνεία που τους προσφέρει το ένα και μοναδικό κρατικό βραβείο μετάφρασης», γράφουν ορθά οι συντάκτριες. Μπράβο λοιπόν στην Καθημερινή που δημοσιεύει ένα άρθρο για τον πολιτισμό που διατυπώνει «σοβαρές απορίες» για τη λειτουργία ενός θεσμού. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Όταν η εφημερίδα –και μάλιστα στην ίδια ενότητα, «τέχνες και γράμματα»– στηλιτεύει και ασκεί κριτική για τις διαδικασίες, τους υποψήφιους, και τα βιβλία που έχουν προταθεί για το συγκεκριμένο βραβείο επιλέγει να δημοσιεύει και “κριτικό” λιβάνισμα του νέου βιβλίου συντάκτη της, τότε δεν υπονομεύει η ίδια την προς τη σωστή κατεύθυνση κίνησή της; Δεν είναι προφανές ότι, στο μυαλό, τουλάχιστον κάποιου που επιθυμεί να κοιτάζει τα πράγματα πιο κριτικά και σφαιρικά, το όποιο δίκιο των συντακτών και της εφημερίδας ακυρώνεται; Τι κύρος αλλά και τι δύναμη να έχει η εφημερίδα όταν κατά βάθος, από τις ίδιες σελίδες, κοροϊδεύει τους αναγνώστες της για θέματα που άπτονται της ίδιας ηθικής τάξης, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του συντάκτη της και ενός εκδότη;! 

— Διαβάζοντας αυτή την εβδομάδα στη «Χρονογραμμή» τού Αιμίλιου Χαρμπή (Καθημερινή, 29/1/23), και συγκεκριμένα το «Ένα εικοσιτετράωρο με τον ηθοποιό Γεράσιμο Σοφιανό» ένιωσα να γίνομαι μάρτυρας σε κάτι πιο ενδιαφέρον από μια απλή παράθεση γεγονότων:

 Προσέξτε: Ο κ. Σοφιανός ξυπνάει στις 8.00 και μέχρι τις 12.00 πίνει «[...] έναν καφέ σκέτο –espresso ή ελληνικό τον χειμώνα– ενώ το ραδιόφωνο παίζει Τρίτο Πρόγραμμα». «Αφού έχ[ει] πιει τις πρώτες γουλιές, θ’ ακούσ[ει] “Μοναχή έγνοια η γλώσσα μου” με τη Μαρία Χατζάρα», πάλι στο Τρίτο Πρόγραμμα. «Αυτό το ταξίδι της γλώσσας και των λέξεων μέσα στην πορεία του χρόνου με συναρπάζει», θα μας πει πριν αφεθεί στην περιήγηση των «social» προς επίρρωση της δήλωσής του. «Ακολουθεί γυμναστική περίπου 1,5 ώρα [...] στο γυμναστήριο. Στη διαδρομή από και προς το γυμναστήριο ο ηθοποιός «αφουγκράζ[εται] τον παλμό της πρωινής ενέργειας, καλημερίζ[ει] γείτονες, φίλους, γνωστούς [...]. Γεμίζει το μέσα μου όταν συναντώ τις πρωινές μου σταθερές. Άλλη μια μέρα που είναι όλα στη θέση τους – και συνεχίζουμε», λέει ο ηθοποιός και νιώθουμε πόσο μας λείπει ο Τζίμης Πανούσης. Στη συνέχεια, από τις 12.00 μέχρι τις 16.00, ο κ. Σοφιανός μάς δίνει πληροφορίες ουσίας: «[...] προετοιμάζομαι για την παράσταση “Αγαμέμνων” του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά που παρουσιάζουμε στο Θέατρο Άλμα από τις 3 Φεβρουαρίου». Συνεχίζει: «Διαβάζω, σημειώνω, σκέφτομαι, οργανώνω. Βασικά τις τελευταίες εβδομάδες διανύω  ένα χρονικό διάστημα, όπου όλη η ημέρα είναι αφοσιωμένη στην παράσταση» λέει ο κ. Σοφιανός και μας μπαίνουν οι πρώτοι ψύλλοι στ’ αυτιά. Τι να εννοεί άραγε ο ηθοποιός με αυτό το «όλη η ημέρα»; Διαβάζουμε αμέσως μετά: «Είναι μια δουλειά που προέκυψε από μια βαθιά ανάγκη να μιλήσω για τη ματαιότητα της προσπάθειας. Πρόκειται για τα τελευταία λόγια ενός ηγέτη που συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του πολέμου και το ανώφελο της υπέρμετρης φιλοδοξίας. Ο θάνατος, η φθορά του σώματος, το υπαρξιακό κενό, η κατολίσθηση των αξιών αποτελούν κεντρικούς θεματικούς άξονες του ποιήματος. Ο ήρωας κάνει έναν απολογισμό ζωής με αφοπλιστική ωριμότητα, φορτωμένος το βάρος των πολεμικών αναμνήσεων και των ανθρώπων που χάθηκαν, οδηγείται στην πικρή διαπίστωση ότι δεν έζησε σε αληθινά σημαντικές στιγμές και σπατάλησε άσκοπα τον χρόνο του, στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στην εκτίμηση των άλλων». Παραθέτω εκτενώς γιατί δεν γίνεται να καταλάβει κανείς τι θέλω να πω αν δεν διαβάσει αυτά τα σημεία. Μετά από την παρουσίαση/ανάλυση του τι σημαίνει το έργο ακολουθεί μια παρουσίαση των συντελεστών της παράστασης. Στο τέλος, ο ηθοποιός μάς λέει: «Ξέφυγα κάπως όμως από το θέμα…». Παρατηρήστε την ειρωνεία: ο ηθοποιός εντοπίζει ότι ξέφυγε, στο μόνο σημείο του κειμένου που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι διάβασε κάτι άξιο να ειπωθεί. Γιατί όμως αναφέρει ότι ξέφυγε; Γιατί του ζητήθηκε να περιγράψει το εικοσιτετράωρό του κι εκείνος παρασύρθηκε –αν είναι ποτέ δυνατόν!– από τα της παράστασης! Συνεχίζουμε. Περνάμε στις ώρες 16.00 -01.00: «Μεσημεριανό γεύμα. Κάποιες μέρες μαγειρεύω σπίτι, άλλες πάλι όχι, εξαρτάται από το πρόγραμμα της ημέρας και την όρεξή μου. Ετοιμάζομαι για το θέατρο. Ο δεύτερος απογευματινός καφές με τη συνοδεία ενός απολαυστικού γλυκού στο νέο αγαπημένο στέκι της γειτονιάς μου, στο Κολωνάκι. Μου αρέσουν τα γλυκά, ειδικά το απόγευμα. Είναι μια απόλαυση. Συνεχίζω στο θέατρο περπατώντας – είναι επίσης μια διαδρομή που απολαμβάνω το τελευταίο διάστημα». [...] Απομένουν λίγες μέρες. Ένταση, άγχος, δημιουργία, συζητήσεις με τους συνεργάτες. Τελευταίες διορθώσεις για να δώσουμε το καλύτερο που μπορούμε. Όλα βαίνουν καλώς. Αφού τελειώσουμε την πρόβα μας, ίσως ακολουθήσει μια μικρή έξοδος, ένα χαλαρό κρασάκι που με αποφορτίζει» διαβάζουμε. Η τελευταία χρονική περίοδος της ημέρας είναι η 01.00-03.00: «Γυρίζω σπίτι, χαλαρώνω, διαβάζω, ή θα δω μια σειρά στο Netflix. Σκρολ στο Instagram. Πόσο χρόνο χάνουμε χαζεύοντας στιγμές ανθρώπων που δεν μας αφορούν… Τελευταία ματιά στο πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Να οργανώσω τη λήθη μου, προσπαθώ να διαχειρίζομαι σωστά τον χρόνο μου, άλλοτε το καταφέρνω άλλοτε όχι». 

Το κείμενο όχι μόνο υποτιμά το έργο και την παράσταση και τους συντελεστές και φυσικά τον ίδιο τον κ. Σοφιανό, αλλά υποτιμά και την εφημερίδα και τους αναγνώστες. Ο κ. Σοφιανός μιλάει για «μια βαθιά ανάγκη να μιλήσω για τη ματαιότητα της προσπάθειας» και αναφέρει αυτό το «ο θάνατος, η φθορά του σώματος, το υπαρξιακό κενό, η κατολίσθηση των αξιών αποτελούν κεντρικούς θεματικούς άξονες του ποιήματος», για να μας πει λίγες γραμμές παρακάτω «ο δεύτερος απογευματινός καφές με τη συνοδεία ενός απολαυστικού γλυκού στο νέο αγαπημένο στέκι της γειτονιάς μου, στο Κολωνάκι. Μου αρέσουν τα γλυκά, ειδικά το απόγευμα. Είναι μια απόλαυση». Τι κράση πρέπει να έχει ο αναγνώστης για να μην ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο; Ή αυτό το «Διαβάζω, σημειώνω, σκέφτομαι, οργανώνω. Βασικά τις τελευταίες εβδομάδες διανύω ένα χρονικό διάστημα, όπου όλη η ημέρα είναι αφοσιωμένη στην παράσταση», ενώ ο ηθοποιός έχει αναλωθεί να μας περιγράφει μια μέρα της ζωής του –όχι αργία– στην οποία πηγαίνει παντού με τα πόδια για να «αφουγκράζ[εται] τον παλμό της πρωινής ενέργειας, [να] καλημερίζ[ει] γείτονες, φίλους, γνωστούς [...]», όπου περνάει 1,5 ώρα στο γυμναστήριο, «ίσως» βγαίνει το βράδυ για ένα «ένα χαλαρό κρασάκι που [τον] αποφορτίζει», και όταν επιστρέφει στη 01:00 στο σπίτι του, παρακολουθεί και μια σειρά στο Netflix ή διαβάζει –μην ξεχνάμε τα βιβλία!– ή σκρολάρει στο Instagram μέχρι τις 03:00 τα ξημερώματα ενώ προσπαθεί, πριν κλείσει τα μάτια του, «Να οργανώσει τη λήθη [τ]ου [...] να διαχειριστεί σωστά τον χρόνο [τ]ου». Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει η οργάνωση της λήθης, όπως δεν έχω ιδέα γιατί η περιγραφή του εικοσιτετράωρου τού κ Σοφιανού, που συνιστά άσκηση στο παράλογο, δεν έχει γίνει ακόμη θεατρική περφόρμανς. Θα προέτρεπα τον αναγνώστη να κρατήσει από αυτό “άρθρο” την πιο σοφή κουβέντα του κ. Σοφιανού: «Πόσο χρόνο χάνουμε χαζεύοντας στιγμές ανθρώπων που δεν μας αφορούν…».