— Quote της εβδομάδας: «Στην απέναντι όχθη, στον καταυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, µμαζεύονταν γύρω από τη φωτιά των ιδεών τους για να µεθύσουν µε τα αυτοσχέδια αποστάγματα της προσωπικής τους αλήθειας. Και επειδή κατά τα θρησκευτικά δόγµατα η αλήθεια σώζει, δεν χρειάζονταν ούτε σύγχρονα εργαλεία ούτε δοκιμασία µέσα στην κοινωνία. Τον Μάιο του 2023 έπρεπε να ζήσουμε την τραγική αντίφαση το κόµµα που έβγαλε τη χώρα από την κρίση, που επένδυσε στη δημοκρατία και την κοινωνία, να χάσει από τα σύμβολα του δεσποτισμού, της οικογενειοκρατίας και των διακρίσεων. Πώς συνέβη αυτό;» (Κώστας Βαξεβάνης, Documento, 27/5/23).
Το συγκεκριμένο άρθρο με τίτλο «Ο καταυλισμός», αν και ξεφεύγει από το πλαίσιο του πολιτισμού, διαθέτει στοιχεία που θα ζήλευε και ένας συγγραφέας. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σας παραθέσω και κάτι ακόμη: «Τις πιο κρίσιµες στιγµές τα πεφωτισµένα στελέχη του αντί να παραγάγουν πολιτική, έκριναν απλώς την πολιτική της ηγεσίας και τον κατηγορούσαν άλλοτε για σκανδαλολογία και άλλοτε για ρηχότητα. Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαν τους ευνούχους, οι οποίοι ξέρουν τα πάντα γύρω από το σεξ αλλά δεν έχουν κάνει ποτέ».
Η κατακλείδα του άρθρου έρχεται αδυσώπητη: «Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει τελειώσει πολιτικά παρά την ήττα. ∆εν έχει τελειώσει ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ µπροστά σε αυτή την εκλογική µάχη. Ο Τσίπρας πρέπει να ξεφύγει από τη δύναμη της συνήθειας και να εμπιστευτεί όσους τον εμπιστεύονται, όχι αυτούς που δεν εμπιστεύεται».
— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Στέφανος Ξενάκης στον Γιάννη Πανταζόπουλο. Ο τίτλος: «Βίωσα ένα ατελείωτο ξέσκισμα. Και αναρωτιέμαι ποιος θα είναι ο επόμενος που θα γδάρουν» (Lifo, 27/5/23). Ο κ. Ξενάκης μίλησε για την τραυματική εμπειρία του που οδήγησε όμως στο νέο του βιβλίο: 8 μέρες μέσα, Key Books: 2023. Θα θυμάστε τι είχε γίνει όταν διέρρευσε το όνομά του στα μέσα. Προσέξτε όμως τι ωραία που τα λέει ο συγγραφέας:
«Ήξερα από τον δικηγόρο μου ότι από τη στιγμή που εκδόθηκε το «σήμα αναζήτησης» στο όνομά μου, για δεκαπέντε ημέρες, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συγχώνευσης και της αποπληρωμής των ποινών, θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός. Δεν θα έπρεπε να οδηγώ ούτε να βρίσκομαι σπίτι μου. Οπότε εκείνες τις μέρες πήγαινα τα παιδιά μου στο σχολείο με ταξί. Τους είχα περιγράψει την κατάσταση όσο πιο απλά γινόταν. Όμως, όταν είναι κάτι γραφτό να συμβεί, θα συμβεί. Το πρωινό της 6ης Μαρτίου περίμενα έναν φίλο για να μου επιστρέψει το αυτοκίνητό μου που του είχα δανείσει. Ο φίλος μου για κάποιον λόγο ήρθε μία ώρα νωρίτερα από την προβλεπόμενη. Κατεβαίνοντας για να πάρω το αυτοκίνητο, με πλησίασε ένας κύριος με πολιτικά, ο οποίος είχε μόλις φτάσει. «Ο κύριος Ξενάκης;» με ρώτησε. «Ναι», του απάντησα χαμογελώντας. Νόμιζα ότι ήταν αναγνώστης και ήθελε να του υπογράψω κάποιο βιβλίο ‒ στον κόσμο μου εγώ. «Είμαστε από την Ασφάλεια. Μπορείτε να μας ακολουθήσετε μέχρι τη ΓΑΔΑ, παρακαλώ;» συνέχισε. Εκείνη την ώρα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Έγινε ακριβώς αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί, αφού σε λίγες μέρες θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία. Όταν τον ρώτησα εάν είχε ξανάρθει σπίτι μου, μου απάντησε πως όχι. Τον ρώτησα πότε θα ξαναρχόταν εάν δεν με είχε βρει. «Σε τρεις μέρες», μου απάντησε. Σε τρεις μέρες θα ήμουν εκτός Αθηνών για μια ομιλία. Την ερχόμενη εβδομάδα θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία, όπως και ολοκληρώθηκε, οπότε το όνομά μου θα είχε ήδη βγει από τα κομπιούτερ της ΕΛ.ΑΣ. Πείτε μου τώρα ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν γραφτό να συμβεί».
Παρατηρήστε πώς η αφήγηση διαθέτει ήδη μια μεταφυσική απόχρωση: «ήταν γραφτό να συμβεί». Σε έναν κόσμο που κάποια πράγματα είναι «γραφτό να συμβούν» δεν σου απομένουν και πολλές επιλογές παρά να χαλαρώσεις και να τα απολαύσεις. Αυτό που συνέβη στον κ. Ξενάκη ήταν πολύ δυσάρεστο. Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Θα σταθώ, αρχικά, σε μια πρωτοτυπία που διακρίνω. Ο κ. Ξενάκης έγραψε ένα βιβλίο για τις οκτώ ημέρες που παρέμεινε στη φυλακή. Σε μια εποχή που ο συγγραφέας εξαγνίζεται, αποστειρώνεται και παραδίδεται άμωμος, έτοιμος προς κατανάλωση, μόνο δηλαδή αν και εφόσον μπορεί να διασφαλιστεί το αψεγάδιαστο ήθος του, ο κ. Ξενάκης εμφανίζεται να μεταγράφει μια ατασθαλία του, που μάλιστα τον οδήγησε και στη φυλακή, σε συγγραφικό πόνημα. Ζητάει δηλαδή, εικάζω, από τους αναγνώστες του να δουν και να διδαχθούν από τον αγώνα του για επιβίωση. Δεν γίνεται να μην θαυμάσουμε το θάρρος συγγραφέα και εκδότη. Εδώ όμως αρχίζουν και οι εύλογες απορίες: αν δεν είχε διαρρεύσει στον τύπο το όνομα του κ. Ξενάκη, θα είχε κινητοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο για να εξιδανικεύσει την τραυματική εμπειρία του; Μήπως πίσω από τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία κρύβεται και κάτι θετικό; Μήπως ο σταυρός που καλούμαστε να κουβαλήσουμε, ενίοτε, μας οδηγεί σε ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας; Δεν μπορώ να γνωρίζω τι συμβαίνει εδώ αλλά μάλλον, τελικά, δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα: είτε θα κρύβεται, είτε θα γνωρίζει συγγραφική δόξα και πωλήσεις.
«Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι της Δευτέρας 6 Μαρτίου αποχωρίστηκα τη σύντροφό μου πίσω από τα σίδερα. Το επόμενο που θυμάμαι ήταν ο άχαρος γδούπος από το κλείσιμο της σιδερένιας πόρτας πίσω μου, στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ. Αυτές, νομίζω, ήταν οι σημαντικότερες μέρες της ζωή μου. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών έκανα τις βαθύτερες συζητήσεις που θυμάμαι να έχω κάνει και ένιωσα τα εντονότερα συναισθήματα που θυμάμαι να έχω νιώσει. Στο κρατητήριο, το μοίρασμα της τηλεκάρτας, του χαρτιού υγείας και των τσιγάρων ήταν καθημερινό φαινόμενο μεταξύ γνωστών και αγνώστων. Εκεί μαθαίνεις πραγματικά τι θα πει ενσυναίσθηση. Όταν ένας κρατούμενος είχε θέμα, ξέραμε ότι όλοι έπρεπε να τρέξουμε να βοηθήσουμε, γιατί ο συγκρατούμενος είναι κυριολεκτικά αδελφός. Τις καλύτερες συζητήσεις τις κάναμε στο κελί τα απογεύματα, όταν μας έκλειναν για να σερβίρουν το βραδινό φαγητό. Εκεί τα λέγαμε όλα. Δεν υπήρχε πρωτόκολλο. Όποιος ήθελε να μιλήσει, μιλούσε. Ένας από τους πολλούς λόγους που την έβγαλα καθαρή αυτές τις οκτώ μέρες ήταν ο Μπεν, ο Γρηγόρης, ο Αμίν και ο Στράτος, οι συγκρατούμενοί μου, στους οποίους και αφιέρωσα το βιβλίο μου. Αυτές τις οκτώ μέρες πίσω από τα σίδερα βίωσα ανθρωπιά, αλληλεγγύη και πάνω από όλα είδα τι σημαίνει μπέσα. Να προσθέσω επίσης ότι ήμουν στην πτέρυγα με τα light θέματα. Αναμφίβολα, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία ζωής σε όλα τα επίπεδα».
Εντυπωσιάζομαι, αν μη τι άλλο, από το γεγονός ότι ο έμπειρος συγγραφέας που έχει μεταφραστεί σε 31 γλώσσες έπρεπε να βρεθεί στη φυλακή για οκτώ μέρες για να δηλώσει: «[...] έκανα τις βαθύτερες συζητήσεις που θυμάμαι να έχω κάνει και ένιωσα τα εντονότερα συναισθήματα που θυμάμαι να έχω νιώσει».
«— Τι κρατάτε απ’ όλη αυτή την ιστορία;
Τους ανθρώπους, τις στιγμές και τις ιστορίες που έζησα. Τον Στέλιο, με τον οποίο μοιράστηκα το κελί το πρώτο βράδυ, έναν 75άρη με κλονισμένη υγεία που εργαζόταν σε ένα από τα γνωστά «σπίτια» του Μεταξουργείου ‒ κάναμε μοναδικές συζητήσεις εκείνο το βράδυ στο κελί. Το επόμενο πρωί, πριν αποφυλακιστεί, έσπευσε να μου δώσει τα τελευταία 10 ευρώ που είχε στην τσέπη του. Όταν του είπα ότι είχα χρήματα, επέμεινε. «Για να αγοράσεις τηλεκάρτες να μιλάς με τα παιδιά σου και να μη με ξεχάσεις». Εκείνη τη μέρα είμαι σίγουρος ότι ο Στέλιος πήγε με τα πόδια από τη ΓΑΔΑ στο Μεταξουργείο, γιατί δεν είχε άλλα χρήματα. Τον αστυνομικό που με συνόδευσε στο δικαστήριο την πρώτη μέρα και, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι, προσφέρθηκε να με κεράσει κουλούρι, καφέ και νερό. Όταν τον ρώτησα εάν η υπηρεσία κάλυπτε τα συγκεκριμένα έξοδα, απάντησε πως όχι, ήταν από τα δικά του χρήματα. Όταν τον ξαναρώτησα γιατί το έκανε αυτό, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: “Γιατί ο κρατούμενος για μένα είναι ιερός.”
Ας πω σε αυτό το σημείο ότι αν ο ίδιος ο κ. Ξενάκης δεν διαβάζει Giorgio Agamben τότε σίγουρα κάποιος από τον κύκλο των συνεργατών του τελεί υπό τη σαγήνη του γνωστού Ιταλού φιλοσόφου. Ο συμπονετικός αστυνομικός που του προσέφερε «κουλούρι, καφέ και νερό» δήλωσε ότι «ο κρατούμενος για μένα είναι ιερός». Παρατηρήστε την ειρωνεία: δια στόματος του οργάνου της τάξης ο κ. Ξενάκης χρίζεται και «homo sacer», που τέθηκε στο περιθώριο για οκτώ ημέρες και “φονεύτηκε” από τη μήνη του διαδικτυακού όχλου χωρίς κανένας να θεωρηθεί ένοχος. Η αφήγησή του, πρέπει να παραδεχτούμε, διαθέτει και ένα βαθύτερο επίπεδο.
Δυστυχώς, το σκώμμα και η ειρωνεία προς τον συμπαθή συγγραφέα τελειώνει κάπου προς το τέλος της συνέντευξής του. Παραθέτω:
«— Οι κόρες σας τι σας είπαν;
Ήξεραν από την πρώτη στιγμή τι είχε συμβεί. Ζήτησα και από κείνες μια μεγάλη συγγνώμη. Ευτυχώς, είναι σε φάση ψυχοθεραπείας εδώ και καιρό, και πριν από το συμβάν. Όμως με άκουγαν πολύ καλά από το τηλέφωνο γιατί με τους συγκρατούμενούς μου πραγματικά είχαμε φτιάξει μια πολύ όμορφη και ανθρώπινη μικροκοινωνία μέσα στο κρατητήριο. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα που η μεγάλη μου κόρη με είχε ακούσει πραγματικά πολύ καλά και είπε μεγαλοφώνως στη μαμά της: «Μαμά, ο μπαμπάς παίζει να περνάει μέσα καλύτερα απ’ ό,τι περνάμε εμείς έξω!». Νομίζω ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές μου ως γονιού ‒ παίζει να είναι η σημαντικότερη».
Τι να σχολιάσει, αλήθεια, κανείς γι’ αυτό;! Ο κ. Ξενάκης σκέφτεται να αρχίσει δικαστικό αγώνα: «Ποιοι θα υποστούν, επιτέλους, τις παραδειγματικές συνέπειες προκειμένου να μην ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα κάποιοι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη; Και μιλώ γι’ αυτούς που εκ συστήματος επιδιώκουν να συκοφαντούν και να βλάπτουν. Όλοι ξέρουν ποιοι είναι, κι όμως τους επιτρέπουν να συνεχίζουν» γιατί «Έχω τεράστιο θυμό με την ΕΛ.ΑΣ. Όχι μόνο δεν προστάτευσε τα ευαίσθητα προσωπικά μου δεδομένα, ως όφειλε, αλλά άφησε να διαρρεύσουν κιόλας. Στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ υπάρχουν κάποιοι επίορκοι προϊστάμενοι που πουλάνε έναντι αδράς αμοιβής προσωπικά δεδομένα επώνυμων κρατουμένων σε συγκεκριμένα ΜΜΕ. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαρρεύσουν τα προσωπικά μου δεδομένα, μια και δεν συνιστώ δημόσιο κίνδυνο».
Ο κ. Ξενάκης που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για τα προσωπικά του δεδομένα, φρόντισε να πει σε μέσο μεγάλη κυκλοφορίας ότι οι κόρες του «[ε]υτυχώς, είναι σε φάση ψυχοθεραπείας, εδώ και καιρό, και πριν από το συμβάν»! Να έχουν άραγε συναίσθηση οι κόρες του ότι ο πατέρας τους δεν δίστασε να ενημερώσει τον κόσμο για την ψυχολογική κατάστασή τους; Να περνάει άραγε από το μυαλό του κ. Ξενάκη ότι εκείνος, που προσφέρει στους πολυάριθμους αναγνώστες του πολύτιμα μαθήματα αυτοβελτίωσης, παραβιάζει με τη σειρά του τα προσωπικά δεδομένα των παιδιών του σε μια καλοστημένη επικοινωνιακή φιέστα προώθησης ενός ακόμη βιβλίου του;