— Quote της εβδομάδας: «Η Ελλάδα είναι ένα οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Ακινησίας, Εσωστρέφειας, Κακομοιριάς και Μιζέριας».
Τάδε έφη Χρήστος Οικονόμου στην ερώτηση «Ποιο θεωρείτε πως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας;» Από το «Ερωτηματολόγιο» των «Νέων Εποχών» (Βήμα, 28/7/24).
— «Οι προτάσεις των βιβλίων που ακολουθούν σημαίνουν με τον τρόπο τους ένα διάλειμμα από την κανονικότητα των προηγούμενων και των επόμενων ημερών. Την ίδια στιγμή οδηγούν σε αθέατες και άγνωστες όψεις της πραγματικότητας επιτρέποντας ταξίδια που μόνο η φαντασία μπορεί να οργανώσει. Ειδικά εν μέσω θέρους που δοκιμάζει τις συνήθειές μας. Και τις αναγνωστικές» (Τα Νέα, 27-28/7/24, υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Τα αφιερώματα για βιβλία συνήθως δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Οι συντάκτες ξεχωρίζουν βιβλία της πρόσφατης παραγωγής και, ακόμη κι αν τα έχουν διαβάσει, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να το συγκαλύψουν.
Αυτή την εβδομάδα ξεχώρισα τις επιλογές του Νίκου Κουρμουλή, γιατί στις ολιγόγραμμες περιλήψεις των βιβλίων που προτείνει κάνει τη διαφορά, ειδικά με την τελευταία πρόταση κάθε κειμένου.
Παραθέτω: «Ο ρόλος της γυναίκας από τον μύθο στη σύγχρονη εποχή», «Η ζωή έχει στροφές απίθανες, εξόχως αποκαλυπτικές μέχρι την τελευταία ανάσα», «Ένα βιβλίο που ανατέμνει το σήμερα», «Ο [...] καταγράφει τις διαδρομές του σπασμένου καθρέφτη μέσα μας», «Η μετωπική αφήγηση δεν αφήνει φωτοσκιάσεις και απευθύνεται στα ίχνη του τραύματος», «Ο [...] παραμένει ένας sui generis και τέρας ορέξεως για ό,τι τον ερεθίζει στη ζωή», «Ένα βιβλίο για τις ανεπούλωτες πληγές εντός μας», «Η διεκδίκηση του ονείρου», «Μια πρωτότυπη περιήγηση ανάμεσα στις βαθιές επιρροές ενός συγγραφέα», «Ένα συγγραφικό κατόρθωμα», «Επείγον μυθιστόρημα», «Άκρως καλοκαιρινό ανάγνωσμα», «Μια συλλογή που ξαφνιάζει ευχάριστα», «Ένα κείμενο που σε υποβάλλει άμεσα», «Για ό,τι έχει χαθεί», «Ένα μυθιστόρημα για τους απόντες που καταφέρνουν να γίνουν ανάμνηση», «Το σκοτεινό παρελθόν εκβάλλεται στο τραυματικό παρόν», «Μια πλάγια ματιά στο σήμερα, που δεν σε αφήνει αδιάφορο».
Σκόπιμα δεν αναφέρω τους τίτλους των βιβλίων. Είναι λίγα τα βιβλία στα οποία δεν θα ταίριαζαν οι συγκεκριμένες προτάσεις. Θα σχολιάσω μόνο αυτό το «Άκρως καλοκαιρινό ανάγνωσμα», που αναφέρεται στο νέο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού Η φωνή στα χέρια της (Ίκαρος: 2024). Ενώ είμαι σίγουρος ότι ο κ. Κουρμουλής το διατυπώνει ως θετικό, δεν πείθομαι ότι ισχύει, καθώς το «καλοκαιρινό» και δη το «άκρως» υπαινίσσεται και το «ανάλαφρο», ή ακόμη και το «απλοϊκό».
Θα κάνω και δύο πιο ουσιαστικές επισημάνσεις για δύο τίτλους. Ο κ. Κουρμουλής παρουσιάζει, με το Κακό ανήλιο (Ίκαρος), τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ ως πρωτοεμφανιζόμενο. Δεν είναι. Το πρώτο του βιβλίο είναι το Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι (Ενύπνιο: 2021). Επίσης, στο Deepfake (Αντίποδες) του Μάκη Μαλαφέκα ο συντάκτης γράφει: «Ένα ιλιγγιώδες ταξίδι στα σπλάχνα του βαθέος κράτους, μας πηγαίνει ο Μάκης Μαλαφέκας στο καινούργιο του βιβλίο. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Διότι σκοπός του ήρωα του βιβλίου – του παραδόπιστου, αγνωστικιστή, μπουκαδόρου στο μαύρο Διαδίκτυο αντιερευνητή Μιχάλη Κρόκου – είναι να αντλήσει εμπειρίες και να γράψει ένα πετυχημένο μυθιστόρημα. Ο αφηγητής όμως παρασύρει τον συγγραφέα στο λάθος μυθιστόρημα. Τα παρασκήνια της πολιτικής στου δρόμου τα κράσπεδα, σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι παραλόγου και πραγματικότητας».
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Κρόκος είναι «παραδόπιστος», αλλά αυτό ενδέχεται να σηκώνει συζήτηση. Όταν όμως ο κ. Κουρμουλής γράφει «[ο] αφηγητής όμως παρασύρει τον συγγραφέα στο λάθος μυθιστόρημα» λησμονεί ότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο. Λεπτομέρειες, θα πείτε και θα έχετε και δίκιο.
Επίσης, και αυτό προφανώς έχει τη σημασία του, από το αφιέρωμα καλοκαιρινών βιβλίων των Νέων και του Βήματος απουσιάζει ο Χάρης Βλαβιανός, ο οποίος δεν βρίσκεται «ούτε καν στην Ξένη Λογοτεχνία», όπως μου επεσήμανε τακτικός αναγνώστης της στήλης.
— Διάβασα το «Από την “Ορθοκωστά” στα ορθοπολιτικά» (Καθημερινή, 21/7/24) της Λίνας Πανταλέων. Τυπικά ανήκει στην προηγούμενη εβδομάδα αλλά λόγω θεματικής, ο σχολιασμός του ταιριάζει περισσότερο εδώ. Η κ. Πανταλέων κάνει μια εκτενή ανασκόπηση για τα «Πενήντα χρόνια μετά το 1974», για τη λογοτεχνία της Μεταπολίτευσης. Γράφει πολλά και πολύ ενδιαφέροντα.
Παραθέτω:
«Κρατάω σίγουρα τα καλά βιβλία. Ξέρουν αυτά ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις. Μένουν εκεί, λίγο ψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, αλλά πάντα εκεί, για να διαβαστούν ξανά και ξανά. Κρατάω σίγουρα και τα λιγότερο καλά. Είναι αναγκαίο ένα μέτρο σύγκρισης. Αν ο πήχυς είναι η Μαντά και η Δημουλίδου, τότε κατακλυζόμαστε από δυνάμει Νομπέλ. Κρατάω πάντα τα βιβλία και αφήνω τους συγγραφείς. Παραδόξως, συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους» (υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τη διαβάθμιση, ότι είναι δηλαδή απαραίτητο να κρατάει κανείς και τα «λιγότερο καλά» βιβλία, καθώς, αν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο ο κριτικός θα έπρεπε να γράφει θετικά μια φορά κάθε δέκα χρόνια. Θα συμφωνήσω όμως και με το ότι οι συγγραφείς «συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους».
Παραθέτω:
«Κρατάω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη. Πιστεύω πως συνιστούν μια τριάδα κορυφαίων συγγραφέων, η οποία λάμπρυνε τη λογοτεχνία. Η μελοδραματική Καρυστιάνη, η ακαδημαϊκή Γαλανάκη και η μαγική Ζατέλη έδωσαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 τα εξοχότερα έργα τους. Κρατάω επίσης με πολλή αγάπη το “Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα” (1982), το “Μεξικό” (1988) και τη “Χοιροκάμηλο” (1992) της Έρσης Σωτηροπούλου, χωρίς όμως να αφήνω τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό πως οι άνδρες γράφουν καλύτερα από τις γυναίκες. Η λίστα, η δική μου προφανώς, με τα καλά βιβλία ανδρών συγγραφέων ολοένα μεγαλώνει, ενώ η αντίστοιχη λίστα βιβλίων γυναικών συγγραφέων μένει λίγο – πολύ στάσιμη.
Ας μιλήσουμε για τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τα βιβλία της με απωθούν με το εξυπνακίστικο ύφος τους και τον αφ’ υψηλού χλευασμό τους, αλλά δεν θα μπορούσα να μην κρατήσω το “Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης” (1996), το “Αύριο, μια άλλη χώρα” (1997) και τον “Υπόγειο ουρανό” (1998). Αντιθέτως, όλα τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα με συγκινούν για τον άγριο ανορθολογισμό τους, τον ναρκοληπτικό τους λόγο, τις ερεβώδεις παραισθήσεις τους, όπως επίσης με γοητεύει η σκοτεινιά των μυθιστορημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή.
Μάλλον εξίσου με τη λογοτεχνία του εμφυλίου με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό. Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει. Επειδή, όμως, δεν θέλω να κατηγορηθώ για μισογυνισμό, θα περάσω στους άνδρες. Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), Θανάσης Βαλτινός, Αλέξης Πανσέληνος, Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), Παύλος Μάτεσις (1933-2013)» (υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Το κείμενο, προφανώς, εκφράζει τα γούστα της συντάκτριάς του. Είμαι όμως βέβαιος ότι η κ. Πανταλέων αντιλαμβάνεται το λογικό χάσμα ανάμεσα στις προτάσεις «[...] με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό» και «Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει». Επισημαίνω, εδώ, ότι η συντάκτρια δεν λέει να σιγήσουν οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά η «γυναικεία φωνή». Επιθυμεί, δηλαδή, να συνεχίσει να διαβάζει γυναίκες, χωρίς όμως «αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας». Θα διαφωνήσω, καθώς υπάρχει «γυναικεία φωνή» και χωρίς «τσιρίδες», που αντιτάσσεται στην πατριαρχία και πασχίζει «για την απολύτρωση της ταυτότητας», ή, αν κάποιος κρίνει ότι δεν υπάρχει, θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, η «γυναικεία φωνή» να συνεχίσει να ακούγεται, ώστε να κατακτήσει, δόκιμα, τη θέση που της αξίζει.
Παραθέτω:
«Πηγαίνοντας στο 2010, το οποίο έχει οριστεί ως το τέλος της Μεταπολίτευσης, αφήνω σχεδόν όλα τα βιβλία της οικονομικής κρίσης. Στερημένα την απρόσκοπτη θέαση που διασφαλίζει η αποστασιοποίηση, τα βιβλία αυτά μοιάζουν με λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, η διηγηματογραφική συλλογή τού Χρήστου Οικονόμου “Κάτι θα γίνει, θα δεις” (2010), μολονότι εγκιβωτίζει όλη την απόγνωση και τη μιζέρια της περιόδου, ανάγεται σε εκλεκτή λογοτεχνία χάρη στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της γλώσσας.
Θα άφηνα μετά χαράς το “Μπλε υγρό” (2017) της Βίβιαν Στεργίου. Με αφορμή τη Στεργίου, η οποία τόσο στα βιβλία της όσο και σε άρθρα της αρθρώνει έναν λόγο που όζει μεγαλαυχίας, θέλω να αφήσω μια και καλή (αν και δύσκολα ξεμπερδεύει κανείς μαζί τους) τους φωστήρες του Διαδικτύου, που φιλοσοφούν αμετροεπώς για καθετί μικρό και ελάχιστο. Η προκλητική κενολογία τους υποβιβάζει έως εξαφανίσεως όχι μόνο τη γλώσσα και τη σημασιολογική της λειτουργία, αλλά και τον κριτικό λόγο, που περιορίζεται σε χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Και εδώ επιστρέφω στα παλιά για να πω πόσο μου λείπει η ποιότητα της κριτικής στα έντυπα. Λείπει η Μάρη Θεοδοσοπούλου (1950-2016). Και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θα ήθελα ακόμη να διάβαζα συχνότερα τον υπέροχα λεπτουργημένο λόγο της Κατερίνας Σχινά. Η αναμφίλεκτα κρίσιμη παρουσία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά στην επικαιρική κριτική δεν αρκεί για να πληρωθεί το κενό στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Μένοντας στα έντυπα θέλω να πω ότι μου λείπει πολύ η «Νέα Εστία» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ κρατάω ως κόρην οφθαλμού τον Ηρακλή Παπαλέξη (1951-2003) και το «Διαβάζω» του, όπου είχε υποδεχθεί τόσες αναγνώσεις. Με τρυφερότητα κρατάω και την πολύτιμη συνεργασία μου με δύο σπάνιους ανθρώπους του βιβλίου, τον Γιώργο Κορδομενίδη και τον Γιώργο Χρονά» (υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Θα συμφωνήσω για την περίπτωση του Χρήστου Οικονόμου, όπως ακριβώς το διατυπώνει η κ. Πανταλέων. Για την περίπτωση της Βίβιαν Στεργίου, η κ. Πανταλέων, όταν αναφέρεται στην αρθρογραφία της κ. Στεργίου, αφήνει το θυμικό της να την κυριεύει.
— Θα κλείσω με κάτι ανάλαφρο. Διάβασα το «Εισιτήριο για ένα μαγευτικό ταξίδι χωρίς προορισμό» (Καθημερινή, 28/7/24) της Αλεξάνδρας Σκαράκη. Η κ. Σκαράκη γράφει για τον ποιητή Αντώνη Ζαΐρη και τη συλλογή του « “Σκάλα μνήμης” (εκδ. Ενύπνιο) η οποία περίπου δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της, είναι τώρα πλέον διαθέσιμη και στην Ιταλία με τίτλο “Scalla della Memoria”».
Παραθέτω:
«Η “Σκάλα μνήμης” αποτελεί το εισιτήριο σε ένα συνεχόμενο, μαγευτικό ταξίδι χωρίς προορισμό – προορισμός σημαίνει ότι τελείωσαν όλα. Μέσα από τα ποιήματά του, ο συγγραφέας αφήνεται στη ροή του χρόνου και ονειρεύεται το άγνωστο ξεδιπλώνοντας πτυχές της σύγχρονης καθημερινότητας που βασανίζουν και ταλαιπωρούν την ανθρώπινη ύπαρξη. “Όπως για παράδειγμα, την πάλη σώματος – ψυχής, την οδύνη, τη φθορά της υλικής πραγματικότητας και εντέλει την υφή της νέας ζωής”, λέει ο κ. Ζαΐρης. Ταυτόχρονα, όμως, σε αυτές τις σκάλες κυριαρχούν ο αναστοχασμός και οι εμπειρίες».
Κρίνεται, όμως, απαραίτητο να διαβάσουμε και το βιογραφικό του ποιητή:
«Γεννημένος στον Πειραιά, ο Αντώνης Ζαΐρης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και η διδακτορική του διατριβή αφορούσε θέματα Συμπεριφοράς Καταναλωτή. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, ενώ είναι μέλος της Ένωσης Αμερικανών Οικονομολόγων, της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, του Βρετανικού Ινστιτούτου Μάνατζμεντ, της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Μάρκετινγκ, της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και της Ένωσης Ανωτάτων Στελεχών Επιχειρήσεων. Στη διάρκεια της καριέρας του βραβεύθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τη Διεθνή Ακαδημία Ηγεσίας, τη Διεθνή Ακαδημία Τεχνών και το λογοτεχνικό περιοδικό “Κέφαλος”.
Το πολυετές συγγραφικό του έργο, με βιβλία διαφόρων ειδών όπως τα “Βιώσιμη επιχειρηματικότητα”, “Λιανικό εμπόριο”, “Ο μεγάλος μετασχηματισμός”, “Όπου να ‘ναι”, “Παγωμένος χρόνος”, έχει γνωρίσει επιτυχία. Η “Σκάλα μνήμης” είναι κάτι διαφορετικό για τον οικονομικό αναλυτή, κυρίως ως προς το ύφος και το περιεχόμενο».
Το κείμενο καταλήγει:
«Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Ζαΐρης συνέδεσε την ειδικότητά του στα οικονομικά και τις πολιτικές επιστήμες με μια πιο δημιουργική δραστηριότητα όπως είναι αυτή της συγγραφής. “Για να είμαστε ειλικρινείς έχει γνωρίσει επιτυχία στα μάτια συγκεκριμένου κοινού. Η επαγγελματική μου εξειδίκευση που σχετίζεται με επιχειρήσεις και οικονομικά και στα οποία συνυπάρχουν το όραμα, η στόχευση, ο ρεαλισμός και η δημιουργία, είναι αυτά που συνιστούν την απόλυτη πηγή έμπνευσης στο ποιητικό δρώμενο”, εξηγεί. Και συμπληρώνει: “Από την άλλη, οι κάθε λογής εφήμερες απολαύσεις του βίου εξισορροπούνται μέσω του ποιητικού στοχασμού και αυτό είναι που ανοίγει το παράθυρο της ψυχής στον Τρίτο, στον Άλλο. Για μένα είναι μια πραγματική ανακούφιση, είναι μια αληθινή δικαίωση του ρόλου μας στη ζωή”».