— Διάβασα τη συνέντευξη με τίτλο «Έχω εθνικό όραμα» που παραχώρησε ο Χρήστος Χωμενίδης στη Μυρτώ Λοβέρδου (Βήμα, 30/7/23). Παραθέτω:
«[Ερ.] Γράφετε συχνότερα τελευταία. Υπάρχει εξήγηση;
[Απ.] Κι εγώ το έχω παρατηρήσει, ένα βιβλίο κάθε ενάμιση χρόνο. Έχω πια πολύ υλικό, έχω βελτιώσει και τα εκφραστικά μου μέσα, τα όπλα μου. Αλλά επειδή είμαι ένας άνθρωπος που από τα 15 ως τα 55 ζω έντονα, έχω γεμάτες μπαταρίες. Είμαι μαμούνι, μπαίνω, ρωτάω, προσπαθώ να συναναστρέφομαι ανθρώπους από κάθε χώρο. Εχω πια αποκτήσει μέτρο σύγκρισης – σε βοηθάει να διασαφηνίζεις. Κι έχουν όλα πάει καλά, με καλές κριτικές. Βέβαια πρέπει πάντα να υπάρχουν και οι κακές. Γιατί αλλιώς κάτι κακό συμβαίνει, σε έχουν θεωρήσει στο απυρόβλητο, άρα κοντά στα γηρατειά. Είναι όμως τραγικό ότι πια οι κριτικοί δεν επηρεάζουν – και πρέπει. Ζητούμενο κάθε εποχής είναι να υπάρχουν κόντρες».
Δυστυχώς, διαφεύγει στον Χρήστο Χωμενίδη και ένα άλλο ενδεχόμενο για έναν συγγραφέα που δεν παίρνει αρνητικές κριτικές, εκτός από το ότι είναι στο απυρόβλητο λόγω ηλικίας: οι κριτικοί απαξιούν ακόμη και να τον διαβάσουν. Τα πραγματικά ευπώλητα στην Ελλάδα δεν λαμβάνουν ούτε καν αυτές τις διθυραμβικές κριτικές του συρμού που είθισται να χαρίζονται αφειδώς σε ουκ ολίγα λογοτεχνικά πονήματα της εποχής. Προσωπικά, συνεχίζω πάντως να του γράφω αρνητικές κριτικές.
— Θα πιαστώ από τη φράση του κ. Χωμενίδη «Ζητούμενο κάθε εποχής είναι να υπάρχουν κόντρες» για να σχολιάσω το «Η κοινωνία μέσα μας» της Κάρεν Έμεριχ στη στήλη «Εξ Αφορμής» (Καθημερινή, 30/7/23). Με χαροποιεί ιδιαιτέρως που διαβάζω ένα ακόμη κείμενο για το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου Η μεταμόρφωσή της. Και με χαροποιεί γιατί το κείμενο είναι υποστηρικτικό προς το βιβλίο και φιλοξενείται στην ίδια εφημερίδα όπου η όμορη στήλη «Κριτική» δημοσίευσε πριν από τρεις εβδομάδες την απαξιωτική κριτική «Μια εκπεσούσα κατσαρίδα» (9/7/23) της Λίνας Πανταλέων για το ίδιο μυθιστόρημα. Παραθέτω από το κείμενο της κ. Έμεριχ: «Η Σάσα ξυπνάει μια μέρα άνδρας, ή έχει το σώμα ενός άνδρα, ή έχει ένα σώμα που αναγνωρίζεται από τους άλλους, και από την ίδια, ως ανδρικό. Πώς διαφέρουν αυτές οι τρεις περιγραφές του ιδίου συμβάντος; Υπάρχουν κι άλλες περιγραφές που θα μπορούσα να δώσω κι η καθεμία τους κουβαλάει διαφορετική ιδεολογία φύλου. Έχει μεγάλη σημασία πώς μιλάμε γι’ αυτά τα θέματα. Η «Μεταμόρφωσή της» μας καλεί να καλλιεργήσουμε άλλο λεξιλόγιο, να αμφισβητήσουμε την αρχική περιγραφή που δώσαμε στους ανθρώπους γύρω μας». Για την αντίστιξη που αναδεικνύει τη γόνιμη «κόντρα» παραθέτω και από την κριτική της κ. Πανταλέων: «Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, η φαιδρότητα της μυθοπλασίας ή οι διάσπαρτες περισπούδαστες διερωτήσεις. Τα πάντα στο βιβλίο είναι είτε γελοία είτε ρηχά, εμπνευσμένα από μια θεματική που όσο γίνεται αφηγηματική μόδα, ολοένα αποδυναμώνεται. Και εδώ η Μιχαλοπούλου υιοθετεί ένα παιδικό βλέμμα για να γεωμετρήσει τον Γολγοθά της ζωής».
— Διάβασα το χορταστικό επτασέλιδο αφιέρωμα «Η Επίδαυρος έχει… beef» της Ν. Χατζηαντωνίου (Εφ. Συν. 29-30/7/23) το οποίο αφορμώμενο από τις πρόσφατες κιτσοπουλικές ένθεν κακείθεν μαχαιριές αναφέρεται σε επιδαύριους διαξιφισμούς του παρελθόντος. Σταχυολογώ:
«1984 - Η Συνοδινού στα κάγκελα
[...] το ΚΘΒΕ ανεβάζει την “Αλκηστη” του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Κάποια στιγμή της παράστασης φωτίζεται ένα γυάλινο πατάρι στο σκηνικό του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή μεταξύ της Αλκηστης και του Αδμητου (Αλέκου Ουδινότη). Αποτέλεσμα; Η Αννα Συνοδινού που βρίσκεται στο κοινό, φωνάζει “Αίσχος βέβηλοι!”, αποχωρεί επιδεικτικά και τροφοδοτεί ανάλογες ανεξέλεγκτες αντιδράσεις από το κοινό. Την επομένη και από μερίδα του Τύπου σε δημοσιεύματα με τίτλους όπως: “Τσόντα στην Επίδαυρο. Οι μοντέρνοι πάνε να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας”. “Αυτή η παράσταση ήταν ένα κόκκινο πανί για τους δεξιούς”, είχε πει αργότερα ο Χουβαρδάς. “Το κοινό χωρίστηκε στα δύο: οι μισοί φώναζαν ‘ντροπή’ και οι άλλοι μισοί ‘μπράβο’. Η παράσταση σταμάτησε για αρκετή ώρα. Υπήρχαν βίαιες αντιδράσεις από συντηρητικούς παλιούς ηθοποιούς που ήταν στο ακροατήριο. Κατέβηκαν στην Ορχήστρα και χειροδίκησαν εναντίον των ηθοποιών μου”.
Η Συνοδινού δεν περιορίστηκε στη μαινόμενη αποχώρηση. Δημοσίευσε στην εφημερίδα “Ακρόπολις” άρθρο καταγγελίας με τον τίτλο “Αίσχος, βέβηλοι!”:
“Το Σάββατο 26 Αυγούστου λίγο πριν τη λήξη της παραστάσεως του δράματος του Ευριπίδου ‘Αλκηστις’ αποχώρησα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σε ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρονήσεως προς το θέαμα που εξετυλίσσετο ενώπιον εντίμων πολιτών. Το ΚΘΒΕ, χωρίς αιδώ, υποχρέωσε ηθοποιούς του θιάσου του, σε μία σκηνή εκτός του δράματος, να αναπαραστήσουν μία απροκάλυπτη ‘ερωτική συνουσία’, μεταβάλλοντας έτσι τον ιερό αρχαιολογικό χώρο του θεάτρου του Πολυκλείτου σε ‘οίκο ανοχής’ […].
Το φως της παιδευτικής ψυχαγωγίας μας τύφλωσε με την έξαρση του πάθους μιας ορμητικής συνουσίας που συντελέστηκε μπρος στα μάτια χιλιάδων θεατών, οι οποίοι έντρομοι και ασφυκτιώντες από την μπόχα της χυδαιότητας, έσπευδαν να αποχωρήσουν από το αρχαίο κοίλο κραυγάζοντες: “αίσχος βέβηλοι, αίσχος προδότες, κρυφτείτε γουρούνια, σεβαστείτε την Επίδαυρο, όχι τσόντα στο αρχαίο θέατρο!”. Το πανδαιμόνιο ήταν τόσο που ο Διοικητής Χωροφυλακής διέταξε “έκτακτη περιφρούρηση” του αρχαίου χώρου από φόβο μήπως η αγανάκτηση και το μένος των θεατών πλήξει το περιβάλλον μέσα στο οποίο έγινε αυτή η πράξη […]. Καταγγέλλω προς πάσαν αρχή και δύναμη λαού και πολιτείας πως η καλλιτεχνική ασυδοσία που ενδημεί στις κρατικές σκηνές ωθεί τις αξίες του πνεύματος με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε έναν κατήφορο, το τέλος του οποίου λέγεται φασισμός”.
Βέβαια, ψύχραιμοι και ανοιχτόμυαλοι θεατές και κριτικοί που ήταν παρόντες θυμούνται καλά πως ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν παρουσίασε ποτέ «ερωτική συνουσία» στην Ορχήστρα της Επιδαύρου αλλά μία σκηνή, όπου αποκαλυπτόταν λίγο το στήθος της πρωταγωνίστριας».
«1997 - Το σφαγείο και ο Μπρεχτ
Ο Μηνάς Χατζησάββας υποδύεται τον «Διόνυσο» και η Γαλλίδα ηθοποιός Εβλίν Ντιντί την “Αγαύη” στις “Βάκχες” του Ευριπίδη σε παράσταση του ΚΘΒΕ που σκηνοθετεί ο Γερμανός Ματίας Λάνγκχοφ. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν οι αρχαιολόγοι της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων φοβούνται το μέγεθος και το βάρος του σκηνικού (ενός σφαγείου με σφαχτάρια) και δεν επιτρέπουν το στήσιμό του. Η πλευρά Λάνγκχοφ μένει ανένδοτη, το σκηνικό μένει άστητο επί τέσσερις μέρες και τελικά ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγ. Βενιζέλος παρεμβαίνει και δίνεται η άδεια – παρά τις ενστάσεις.
Και στην επιδαύρια πρεμιέρα όμως το σκηνικό-σφαγείο, ο ολόγυμνος “Διόνυσος” και η Γαλλίδα “Αγαύη” που δεν μπορεί να μιλήσει καλά ελληνικά προκαλούν θύελλα στις κερκίδες: “Αίσχος!”, “Σήκω Μινωτή, σήκω Παξινού να δείτε πού μας κατάντησαν!” κ.λπ. Αντιστοίχως αποδομητικές ήταν οι κριτικές. “‘Εκσυγχρονιστικό’ τερατούργημα” τιτλοφορούσε τη δική της στον “Ριζοσπάστη” η Αριστούλα Ελληνούδη, π.χ., επικαλούμενη στο κείμενό της τον Μπρεχτ που «[…] πίστευε ότι ο άνθρωπος αλλάζει, θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με τις συνθήκες. Ο Μπρεχτ επιβεβαιώνεται δραματικά με την περίπτωση του Ματίας Λάνγκχοφ. Επιβεβαιώνεται και από τη γενικότερη ‘αλλαγή’ του Λάνγκχοφ και με τις αλγεινές εντυπώσεις που αφήνει σε όσους δεν είναι από άγνοια επαμφοτερίζοντες, μωροί ‘κουλτουριάρηδες’, εθισμένα ξενόδουλοι, ‘μοντέρνοι’ ευρωλάγνοι, ή δεν είχαν ίδιον συμφέρον, με όσα –αμειβόμενος με εκατομμύρια από το μόχθο του λαού μας– σκηνικά έπραξε, εξευτελίζοντας την τραγωδία του Ευριπίδη και όσα περιφρονητικά είπε για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον πολιτισμό της […]”.
Για “Κιτς κεμπάπ” στην Επίδαυρο έγραφε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα “Νέα”, σχολιάζοντας μεταξύ άλλων ότι “το θέαμα της Επιδαύρου δεν μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση, παρά μόνο βαθιά κατάθλιψη για την κατάντια ορισμένων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ψυχαναλυτικώς το πράγμα κολάζεται. Οι άνθρωποι αυτοί ταπεινώθηκαν, χρειάστηκε να φάνε συχνά τα κόπρανά τους, όταν αποδεσμεύτηκαν έγιναν κυνικοί, αδιάφοροι, καλλιτεχνικώς ανήθικοι και εν τέλει μεταμοντέρνοι, δηλαδή οπαδοί της αισθητικής του σκουπιδοτενεκέ […]”».