— Διάβασα τη συνέντευξη της Ντέζι Γκούντγουιν, «Δεν έμαθε να αγαπάει τον εαυτό της» (Καθημερινή, 8/12/24), στη Μαίρη Σιάνη-Ντέιβις. Η κ. Γκούντγουιν είναι η συγγραφέας του Diva (St. Martin's Press 2024), μια μυθιστορηματική απεικόνιση της ζωής της Κάλλας.
Παραθέτω:
«Ήθελα να μιλήσω για όλες τις όψεις της ζωής της. Να διηγηθώ μια αυθεντική ιστορία όπως την αισθανόμουν εγώ. Η δουλειά του μυθιστοριογράφου είναι να γεμίζει τα κενά μ’ έναν ευφάνταστο αλλά και αληθινό τρόπο. Η Diva είναι το αποτέλεσμα της φαντασίας μου, της εμπειρίας μου και της αντίληψής μου για το ποια ήταν η Μαρία Κάλλας».
Αντιλαμβάνεται άραγε η κ. Σιάνη-Ντέιβις, ή ίσως κάποιος στην εφημερίδα, τις σαχλαμάρες που ξεστομίζει η κ. Γκούντγουιν; Η συνέχεια είναι καλύτερη: «Το διάβασμα των βιογραφιών, όμως δεν ήταν αρκετό. Η Γκούντγουιν ήθελε να νιώσει τι σημαίνει να τραγουδάς όπερα. έκανε, λοιπόν, μαθήματα τραγουδιού. Η φωνή της είναι σοπράνο, σαν της Κάλλας. “Δεν μπορώ να σου περιγράψω αυτό που αισθάνεσαι όταν τραγουδάς όπερα” λέει και το πρόσωπό της λάμπει ξαφνικά, “πόσο αλληλοεξαρτώμενη είναι η φωνή από το πώς αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή, από το πώς είναι η ζωή σου εκείνη την περίοδο. Όλο σου το κορμί είναι εκεί. Τραγουδάς με την ψυχή. Και για να βγουν αυτές οι υψηλές νότες πρέπει να κάνεις συνεχή προπόνηση. Σαν τον ολυμπιονίκη… η μόνη διαφορά είναι ότι φοράς μέικαπ και στενά φουστάνια”».
Η δουλειά του μυθιστοριογράφου, που καλείται «να γεμίζει τα κενά, μ’ έναν ευφάνταστο αλλά και αληθινό τρόπο» προϋποθέτει και μαθήματα τραγουδιού. Μα πού είναι το κακό; θα ρωτήσετε. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η συγγραφέας έκανε μαθήματα τραγουδιού. Το πρόβλημα είναι ότι σε μια συνέντευξη προώθησης του μυθιστορήματός της έκρινε ότι αυτό που της έδωσε το πλεονέκτημα στη συγγραφή ήταν η δήθεν αδιάψευστη αλήθεια της προσωπικής εμπειρίας. Ότι έκρινε πως αυτό που θα προσδώσει αξιοπιστία στα λεγόμενά της, και άρα στην ιστορία της, είναι ότι η ίδια αποπειράθηκε να τραγουδήσει και τραγούδησε. Χαμογελάει κανείς συγκαταβατικά, στη σκέψη και μόνο ότι η συγγραφέας του μπεστ σέλερ ένιωσε την ανάγκη να παραλληλίσει μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά και μέρος της καλλιτεχνικής υπόστασης της Κάλλας, με ολυμπιακούς αγώνες στους οποίους φοράει κανείς «μέικαπ και στενά φουστάνια». Είναι κάπως σαν να λέμε ότι ο Χέμινγουεϊ έγραψε το Ο γέρος και η θάλασσα επειδή ήταν καλός στο ψάρεμα. Η δυνατότητα να μπεις στο μυαλό ενός άλλου, που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι ο εαυτός σου συνιστά βασική προκείμενη στο είδος του μυθιστορήματος και απαιτεί πολύ περισσότερα από τα να μιμηθεί κανείς τα, ας τα πω, εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας.
Η κ. Γκούντγουιν δίνει και άλλα διασκεδαστικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα, ότι «[...] ανακάλυψε πως είχε άλλο ένα κοινό στοιχείο με την Κάλλας. Όπως η Ελληνοαμερικανίδα ηρωίδα της, έτσι κι αυτή είχε μια πολύ δύσκολη σχέση με τη μητέρα της. “Ξέρω τι σημαίνει να μην είσαι η προτεραιότητα στη ζωή της μητέρας σου. Ούτε εγώ ούτε η Μαρία αξίζαμε τέτοιες μητέρες. Και οι δύο τους είχαν βάλει τη δική τους ατζέντα πάνω από την ευτυχία των παιδιών τους”, αναφέρει με εμφανή πικρία».
Με εμφανή απορία διαβάζουμε εμείς το παραλήρημα της κ. Γκούντγουιν, που μοιάζει πεπεισμένη ότι μοιράζεται στοιχεία με τη Μαρία Κάλλας.
Η συγγραφέας εμφανίζεται επικριτική για την ταινία «Μαρία» με την Αντζελίνα Τζολί. «Θα μας δείξουν μια Κάλλας απομονωμένη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου να ακούει τους δίσκους της, κουτιά με φάρμακα στο τραπεζάκι. Τέτοια πράγματα συνέβησαν, αλλά όχι στον βαθμό που νομίζει ο κόσμος. Βλέπεις το υπερβολικό είναι πιο “οπερατικό”, συνεπώς πιο ενδιαφέρον από την αλήθεια. Εικάζω τώρα».
Η συγγραφέας έχει μια εμμονή με την «αλήθεια». Αγνοεί δυστυχώς ότι το μυθιστόρημα πραγματεύεται πρωτίστως αναλήθειες· αναλήθειες καθολικής ισχύος.
— Διαβάζει βέβαια κανείς τι λέει η κ. Γκούντγουιν και νομίζει ότι αν αποπειραθεί να αφουγκραστεί τα λεγόμενα κάποιου που διαθέτει και κάποιες «περγαμηνές», θα μάθει κάτι χρήσιμο ή τουλάχιστον ενδιαφέρον. Μέγα λάθος.
Παραθέτω:
«”Η γραφή είναι εν μέρει ρουτίνα, εν μέρει το αντίθετό της. Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας γνωρίζει πως τίποτα το αξιόλογο δεν μένει στο χαρτί αν γράφει αποκλειστικώς τις στιγμές εκείνες που διαισθάνεται ότι τον επισκέπτεται η “έμπνευση”. Η γραφή είναι χαμαλίκι, σκληρή δουλειά και συνίσταται κυρίως στο να προσπαθείς να διορθώνεις τα ίδια σου τα λάθη. [...] Παράλληλα οφείλεις να έχεις όλες σου τις αισθήσεις σε εγρήγορση, όλες τις ώρες: όχι μόνο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στο κείμενό (και τις περισσότερες φορές συμβαίνουν εκεί μέσα αρκετά για τα οποία δεν έχεις απόλυτη συναίσθηση!) αλλά και με ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Πριν από λίγο καιρό άκουγα έναν ήχο που ερχόταν από τον επάνω όροφο του σπιτιού μου, σαν από παλιά ραπτομηχανή, ποδοκίνητη μάλιστα. Λοιπόν, ο συγκεκριμένος ήχος βρήκε αμέσως τη θέση του στην ιστορία που εσχάτως έγραφα. Πλάι σε μια μοδίστρα, ασφαλώς”, εξήγησε ο Σεμ-Σαντμπεργκ με το επεξεργασμένο, ελεγχόμενο χιούμορ του».
Το απόσπασμα που διαβάσατε είναι από τη συνέντευξη του Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ «Η γραφή είναι και ρουτίνα και το αντίθετό της» (Το Βήμα, 8/12/24) στον Γρηγόρη Μπέκο. Ποιος είναι ο κύριος Σεμ-Σάντμπεργκ, που μας λέει κοινοτοπίες πασπαλισμένες «με το επεξεργασμένο, ελεγχόμενο χιούμορ του»;
Παραθέτω: «[...] επιφανής συγγραφέας και κριτικός, όχι μόνο στη Σκανδιναβία αλλά και σε διεθνές επίπεδο, κατέχει από το 2020 την έδρα αρ. 14 της Σουηδικής Ακαδημίας. “Όντας πια στην Επιτροπή Νομπέλ, το συλλογικό σώμα που προτείνει ετησίως τους νικητές ή τις νικήτριες για το Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της Ακαδημίας, ενίοτε ανατίθεται και σε μένα να παρουσιάζω την εκάστοτε επιλογή, τη συγγραφέα ή τον συγγραφέα, προς το γενικό κοινό”».
— Διάβασα το «Ο διδάκτωρ, ο αγρότης, ο ποιητή» (Καθημερινή, 8/12/24) του Γιάννη Παπαδόπουλου. Στο άρθρο, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Στον ίδιο δρόμο (Πατάκης 2024), γίνεται μια αναφορά στο πού βρίσκονται σήμερα τα στελέχη της 17Ν. Το πιο ενδιαφέρον, εδώ, είναι ότι οι ταξικές διαφορές των στελεχών κατοπτρίζονται και στις ενασχολήσεις τους εντός αλλά και εκτός φυλακής, καθότι οι περισσότεροι έχουν αποφυλακιστεί.
Παραθέτω:
«Ο Γιωτόπουλος είχε καταδικαστεί σε 17 φορές ισόβια και κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία σε 17 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες και συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση 17Ν. Είναι πλέον 81 ετών και έχει λάβει συνολικά τα τελευταία χρόνια τέσσερις άδειες από τη φυλακή. Σύμφωνα με πληροφορίες της “Κ” δεν έχει ουδεμία επαφή με τον Σάββα και τον Χριστόδουλο Ξηρό, οι οποίοι κρατούνται στον Κορυδαλλό, και παραμένει αφοσιωμένος στο διάβασμα. Από τη φυλακή απέκτησε διδακτορικό στα ανώτερα μαθηματικά. Υποστήριξε τη διατριβή του το 2021 σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των φυλακών μέσω τηλεδιάσκεψης με επιτροπή Γάλλων καθηγητών».
Ενώ ο ιθύνων νους της οργάνωσης έγινε «Δόκτωρ» στα ανώτερα μαθηματικά «για να διατηρήσει την πνευματική του διαύγεια», άλλοι, όπως ο Ηρακλής Κωστάρης, που είχε «καταδικαστεί μια φορά ισόβια και κάθειρξη 23 ετών [...] σπούδασε από τη φυλακή Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Πλέον βρίσκεται με την οικογένειά του στην Πάργα και σύμφωνα με πληροφορίες ασχολείται με τα τουριστικά και με αγροτικές εργασίες».
Υπάρχει όμως και ο «ποιητής», Κώστας Τέλιος, που είχε καταδικαστεί «σε κάθειρξη 22 ετών για συμμετοχή σε δολοφονία, ληστεία και αποφυλακίστηκε το 2012. [...] Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη παντρεύτηκε και εξέδωσε βιβλία ποίησης, ένα δοκίμιο για την εκπαίδευση, ενώ έχει συνεργαστεί και με λογοτεχνικά περιοδικά». Ποιοι άραγε τον διαβάζουν, ή τον έχουν φίλο στο Φέισμπουκ;