«Έστω και αν είναι έτσι/ έξω και αν έχω πέσει/ έστω κι αν είναι έτσι/ εσύ που μου `λεγες πως μ’ αγαπάς/ Τώρα πού πας, τώρα πού πας;»
— Διάβασα το «Η αφανής καταγγελία και ο ατελής άνθρωπος» (Βήμα, 30/4/23) του Γιάννη Μεταξά από το μικρό αφιέρωμα «Τέχνη και εξουσία». Ο κ. Μεταξάς –επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών– διατυπώνει μια θέση για τις ύπουλες και πιο ουσιαστικές καταχρήσεις της εξουσίας που εντοπίζονται στα έργα τέχνης. Γράφει: «Πάρτε για παράδειγμα τον γνωστότατο πίνακα του Γουίλιαμ Μπλέικ, τον «Urizen», τον Οριστή του Κόσμου. Όπου ένα θεόμορφο ον ορίζει με αμείλικτη ακρίβεια το πόσο αρμονικός, πρέπει να είναι ο κόσμος, αν με έναν διαβήτη προσδιοριστεί. Δηλαδή επικαθορισμένος με ένα άψογο όργανο που λάθος δεν κάνει. [...] Πόσο όμως συμβαδίζει κάτι τέτοιο με τη φύση και την ιστορία του ανθρώπου που με τέτοια μιλιμετρική πρόθεση δεν έζησε ποτέ; Πόσο απάνθρωπο θα ήταν να αφαιρέσεις από τον άνθρωπο τη σχετικότητά του και ταυτόχρονα τη δυνατότητά του να σφάλλει; Αφού μέσα σε αυτή τη δυνατότητα μπορεί ο καθένας από τον άλλο να συγχωρεθεί και έτσι τον κόσμο να συγκατοικήσει; Η θεομορφία του προσώπου υφαρπάζει την υποτιθέμενη συγκατάθεσή μας σε αυτή την αρμονία που θέλει να επιβάλει. Και τον άνθρωπο πάνω σε μια τέτοια κλίμακα να τον μετρήσει, να τον κρίνει και να τον ιεραρχήσει. Και όχι να τον εντάξει ανάμεσά μας όπου όλοι έχουμε το δικαίωμα να τραγουδάμε “άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε”. Ο Γουίλιαμ Μπλέικ το τραγούδι αυτό δεν το είχε ακούσει», γράφει ο κ. Μεταξάς αναφερόμενος στο τραγούδι του Γιώργου Κοινούση (1940) αναφορικά με τα ακούσματα του Γουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827). Και διερωτάται ο αναγνώστης αν άραγε αυτή είναι κάποια απόπειρα χιούμορ ή αν η προσκόλληση του κ. Μεταξά σε μια ομολογουμένως ιδιότυπη σύνταξη τείνει να τον κάνει να εισαγάγει στα κείμενά του και ευφραντικούς αναχρονισμούς.
— Διάβασα το «Ένας άνθρωπος ασύλληπτης διάνοιας» (Καθημερινή, 29-30/4/23) του Μανώλη Ανδριωτάκη για το Τζον φον Νάιμαν - Ο άνθρωπος από το μέλλον, του Ananyo Bhattacharya (μετάφραση: Σταύρος Πανέλης, Εκδόσεις Τραυλός: 2022). Παραθέτω:
«Ως συγγραφέας βιβλίων εκλαΐκευσης της επιστήμης, ο Μπατατσάρια ξοδεύει πολλές λέξεις προκειμένου να κάνει κατανοητές τις έρευνες του Φον Νόιμαν, οπότε το αποτέλεσμα θα απομακρύνει αναγνώστες που δεν ενδιαφέρονται να εξοικειωθούν περισσότερο με το έργο του ιδιοφυούς μαθηματικού. Ο πιο απαιτητικός αναγνώστης ωστόσο, θα ικανοποιηθεί γιατί θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα την καταγωγή των ιδεών που διαμορφώνουν το τεχνολογικό σύμπαν του καιρού μας. Στο βιβλίο υπερτερεί ξεκάθαρα η επιστήμη και η ιστορία των ιδεών».
Διαβάζει ο αναγνώστης της παρουσίασης και μπαίνει στον πειρασμό, παρά αυτό το αδόκιμο «ξοδεύει πολλές λέξεις προκειμένου να κάνει κατανοητές τις έρευνες του Φον Νόιμαν», ότι μπορεί το βιβλίο να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Ο κ. Ανδριωτάκης όμως φροντίζει στη συνέχεια ώστε να αποθαρρύνει τον δυνητικό αγοραστή. Γράφει:
«Ο βιογράφος έχει πάρει πλήθος συνεντεύξεων από ανθρώπους που γνώρισαν τον διάσημο επιστήμονα, αποσπώντας τους μαρτυρίες κι ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, οι οποίες συνδυαστικά μας δίνουν μια πληρέστερη εικόνα του. “Παρότι λάτρευε πραγματικά τη μητέρα μου”, εκμυστηρεύεται η κόρη του Μαρίνα στον βιογράφο, “η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν η ίδια η σκέψη του, μια ενασχόληση στην οποία αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του και, όπως συμβαίνει με πολλές ιδιοφυΐες, φαινόταν να παραβλέπει τις συναισθηματικές ανάγκες των γύρω του”. Παρ’ όλα αυτά, ο Φον Νόιμαν περιγράφεται από φίλους του ως ένας πάντα ευγενικός, συνεσταλμένος και γενναιόδωρος άνθρωπος. Οδηγούσε σαν δημόσιος κίνδυνος στους χώρους του Πανεπιστημίου Πρίνστον και του άρεσε η καλή ζωή και το χρήμα».
Ένας ιδιοφυής άνθρωπος που «η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν η ίδια η σκέψη του»; Αλήθεια; Πόσο πρωτότυπο! Μα το ενδιαφέρον θα ήταν ακριβώς το αντίστροφο. Επιπροσθέτως, τι συμπέρασμα να βγάλει κανείς γι’ αυτό τον «συνεσταλμένο άνθρωπο» που «[ο]δηγούσε σαν δημόσιος κίνδυνος στους χώρους του Πανεπιστημίου Πρίνστον»; Πόσο δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορεί αφενός οι αντιφάσεις να συνιστούν ίδιον του ανθρώπου, αλλά η αποτύπωσή τους, έστω και στην παρουσίαση μιας βιογραφίας, απαιτούν έναν τρόπο που να ξεπερνάει την κωμικοτραγική αντίθεση που βγάζει εδώ ο συντάκτης.
— Διάβασα το «Νάρκισσος, Μανιχαίος, Καϊάφας – και Καβάφης» (Καθημερινή, 29-30/4/23) του Παντελή Μπουκάλα που συνιστά εξαίρετη αποτύπωση του προεκλογικού σκηνικού. Παραθέτω:
«Η αλήθεια να λέγεται. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρει ένας μνηστήρας της λαϊκής ψήφου να μη σαγηνευτεί από κανέναν της τριάδας που απεικονίστηκε πριν. Να μη διολισθήσει στην πίστη ότι τυγχάνει Παράκλητος, ένας Εκλεκτός της Ιστορίας. Να μην προβάλλει τον εαυτό του σαν Πατέρα του Φωτός, κατηγορώντας τους αντιπάλους του σαν υπηρέτες του Άρχοντα του Σκότους. Και να μη δίνει το ένα ρεσιτάλ φαρισαϊσμού μετά το άλλο. Χρειάζεται εξαιρετική ψυχοπνευματική ωριμότητα, καλή αίσθηση του χιούμορ και αυτοσαρκαστική προθυμία για να μην καταλήξει στην αυτογελοιογράφηση ο μεσσιανικός ψηφοθηρευτικός λόγος. Δυστυχώς, η προεκλογική μας αγορά δεν διαθέτει αξιοσημείωτες δόσεις αυτοσαρκασμού. Αντίθετα, μας βομβαρδίζει με μελόδραμα, σοβαροφάνεια και μπόλικες “μοναδικότητες”».
Ο «Καβάφης» της επικεφαλίδας απαντάται στην τελευταία παράγραφο της επιφυλλίδας:
«“Πολλοί βεβαίως θα μιλήσουνε πολλά”, προειδοποιούσε το 1900 ο Κ. Π. Καβάφης, με το “ατελές” ή “κρυμμένο” ποίημα “Οταν ο φύλαξ είδε το φως”, των Ατρειδών ο φύλαξ. Κι εμείς; “Ημείς ν’ ακούμε. Ομως δεν θα μας γελά/ το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος./ Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος/ αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος”».
— Διάβασα το αφιέρωμα «Το ταξίδι του Κ.Π. Καφάβη συνεχίζεται» (Καθημερινή, 29-30/4/23) όπου «Ποιήτριες και ποιητές του σήμερα γράφουν για το αγαπημένο τους δημιούργημά του με αφορμή τα 90 χρόνια από τον θάνατό του». Γράφει η Όλγα Παπακώστα για το «Όσο μπορείς»: «Αν και δεν είναι το ωραιότερο ποίημα του Καβάφη, το άφυλο, ανέραστο, ανιστόρητο (πλην φιλοσοφικότατο) “Όσο μπορείς” συγκαταλέγεται στα πιο αγαπημένα μου. Το θεωρώ ultra-moderne (όπως θεωρούσε ο Καβάφης τον εαυτό του), εφιαλτικό και ακαταμάχητο. Απ΄τα μαθητικά μου χρόνια είχα τη σιγουριά ότι όποιος δίνει αυτή τη συμβουλή, είτε στον αναγνώστη είτε στον εαυτό του, την έχει ήδη πατήσει και όχι μόνο δεν ζει τη ζωή του που θα ‘θελε, αλλά επιπλέον θα καταντήσει, αργά ή γρήγορα να την αισθάνεται σαν ανυπόφορο βάρος». Τι να πρωτοσχολιάσει, αλήθεια, κανείς σε αυτό το σύντομο κείμενο; Τη γραμμή σκέψης που φαίνεται να αναζητά «το ωραιότερο ποίημα του Καβάφη»; Το ότι ένα «άφυλο, ανέραστο, ανιστόρητο» ποίημα δύναται να είναι «φιλοσοφικότατο»; Τον συνδυασμό των προσδιορισμών «ultra-moderne», «εφιαλτικό» και «ακαταμάχητο» σε μια πρόταση; Το ότι κάποιος κυκλοφορεί και δίνει συμβουλές σε αναγνώστες και στον εαυτό του ορμώμενος από ποιήματα; Ή, τέλος, αυτό το «[...] την έχει πατήσει και όχι μόνο δεν ζει τη ζωή του που θα ‘θελε, αλλά επιπλέον θα καταντήσει, αργά ή γρήγορα να την αισθάνεται σαν ανυπόφορο βάρος»;