— Γνώση είναι αυτό που μένει όταν πέφτει το Wi-Fi.
— Διάβασα το «Η “συνθετική εποχή” της γραφής» του Μανώλη Ανδριωτάκη (Καθημερινή, 5/3/23). Το άρθρο σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις από το μέτωπο της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) αναφορικά με τη δεξιότητα της γραφής γενικά, αλλά και της λογοτεχνικής γραφής ειδικά. Το άρθρο περιέχει και σχόλια συγγραφέων για το πώς βλέπουν το ChatGPT.
Η εύλογη απορία που προκύπτει εδώ δεν σχετίζεται με την ουσία του θέματος αλλά με την παρουσία του Τζόναθαν Φράνζεν ανάμεσα στους Έλληνες συναδέλφους του. Το γνωρίζει άραγε ο συμπαθής κ. Φράνζεν ότι συμμετείχε σε μια τέτοια συζήτηση;
Ως –πιο σοβαρό– σχόλιο στο άρθρο θα προτείνω μια νοητική εικασία. Πώς άραγε, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα βλέπει μια από αυτές τις μηχανές ΤΝ τους συγγραφείς τού παρελθόντος; Θα τους κοιτάζει με συγκατάβαση και στοργή ως κάτι ξεπερασμένο; (Αν δεν μπορούμε να προσδοκούμε στοργή από τις μηχανές, φοβάμαι ότι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση ήδη πνέει τα λοίσθια.) Ή θα τους θεωρεί απλώς ρατσιστές που δεν θα καταδέχονται να την αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις; Η απάντηση θαρρώ βρίσκεται κάπου στη μέση: στο μέλλον, οι συνέργειες ανθρώπου και μηχανής θα διευρυνθούν με πολύ πιο άμεσο τρόπο ακόμη και σε νοητικές λειτουργίες μας που χαρακτηρίζονται από βαρύ γνωστικό φορτίο – όπως η δημιουργική γραφή. (Οι πικρόχολοι ας μην διερωτώνται αν η δημιουργική γραφή όντως χαρακτηρίζεται από βαρύ γνωστικό φορτίο.) Η γραμμή ανάμεσα σε εμάς και στις μηχανές θα γίνει ακόμα λιγότερη διακριτή. Και λέω ακόμα λιγότερο γιατί ο νους, παρά την όποια αφέλειά μας, ποτέ δεν περιορίστηκε στα όρια του κρανίου ή του σώματός μας.
— «Τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ. Ο ήχος αυτός με ενθουσίαζε από την εποχή που ήμουν ακόμα μικρό κορίτσι. Ένας ήχος που με έκανε να αισθάνομαι ότι είμαι “πρωταγωνίστρια” σε κάποιο παραμύθι ή κινηματογραφική ταινία. Τα ταξίδια με τρένο, κοντινά ή μακρινά, ήταν τα αγαπημένα μου. Το τρένο αποτελούσε το λατρεμένο μου μέσο μεταφοράς. Ακριβώς επειδή είχε κάτι από μια άλλη εποχή, μου έφερνε στη μνήμη εικόνες από παραμύθια της γιαγιάς, ή σκηνές από φιλμ με big stars». Έτσι ξεκινάει η «Σίβυλλα» (Βήμα, 5/3/23). Αποφεύγω να σχολιάζω κείμενα της κ. Σφέτσα για προφανείς λόγους. Λυπάμαι ειλικρινά, όπως έχω αναφέρει ξανά, που η κ. Σφέτσα δεν έχει στην εφημερίδα κανέναν δικό της άνθρωπο να της πει μια κουβέντα από γνήσιο ενδιαφέρον.
— Η Μαρία Καμπάνταη στη στήλη «Συστάσεις», στο Βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα, 4/5/3/23) κερδίζει επάξια μια αναφορά στη στήλη καθώς στην ερώτηση για τα «Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν…» προτείνει και το δικό της βιβλίο, αφού έχει όμως προτείνει τρία βιβλία που δεν έχει συγγράψει η ίδια. «[...] [Θ]α πετούσα όμως από τη χαρά μου, αν κάποιος διάλεγε και το δικό μου πρώτο βιβλίο, “Ανελκυστήρας-Αληθινές ιστορίες για τις δυνάμεις που απορείς κι εσύ πού τις βρήκες ή πού τις έχασες “ από τις εκδόσεις Αρμός, όπως το διάλεξα κι εγώ για τη βιβλιοθήκη του Λυκείου του γιού μου [...]». Εύγε στον κάθε συγγραφέα που δεν διστάζει να φανταστεί τον εαυτό του στις βιβλιοθήκες των Λυκείων.
— Είναι λυπηρό να διαβάζει κανείς διαφημιστικά κείμενα από κάποιον σαν τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, που, παρά την πατίνα του χρόνου που χαρακτηρίζει τα κείμενά του εξακολουθεί να προσφέρει, ενίοτε, θεματικές θεάσεις από ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες. Στο «Βιβλιοδρόμιο» του Σαββάτου όμως, στο «Η γλώσσα ως σωσίβιο» (Τα Νέα, 4-5/3/23) μας παραθέτει έναν ολοσέλιδο δεκάρικο για τον παλιό του φίλο Γιώργο Μπαμπινιώτη. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Ο Μπαμπινιώτης απογείωσε την επιστήμη του και συνάμα ως πραγματικός δάσκαλος του Γένους (ας μη μας τρομάζουν οι χαρακτηρισμοί όταν μιλούν τα πράγματα) επιδόθηκε σε μια υψηλού βαθμού εκλαΐκευση του γλωσσικού μας φαινομένου». Ο κ. Γεωργουσόπουλος επιδίδεται σε μια περιγραφή τού φαινομένου «Μπαμπινιώτης» και όχι στην ανάπτυξη κάποιου είδους επιχειρηματολογίας για έστω το κομβικό στοιχείο του έργου του κ. Μπαμπινιώτη – ότι «η γλώσσα είναι και αξία». Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργουσόπουλος: «Εγώ, ακολουθώντας τη μεγαλοφυία του Τσόμσκι, του σημαντικότερου γλωσσολόγου στην ιστορία γλωσσικών μελετών, ακολουθώντας και τον Μπαμπινιώτη, θεωρώ πως η γλώσσα είναι αξία από μόνη της, ως πνευματικό αγαθό, μοναδικό στον κόσμο των φαινομένων, φυσικών και πνευματικών». Αμέσως μετά από αυτό το απόσπασμα ο συντάκτης γράφει: «Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περαιτέρω». Θα περίμενε κανείς ότι ο κ. Γεωργουσόπουλος, που προφανώς μπορεί να διακρίνει τι συνιστά επιχείρημα και τι όχι, δεν θα κορόιδευε έτσι τους αναγνώστες του. Το κείμενο φτάνει στο σημείο να παραθέσει μέχρι και τα κεφάλαια του πρώτου μέρους του έργου του γλωσσολόγου, που προσέφερε το Βήμα. Η κορύφωση δεν περιέχει εκπλήξεις: «[...] Σκέφτομαι πως ο φίλος Γιώργος Μπαμπινιώτης δεν θα είχε αντίρρηση, αν ένα ανοιχτόμυαλο υπουργείο Παιδείας εφοδίαζε όλα τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας, εννοώ τις βιβλιοθήκες τους, με το πολύτιμο για τη γλωσσική μας αυτογνωσία έργο του. Το ΒΗΜΑ το δώρισε στον Έλληνα αναγνώστη της εφημερίδας, καιρός να τον γνωρίσει και η νεολαία στα σχολικά θρανία». Παρατηρήστε πως είτε μιλάει μία άγνωστη συγγραφέας είτε κάποιος που αναφέρεται σε έναν «δάσκαλο του Γένους», ο παρονομαστής είναι κοινός: αμφότεροι εποφθαλμιούν τον κρατικό κορβανά· αμφότεροι προσβλέπουν σε ένα «ανοιχτόμυαλο υπουργείο παιδείας» και τις βιβλιοθήκες των σχολείων για να πραγματώσουν τα όνειρα μεγαλείου και πωλήσεών τους.
— Στις διαφημιστικές καταχωρήσεις προσμετράται και το κείμενο «Από το “Ελευτερία ή θάνατος” στο “Ελευτερία και θάνατος”» της Παρής Σπίνου στην Εφ.Συν (4-5/3/23) που προωθεί το «Ο Καπετάν Μιχάλης» από το γνωστό πλέον «πρότζεκτ “Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα”» των εκδόσεων «Διόπτρα». Έτσι, ο αναγνώστης πρέπει να υποστεί το copywriting προτάσεων όπως: «Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η ποιητικότητα και η ιδιαιτερότητα της γλώσσας του, με τη σημασιολογική της διαφάνεια και τον εκφραστικό πλούτο, κάνουν επιτακτική την ανάγνωση των βιβλίων του από όλες τις γενιές». Αναζήτησα στο κείμενο ένα σημείο που να διατυπώνει η κ. Σπίνου κάποια δική της σκέψη για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και κατάφερα να το εντοπίσω: «Στον “Καπετάν Μιχάλη” απεικονίζεται καθαρά η ορμή του ανθρώπου προς τη δικαιοσύνη ενάντια στην τυραννία, συνθέτοντας ένα ψηφιδωτό από πρόσωπα και κουλτούρες που συγκρούονται και ταυτόχρονα προσπαθούν να βρουν κοινό έδαφος». Το υπόλοιπο κείμενο συνίσταται σε παραθέσεις αποσπασμάτων από τον πρόλογο του μυθιστορήματος που υπογράφει ο κ. Γιώργος Περαντωνάκης. Το έχω ξαναπεί: οι εκδόσεις Διόπτρα προικίζουν αυτά τα βιβλία με όλα τα απαραίτητα βοηθήματα ώστε να καθίσταται η δουλειά των διαφημιστών ανθρώπινη. Από μία άποψη η κ Σπίνου ανεβαίνει στην εκτίμησή μου, γιατί καθώς φαίνεται αρνήθηκε να διαβάσει το μυθιστόρημα και να εκφέρει άποψη. Πεποίθηση μου εξάλλου είναι ότι ουδείς εχέφρων αναγνώστης δεν θα πρέπει να μπαίνει στον κόπο να διαβάζει Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης ανήκει πλέον στους μελετητές του και μόνον – προφανώς και δεν ψέγω κανέναν για το αντικείμενο της έρευνας στην οποία αποφασίζει να επιδοθεί. Γράφει, προς το τέλος του κειμένου, η κ. Σπίνου: «Διαχρονικό και επιδραστικό το πνεύμα του Νίκου Καζαντζάκη. Όχι τυχαία σε πανελλήνια έρευνα του περιοδικού “Διαβάζω” τον Ιανουάριο του 2001 ο Κρητικός συγγραφέας κατέλαβε την πρώτη θέση ανάμεσα στους Έλληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα και ο «Καπετάν Μιχάλης» εντάχθηκε στην πρώτη δεκάδα των δημοφιλέστερων ελληνικών βιβλίων». Δώστε έμφαση σε αυτό το «2001», που, δυστυχώς, δεν αναφέρεται στην «Οδύσσεια του Διαστήματος».