Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
I know what you did last week (27/8-2/9/24)

— Ένεκα της ημέρας: «Σε μια άλλη ιστορία ο αφηγητής [...] διασκεδάζει στο μαγαζί του Κόττα στην Πάτρα, πηγαίνει κάποια στιγμή στο μπάνιο και, όταν βγαίνει, έχει γίνει ο Ανδρέας Παπανδρέου» (Το Βήμα, 1/9/24).

Από την παρουσίαση του Γρηγόρη Μπέκου για τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Μανιάτη Η Καγκέλω (Μετρονόμος 2024).

 

«Το θέμα δεν είναι αν συμφωνώ ή διαφωνώ με τις λίστες των βιβλίων και των περιοδικών στις εφημερίδες, ή στα ηλεκτρονικά περιοδικά, freepress = “τζάμπα” Τύπος. Το θέμα μας είναι πάντα το βιβλίο. Εχω την εντύπωση και στα τρία είδη που υπάρχουν – εφημερίδες, free press, ηλεκτρονικός Τύπος – υπάρχει ανταλλαγή μόνον με διαφημιστικές καταχωρήσεις, στα φύλλα άμεσα με την επιλογή των βιβλίων ή παλαιότερες ή επικείμενες αφίξεις διαφημίσεών τους. Εχοντας υπάρξει για τρία (3) χρόνια διευθυντής της “Βιβλιοθήκης”, καταφύγιο θηραμάτων, της Ελευθεροτυπίας έκανα κάτι πρωτότυπο, όχι με ανταλλαγή διαφημίσεών τους. Κάθε εβδομάδα παρουσίαζα με τους συνεργάτες μου, 120-150 βιβλία, έστω και με λίγες λέξεις και χωρίς το αμερικάνικο best seller – νεοελληνική απάτη και περιττή μίμηση της αλλοδαπής. Ο Τσαρούχης μου έλεγε: “Οι Ελληνες αν θέλουν να μιμηθούν το γελοίο, δεν τους πιάνει κανείς. Το κάνουν καλύτερα”. Οταν στην Ελλάδα εκδίδονται τον χρόνο 8.000 – 9.000 βιβλία, διάολε, δώσε τόπο στο μέλλον των ανθρώπων που ακόμη πολεμούν εδώ με τυπογραφεία, τις νέες τέχνες, μόδες, δηλαδή την κατάργησή τους» («Η λίστα του Σίντλερ και τα βιβλία στην Ελλάδα», Τα Νέα, 28/8/24), γράφει ο Γιώργος Χρονάς, στο «Debate της ημέρας», «Μπορεί να εμπιστευτεί ο αναγνώστης τις λίστες των καλύτερων βιβλίων;», που επιμελείται ο Θανάσης Νιάρχος.

Στην άλλη πλευρά, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γράφει: 

«Λίστες με τα 10 πρώτα βιβλία σε πωλήσεις αυτήν την εβδομάδα. Με τα 100 καλύτερα του καλοκαιριού. Της χρονιάς, της δεκαετίας. Και πάει λέγοντας. Κατ’ αρχάς το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις δημοσκοπήσεις. Λιγότερο σφυγμομετρούν την κοινή γνώμη και περισσότερο τη διαμορφώνουν με τα αποτελέσμάτά τους. Οι λίστες είναι παρεπόμενο της άκρατης εμπορευματοποίησης του βιβλίου. Χειραγωγούν τους αναγνώστες-αγοραστές και διευκολύνουν το μάρκετινγκ εκδοτών και βιβλιοπωλείων. Οι λίστες παίζουν τόσο καλά το παιχνίδι όσων εμπλέκονται στις πωλήσεις του βιβλίου, ώστε αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τις εφεύρουν. [...] Οι λίστες με τα ευπώλητα τυγχάνουν συχνά αναξιόπιστες. Θα μπορούσαν να επαληθεύονται, αλλά δεν. [...] Οι λογιστές των εκδοτών και των βιβλιοπωλείων, ακόμη και η Εφορία, θα μπορούσαν κάλλιστα να παρέχουν αντικειμενικά στοιχεία της εμπορικής κίνησης των βιβλίων. [...] Το θέμα είναι τι γίνεται με τη μεγάλη μάζα των βιβλίων, εκείνη που εκτείνεται ανάμεσα στα 10 πρώτα σε πωλήσεις και στα 10 τελευταία. Η αχανής αυτή γκρίζα ζώνη, όπου περιλαμβάνονται και σπουδαία έργα, θυμίζει ενίοτε νεκροταφείο με παραγνωρισμένα διαμάντια. Με άλλα λόγια, η ξέφρενη παραγωγή βιβλίων αποτελεί τον μέγα λογοκριτή της εποχής μας, ο οποίος κατ’ ουσίαν ασκεί την εξουσία του δια του πληθωρισμού. [...] Το δύσμοιρο ευρύ αναγνωστικό! Αποχαυνωμένο από τον ρηχό, “φαστ φουντ” τρόπο ζωής του. Και πελαγωμένο από τον κατακλυσμό των καινούργιων τίτλων. Χαίρεται να το κατευθύνουν μέσα από τις ποικίλες λίστες» («Παρεπόμενο της άκρατης εμπορευματοποίησης του βιβλίου», Τα Νέα, 28/8/24). 

Αυτό που παίρνουν ως δεδομένο αμφότεροι οι “αντίπαλοι” του «debate» είναι η πληθώρα των βιβλίων. Μα τι ακριβώς έχει συμβεί και “ξαφνικά” εκδίδονται «8.000 - 9.000» βιβλία τον χρόνο; Πουλάει τόσο πολύ το βιβλίο; Διαβάζουμε περισσότερο; Τίποτα από τα δύο. Ο πληθωρισμός οφείλεται στη μεγάλη αλλαγή που έχει λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια στα εκδοτικά δρώμενα: στην αυτοέκδοση. Οι εκδότες τυπώνουν βιβλία, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν για την έκδοσή τους. Αν θέλετε την άποψή μου, καλά κάνουν οι εκδότες. Η συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων που τυπώνονται δεν προορίζεται για να πουλήσει, αλλά για να ικανοποιήσει την οίηση των δήθεν συγγραφέων. Το κάθε ένα από αυτά τα βιβλία έχει «βγάλει τα λεφτά του» πριν φτάσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Αν πουλήσει και πενήντα αντίτυπα, τόσο το καλύτερο. «Η αχανής αυτή γκρίζα ζώνη, όπου περιλαμβάνονται και σπουδαία έργα, θυμίζει ενίοτε νεκροταφείο με παραγνωρισμένα διαμάντια», που αναφέρει ο κ. Ραπτόπουλος, μπορεί να είναι πραγματικά αχανής αλλά «παραγνωρισμένα διαμάντια», πολύ φοβάμαι, δεν κρύβει. Όποιος παρακολουθεί τα εκδοτικά δρώμενα είναι εξαιρετικά δύσκολο να χάσει κάποιο «διαμάντι». Γράφω για 52 βιβλία τον χρόνο και διαβάζω περίπου άλλα τόσα, μόνο από νεοέλληνες συγγραφείς. Δεν υπάρχουν «παραγνωρισμένα διαμάντια». Τα βιβλία, προ της έκδοσής τους, υπόκεινται σε μια στοιχειώδη αξιολόγηση. Οι μεγάλοι εκδότες, παρά το γεγονός ότι δέχονται αυτοεκδόσεις, δεν δέχονται τα πάντα. Κάνουν ξεσκαρτάρισμα, άρα έχουν επίγνωση τι ακριβώς φτάνει στους οίκους του. Οι μικρότεροι εκδότες, οι εκδότες που συστηματικά δουλεύουν με αυτοεκδόσεις, μπορεί να είναι πιο ελαστικοί στο τι θα τυπώσουν αλλά και πάλι έχουν επίγνωση της ποιότητας των βιβλίων που εκδίδουν. Το «παραγνωρισμένο διαμάντι» είναι έννοια που προσιδιάζει περισσότερο τη μυθοπλασία παρά την πραγματικότητα. Αναφέρω τη χαρακτηριστική περίπτωση του Μιχάλη Αλμπάτη, με το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (Νήσος 2022), που μπορεί να δέχτηκε είκοσι απορρίψεις αλλά τελικά βρήκε τον δρόμο του.     

«Οι λίστες με τα ευπώλητα τυγχάνουν συχνά αναξιόπιστες. Θα μπορούσαν να επαληθεύονται, αλλά δεν. [...] Οι λογιστές των εκδοτών και των βιβλιοπωλείων, ακόμη και η Εφορία, θα μπορούσαν κάλλιστα να παρέχουν αντικειμενικά στοιχεία της εμπορικής κίνησης των βιβλίων» γράφει ο κ. Ραπτόπουλος. Θα σας πω ότι ούτε οι ίδιοι οι συγγραφείς γνωρίζουν ακριβώς πόσα βιβλία πουλάνε. Έχουν επίγνωση στο περίπου. Έχουν επίγνωση για το προφανές, αν κάνουν δεύτερη ή τρίτη ανατύπωση, αλλά πόσα βιβλία ακριβώς πουλάνε, δεν είναι σίγουροι. Επομένως, μην ζητάμε να μάθουμε εμείς, οι αναγνώστες, τα ακριβή νούμερα. 

 

— Διάβασα το «Hydra Book Club – Τζος Χίκι, τι γυρεύεις εσύ, ένας Αμερικάνος βιβλιόφιλος, στην Ύδρα;» (Καθημερινή, 1/9/24) της Μαργαρίτας Πουρνάρα στη στήλη «Αθηναϊκά Plus». 

Τον κ. Χίκι τον συναντάμε για δεύτερη χρονιά στην Καθημερινή. Πέρσι, τον παρουσίασε η κ. Σκαράκη, ως «Χίκυ», φέτος η κ. Πουρνάρα, ως «Χίκι». Ο κ. Χίκι, έχει ένα «pop up (δηλαδή εφήμερο) βιβλιοπωλείο». Ακόμη και η φωτογραφία του, που χρησιμοποιήθηκε στο φετινό άρθρο, είναι ίδια με την περσινή. 

Παραθέτω:

«Η αλήθεια είναι ότι ο γεννηθείς στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ έχει μισογίνει Υδραίος, αφού μοιράζεται τη ζωή του ανάμεσα στον Αργοσαρωνικό, στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Πέραν των σπουδών του στη λογοτεχνία, ο Χίκι εργάστηκε για πολλά χρόνια στον οίκο Cartier, στον τομέα της διοργάνωσης εκδηλώσεων. Είναι ένας επαγγελματίας και πολίτης του κόσμου: “Πρωτοήρθα για διακοπές το 2009 και έκτοτε έχω αναπτύξει μια ιδιαίτερη σύνδεση. Θέλησα με τον δικό μου τρόπο να δώσω κάτι και εγώ στην Ύδρα, μια και αυτή μου φέρθηκε γενναιόδωρα από την πρώτη στιγμή. Διαπίστωσα πως υπήρχε μια κραταιά κοινότητα καλλιτεχνών, μουσικών, ποιητών και συγγραφέων, αλλά και πως η λογοτεχνική παραγωγή για το νησί αυτό κλείνει πλέον έναν αιώνα ζωής. Κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα να φτιάχνω μια φορά τον χρόνο αυτό το βιβλιοπωλείο και να συγκεντρώνω σπάνιες, αλλά και νέες εκδόσεις, σε διαφορετικές γλώσσες για την Ύδρα”. Το εγχείρημα του Χίκι έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία, αφού στηρίζεται στους πλέον χαρισματικούς λογοτέχνες που έβαλαν τους ήρωές τους να τριγυρίζουν και να ερωτοτροπούν στα σοκάκια, να μιλάνε για την αρχιτεκτονική, τη θάλασσα, το φαγητό, τη μοναξιά, με ήρωες όπως οι μποέμ προσωπικότητες της Καραπάνου, οι κυράδες του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, αυτοί που αγαπάνε τους κάκτους και τα φραγκόσυκα του Σαχτούρη. Από κοντά οι στίχοι του Λέοναρντ Κοέν, ο  Κολοσσός του Μαρουσιού  του Μίλλερ, η Ελλάδα και η Ύδρα της Ρέιτσελ Κασκ. Τι να πρωτοδιαλέξεις;». 

Θα σχολιάσω μόνο ότι και αυτό το «[...] μια και αυτή μου φέρθηκε γενναιόδωρα από την πρώτη στιγμή», που αναφέρει για την Ύδρα ο κ. Χίκι, ανήκει, επίσης, στη σφαίρα της μυθοπλασίας και όχι της πραγματικότητας. 

 

— Ξεχώρισα, απ' όλες τις νεκρολογίες και τα άρθρα, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο του σαββατοκύριακου, για τον Χρήστο Γιανναρά ένα σημείο από τη συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου στον Σάκη Ιωαννίδη «Οι νεοορθόδοξοι δεν είχαμε πιει μαζί ούτε καφέ» (Καθημερινή, 1/9/24).   

«– Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από τη σχέση σας όλα αυτά τα χρόνια. Πώς ήταν πραγματικά; Είχατε επαφές;

– Ηταν φιλικά αμφίθυμη. Η τελευταία μας επικοινωνία ήταν πριν από κανένα μήνα, όταν μου τηλεφώνησε για ένα βιβλίο μου που τον ενδιέφερε, ένα βιβλίο που περιελάμβανε τα άρθρα μου στην «Καθημερινή» για τα 200 χρόνια από το 1821. Η τελευταία φορά που είχαμε ανταμώσει και φάγαμε παρέα ήταν πριν από αρκετά χρόνια, στο Ιντεάλ. Οπως τρώγαμε, πέρασε κάποιος από δίπλα μας και κατάπληκτος είπε: “Εσείς οι δυο μαζί;”. Και γυρίζει ο Χρήστος και του απαντάει: “Ποιος είναι ο κακός;”. Οι φήμες έλεγαν ότι ήμασταν φοβεροί εχθροί, ασυμφιλίωτοι. Όχι, ο καθένας αντιμετώπιζε με τον τρόπο του τα πράγματα, αλλά η μεταξύ μας σχέση ήταν ο δεσμός δύο ανθρώπων που καταλαβαίνουν αρκετά ο ένας τον άλλο».