— Quote της εβδομάδας: «Είμαι Κριός. Νομίζω με Υδροχόο. Μπορεί να είμαι πολύ επίμονος. Δεν είμαι υπομονετικός, αν ξέρω ότι χάνω τον χρόνο μου σε μια συζήτηση. Μπορεί και να υψώσω τον τόνο της φωνής». Από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Στέφανος Κασσελάκης στον Σταύρο Θεοδωράκη.
— Διάβασα το «"Λογοτεχνία, χωρίς άλλες σκέψεις"» (Βήμα, 8/10/23) του Γρηγόρη Μπέκου που αναφέρεται στο φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας που απονεμήθηκε στον Νορβηγό Γιον Φόσε. Σε δήλωσή του, είπε ο Φόσε, και το μεταφέρει ο κ. Μπέκος, «[...] ότι βλέπει το συγκεκριμένο βραβείο, το δικό του Νομπέλ "ως μια επιβράβευση της λογοτεχνίας που έχει πρώτο και κύριο σκοπό να είναι ακριβώς αυτό, λογοτεχνία πάνω απ' όλα, χωρίς άλλες σκέψεις"».
Ναι, ωραίο αυτό, δεν λέω, αλλά ρωτώ: δεν θα ήταν προτιμότερο να το είχε διατυπώσει κάποιος άλλος εκτός από τον Φόσε; Γράφει ο κ. Μπέκος στη συνέχεια: «Αντιλαμβανόμαστε εύκολα τι υπονόησε ο Φόσε, τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, την πολιτισμική επικαιρότητα και ποικίλα στοιχεία τα οποία ενίοτε συνδιαμορφώνουν δίπλα στα καλλιτεχνικά κριτήρια τις, συχνά αμφισβητούμενες, επιλογές των Σουηδών. Αυτό που, επίσης, υπονόησε ο Φόσε είναι ότι στο πρόσωπό του, στο έργο του, αντανακλάται το θεμελιώδες προαπαιτούμενο της "υψηλής" ή "καθαρής” λογοτεχνίας. Ναι, μάλλον έτσι είναι, εδώ σπεύδουμε να αφαιρέσουμε τα εισαγωγικά με κάμποση ανακούφιση».
Η αναφορά σε «υψηλή» και ειδικά σε «καθαρή» λογοτεχνία, επιτρέψτε μου να πω, ότι βρωμάει από το κεφάλι. Η λογοτεχνία παραμένει ο μοναδικός πιστός καθρέφτης της φύσης και κάθε άλλο παρά ασπάζεται τις καθαρές και «τελικές» λύσεις. Το να μιλάει κανείς για «καθαρή» λογοτεχνία συνιστά προσβολή στην έννοια της λογοτεχνίας που υπό τη σκέπη της θάλλουν αρμονικά, μέσω του έργου τους, απόκληροι, παρίες και κάθε είδους εξαιρέσεις.
Στο τέλος του άρθρου διαβάζουμε «Ο Γιάννης Χουβαρδάς με τη σειρά του, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει τρία θεατρικά έργα του Φόσε στην Ελλάδα, είπε στην εφημερίδα ότι είναι από παλιά "φανατικός θαυμαστής και υποστηρικτής του" και ότι ως φίλος και κάποιες φορές συνεργάτης του, μοιράζεται "την καθαρά ανθρώπινη χαρά του σεμνού Φόσε, αυτές τις ώρες". Μίλησε για "την ακραία συμπύκνωση και την ακραία ουσία" στα κειμενά του, ποιότητες που "μας καλούν να ανακαλύψουμε τι κρύβεται κάτω από τις λέξεις". Και υπογράμμισε, στο τέλος, ο Γιάννης Χουβαρδάς: "Ο Φόσε είναι ποιητής, δεν καμώνεται τον ποιητή. Η θεατρική του γραφή είναι ήπια και υποδόρια ωστόσο, περισσότερο ίσως και από του Σαίξπηρ, για εμένα τουλάχιστον. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά έχουν και οι δύο μιαν αντίστοιχη αξία για την εποχή τους"».
Μου άρεσε αυτή η «ακραία ουσία» που αναφέρει ο κ. Χουβαρδάς, αν και δεν κατανοώ τι ακριβώς σημαίνει. Δεν πείθομαι για τη σεμνότητα του Γιον Φόσε αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή.
— Διάβασα το «Πονάνε οι μπουνιές στα social media;» (Καθημερινή, 8/10/23) της Σίσσυς Αλωνιστιώτου. Η κ. Αλωνιστιώτου εκφράζει ένα παράπονο για το πόσο αβασάνιστα εκτοξεύονται κατηγορίες κατά δημοσιογράφων από το βήμα των ΜΚΔ. Στη συνέχεια, διατυπώνει και κάποια επιχειρήματα για να μας πείσει ότι η συγκεκριμένη πρακτική είναι λανθασμένη. «"Φτάνει, δημοσιογράφοι! Γκώσαμε πια!" έγραψε κάποιος. Φυσικά γκώσατε. Αλλά δεν σας περνάει από τον νου να κοιτάξετε λίγο τη δική σας βουλιμία για ειδήσεις που είναι αδύνατον να καλυφθεί παρά μόνον μ’ αυτά που σας έκαναν να… γκώσετε; Να αναρωτηθείτε από πού προκύπτει και να προχωρήσετε στην αναζήτηση μιας σχετικής δίαιτας;» γράφει με αφορμή «[...] τις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες». Παρότι δεν μπορώ να πω ότι δεν κατανοώ τη θέση της θα εξηγήσω γιατί τα επιχειρήματά της δεν με πείθουν.
«Πράγματι, όπως έγραψε ο Ανδρέας Δρυμιώτης (Καθημερινή, 24/09) "στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ η κάλυψη ήταν απαράδεκτη. Κάθε εικόνα έπρεπε να έχει χρονοσήμανση (ημέρα και ώρα) και το ακριβές στίγμα (από το Google Maps), ώστε ο τηλεθεατής να έχει σαφή αντίληψη για τι και πού είναι αυτό που βλέπει. Οι περιγραφές διαγωνίζονται στη δραματοποίηση και στην υπερβολή". Αλλά ξέρετε, επίσης πράγματι, οι δημοσιογράφοι προέρχονται από τα σπλάχνα σας, από αυτήν την ίδια κοινωνία. Από την ίδια παιδεία, τα ίδια σχολεία, τα ίδια πανεπιστήμια. Δεν τους πέταξε κάποιο ούφο στην "ωραιότερη χώρα του κόσμου" για να σας συγχύζουν».
Το ότι «οι δημοσιογράφοι προέρχονται από τα σπλάχνα [μας], από αυτήν την ίδια κοινωνία. Από την ίδια παιδεία, τα ίδια σχολεία, τα ίδια πανεπιστήμια» όμως δεν μας λέει κάτι ιδιαίτερο, γιατί όλες και όλοι, από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο τροχό της αμάξης, προερχόμαστε από την ίδια κοινωνία. Είναι άλλα χαρακτηριστικά και άλλες ιδιότητες και δεξιότητες που μας διαφοροποιούν και οδηγούν κάποιους να ασκούν το επάγγελμα του δημοσιογράφου και κάποιους άλλους να εμφανίζονται ως απλοί χρήστες ΜΚΔ που εκτοξεύουν άκριτα "μπουνιές".
«Αντιμετωπίζοντας την κάκιστη δημοσιογραφία, όπου αποτυπώνονται αντιφατικότητα, αυθαιρεσία συμπερασμάτων, καφενειακή και υποτιμητική προς το κοινό δημοσιογραφική στάση, πότε –πριν αρχίσετε να εκτοξεύετε κατηγορίες στον αέρα και με τον αέρα του πληκτρολογίου– μπήκατε στον κόπο να απευθυνθείτε στην εφημερίδα, στο κανάλι, στον ιστότοπο για να δηλώσετε, ως άτομο και με επιχειρήματα, διαφωνία ως προς την ποιότητα συγκεκριμένου δημοσιογραφικού έργου που έχει πάντοτε υπογραφή με ονοματεπώνυμο; Διότι δεν υπογράφουμε συλλογικά: "ρεπορτάζ από τη Θεσσαλία" κι από κάτω "οι δημοσιογράφοι". Εκτός από ψυχή έχουμε και ονόματα, αλλά και ευθύνη, που αν δεν την υπηρετούμε όπως πρέπει, τότε έρχεται η ώρα της δικής σας ευθύνης να την υποδείξετε και να ζητήσετε τα ρέστα, αφού βεβαίως σκεφτείτε τι συνιστά για εσάς σοβαρή ή, έστω, αποδεκτή ενημέρωση».
«Πόσοι από εσάς μπήκαν στον μηδαμινό κόπο να ελέγξουν χρονοσήμανση και ακριβές στίγμα έστω σε ένα ρεπορτάζ πριν πιάσουν το πληκτρολόγιο για να διαμαρτυρηθούν για κάτι συγκεκριμένο τουλάχιστον;» διερωτάται η κ. Αλωνιστιώτου.
Εδώ όμως δεν γίνεται να μην αντιτείνει κάποιος ότι δεν είναι ακριβώς δουλειά του κοινού των ΜΚΔ να ελέγχει τις παραμέτρους που αναφέρονται στα ρεπορτάζ. Αντιπαρέρχομαι βέβαια και το ότι ουκ ολίγες φορές συμβαίνει και αυτό. Υπάρχουν δηλαδή αναγνώστες που διαμαρτύρονται και ασκούν κριτική, ακόμη και μέσω ΜΚΔ, στα ΜΜΕ εποικοδομητικά. Όταν η κ. Αλωνιστιώτου όμως γραφεί «Πιστεύετε ότι αναγνώστες, θεατές, ακροατές είστε άμοιροι ευθυνών για ό,τι διαβάζετε, ακούτε και βλέπετε; Είστε μωρά παιδιά που τα ταΐζουν με το ζόρι και δεν έχουν δύναμη και μέσα να αντιδράσουν;» σκιαγραφεί μια συνθήκη στην οποία ο πελάτης/αναγνώστης καλείται να πληρώσει και τελικά να κάνει τη δουλειά την οποία πληρώνεται να κάνει ο δημοσιογράφος. Παρεμπιπτόντως, ας αναφέρω εδώ κάτι που εκπηγάζει από τον χώρο της μυθοπλασίας και εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαντάζει άσχετο με το θέμα. Θα εξηγήσω όμως παρακάτω γιατί δεν είναι ακριβώς έτσι. Ουκ ολίγοι συγγραφείς επιδίδονται σε μια τακτική όπου η επιβολή νοήματος του έργου τους μετακυλίεται κατά κάποιο τρόπο στον αναγνώστη. Στη λογοτεχνία, κάτι τέτοιο, ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να συνάδει με τη συνύπαρξη πολλαπλών σημείων φυγής στη δομή ενός έργου, ή με αυτό που καλείται «ανοιχτό τέλος», χωρίς κάτι τέτοιο να επιβαρύνει την αισθητική αξία του έργου – τουναντίον, σε πολλές περιπτώσεις, την επαυξάνει. Στη δημοσιογραφία όμως δεν δύναται να μιλάμε για τέτοιους μηχανισμούς, ούτε επιτρέπεται να αφήνει ο δημοσιογράφος υπόνοιες ότι πράττει τοιουτοτρόπως. Η δημοσιογραφία δηλαδή δεν γίνεται να απαιτεί την, ας τη πω, δημιουργική συμμετοχή του κοινού το οποίο καλείται να ενημερώσει.
Συνεχίζει η κ. Αλωνιστιώτου: «Όλοι όσοι γράφετε στα κοινωνικά δίκτυα είστε με την κυριολεκτική έννοια του όρου "δημοσιογράφοι". Δεν γίνεται να κρατάτε άλλο τη θέση του ανόητου καταναλωτή, ανεύθυνου παιδιού, αιώνιου κατηγόρου των ΜΜΕ, γιατί κι εμείς… γκώσαμε. Είστε μέρος του προβλήματος πλέον, όχι θύματα» γράφει ευτυχής στην πειθώ του επιχειρήματος που εξισώνει τον αναγνώστη του Μεγάλου Μέσου Ενημέρωσης με τον δημοσιογράφο του. Κατά την κ. Αλωνιστιώτου είμαστε όλοι πλέον συνάδελφοι και άρα θα πρέπει όλοι να κάνουμε τη δουλειά μας ακολουθώντας έναν κώδικα δεοντολογίας. Καταρχάς, ας επισημάνω την ειρωνεία: η κ. Αλωνιστιώτου προτάσσει την κατάργηση διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στους αναγνώστες και τους δημοσιογράφους μέσω της Καθημερινής. Διατείνεται δηλαδή ότι η άποψη του καθενός από εμάς, στην πλευρά των ΜΚΔ, που είμαστε «με την κυριολεκτική έννοια του όρου "δημοσιογράφοι"» έχει δυνητικά την ίδια αξία αλλά και την ίδια δύναμη με τη δική της. Ομολογουμένως αυτό συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση και φανερώνει ότι η κ. Αλωνιστιώτου –ας το πω εκλαϊκευμένα– δεν έχει εκτεθεί στη γνωστή ρήση του συμπαθούς ήρωα της Marvel: With great power comes great responsibility. Είναι ακριβώς η δύναμη του βήματος που κατέχει ο καθένας, που υπαγορεύει και τον βαθμό της υπευθυνότητας που θα πρέπει να τον χαρακτηρίζει. Κατανοώ ότι ο χώρος των ΜΚΔ εκλαμβάνει χαρακτηριστικά όχλου που ενίοτε πολλαπλασιάζουν την ισχύ τού φαινομενικά άσημου χρήστη. Όμως αν κάτι αποκομίσαμε από τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών αυτό είναι το πόσο πλασματική είναι η δύναμη του συγκεκριμένου όχλου. Για να μην αδικώ όμως την κ. Αλωνιστιώτου οφείλω να αναγνωρίσω και τη σχετικότητα της πλασματικής δύναμης του όχλου των ΜΚΔ. Μπορεί δηλαδή οι φωνές αυτές να μην διαθέτουν ικανό εύρος και δύναμη για να επηρεάσουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα αλλά έχουν ενίοτε εξοντωτική ισχύ απέναντι σε μεμονωμένα πρόσωπα ή ακόμα και ομάδες, όπως, για παράδειγμα, οι δημοσιογράφοι.
Το παρόν σχόλιο, προφανώς, δεν δύναται να πραγματευτεί το τοπίο των ΜΜΕ με τη σοβαρότητα που υπαγορεύει ένα τόσο ακανθώδες θέμα. Ας αναφέρω όμως ότι το πρόβλημα που θίγει η κ. Αλωνιστιώτου είναι βαθύτερο και δεν έχει να κάνει μόνο με τις "μπουνιές" του διαδικτυακού όχλου.
Η συμπίεση του κόστους λειτουργίας των ΜΜΕ είχε ως αποτέλεσμα τόσο τη μείωση σοβαρών ρεπορτάζ όσο και τη μεγάλη άνοδο άρθρων "άποψης". Η άποψη μπορεί να μην κοστίζει, γιατί απαιτεί μόνο ένα πληκτρολόγιο, αλλά είναι ακριβώς αυτή που τροφοδοτεί τον μύλο της «βουλιμίας» για ειδήσεις που αναφέρει η κ. Αλωνιστιώτου. Πώς; Με το να καθιστά, εμμέσως πλην σαφώς, τον αναγνώστη συνδημιουργό περιεχομένου του μέσου, καθώς είναι ο αντίκτυπος ενός άρθρου άποψης που είθισται να επανατροφοδοτεί μέσω των ΜΚΔ την πολυπόθητη επισκεψιμότητα στα σάιτ των ΜΜΕ. Είναι τα άρθρα άποψης που αφήνουν, όπως η μυθοπλασία, πολλαπλά σημεία φυγής και ανοιχτά τέλη, πάνω σε θέματα της επικαιρότητας. Η άποψη, και αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, προσφέρεται πάντοτε και για να βγάλει κανείς από τη μύγα ξύγκι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα πνίγει σε αυτό. Προφανώς αυτή η βουλιμία, που έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί από ρεπορτάζ και επιτόπια έρευνα για κάθε πιθανή κατάσταση που τραβάει την προσοχή του ακόρεστου πλέον κοινού. Αυτό όμως από την άλλη δεν παύει να συνιστά και έλλειμμα δημοκρατίας λόγω αδυναμίας των ΜΜΕ να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προσφέρουν σοβαρή ενημέρωση.