Skip to main content
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024
I know what you did last week (3-9/9/24)

— Quote της εβδομάδας: «Δύσκολο να δηµοσιεύσω τους διαλόγους αυτούς; Αφάνταστα πιο δύσκολο να τους κάνω. Όμως και αφάνταστα λυτρωτικό».

Τάδε έφη Στέφανος Ξενάκης με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου Οι 2 μας (Key Books 2024). Ποιο το πρόβλημα; Ο κ. Ξενάκης αναφέρεται σε διαλόγους που έκανε με τον εαυτό του.

«Kι όταν κάτσαµε τελικά και τα είπαµε οι δυο µας, είχε πολλά να µου πει κι αυτός. Παρόµοια µε τα δικά µου. Ένα µεγάλο παράπονο κι ένα µεγάλο γαµώτο ο υπέρτιτλος. Γιατί µου το έκανες αυτό όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί µε µίσησες τόσο φθονερά; Γιατί δεν κάτσαµε ποτέ να µιλήσουµε; Και γιατί ποτέ δεν µε αποδέχτηκες; Κι εδώ µόνο µία επιλογή. Άνευ όρων αποδοχή. Ακριβώς όπως ήµουν. Στο τώρα. Όχι στα “όταν” που ποτέ δεν ήρθαν».

Ο Αρκάς των παιδικών μας χρόνων είχε προσδιορίσει την ουσία: «Καιρός ν’ αφήσουμε τους εγωισμούς και να κοιτάξουμε λίγο τον εαυτό μας». 

— Διάβασα την παρουσίαση του Αναστάση Βιστωνίτη «Ο ανεπανάληπτος Γουίλιαμ Φόκνερ» (Το Βήμα, 8/9/24) για το μυθιστόρημα Ο αχός και το πάθος (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, Gutenberg 2024).

Παραθέτω:

«Κάποτε είπε κάποιος στον Φόκνερ πως υπήρχαν αναγνώστες που διάβασαν τρεις φορές το μυθιστόρημα και δεν κατάφεραν να το καταλάβουν· στη συνέχεια τον ρώτησε τι θα τους συμβούλευε: “Να το διαβάσουν για τέταρτη φορά” είπε εκείνος ο μεγάλος συγγραφέας».

Δεν είναι ούτε «κάποτε» ούτε «κάποιος». Ούτε ειπώθηκε η ερωταπάντηση για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.  

«INTERVIEWER 

Some people say they can’t understand your writing, even after they read it two or three times. What approach would you suggest for them?

FAULKNER

Read it four times».

Άφησα τη χαρακτηριστική φόρμα του Paris Review (William Faulkner, The Art of Fiction No. 12, Άνοιξη 1956). Το σχόλιο, προφανώς, αναφέρεται στο σύνολο του έργου του συγγραφέα.

 

— Θα κάνω μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα Νέα του Σαββάτου: Το πρώτο είναι το «Να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το Γυμνάσιο;» (7/9/24) του Θάνου Βερέμη. Το δεύτερο το «Γλωσσικά Παίγνια» (7/9/24) του Σωτήρη Δημητρίου. Αμφότερα, εστιάζουν στο θέμα της γλώσσας και της διδασκαλίας της. Ο κ. Βερέμης διατυπώνει μια "σοβαρή" άποψη, ενώ ο κ. Δημητρίου, ως «Guest» στο «Πρόσωπα», διατυπώνει μερικές «φανταστικές προτάσεις».

Παραθέτω την πρώτη παράγραφο από το κείμενο του κ. Βερέμη: 

«Η ελληνική γλώσσα είναι το τελευταίο εν ζωή απόκτημα από το αρχαίο μας παρελθόν. Όλα τα άλλα στοιχεία της παράδοσης τα επικαλούμαστε για να θυμίζουμε στους εταίρους μας το χρέος τους προς την αρχαιότητα. Έτσι κατάφερε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως πρωθυπουργός να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις του γερμανού καγκελάριου Χέλμουτ Σμιντ, για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». 

Και την πρώτη παράγραφο από το κείμενο του κ. Δημητρίου:

«Προτείνουμε στο υπό ίδρυση υπουργείο Γλωσσικών Παιγνίων, η διδασκαλία της γλώσσας να αρχίζει από το έμβρυο. Η εγκυμονούσα να διαβάζει μεγαλοφώνως απ’ όλη τη βεντάλια της Ελληνικής. Άμα δε τη γεννήσει και μέχρι ο νέος άνθρωπος να μάθει γράμματα να εξακολουθεί, παρουσία του πλέον, την ανάγνωση. Είναι πια καιρός ο προ εκατό ετών γλωσσικός διχασμός να λήξει πανηγυρικά ως γλωσσική ομόνοια. Που, ποιος ξέρει, μπορεί να μας οδηγήσει και σε άλλες σύμπνοιες». 

Δεν είναι μόνο ότι ο τόνος του κ. Δημητρίου είναι, προφανώς, ειρωνικός και σκωπτικός, και, άρα, προδιαθέτει εντελώς διαφορετικά τον αναγνώστη. Είναι ότι ο κ. Δημητρίου, ενώ χρησιμοποιεί, εμφανώς, μια γλώσσα έμπλεη αρχαϊσμών, καταφέρνει να ακούγεται ζωντανός. 

Συνεχίζει ο κ. Δημητρίου: 

«Βέβαια η ζωή με το ποδαράκι της έχει κάνει προ πολλού πέρα τον γλωσσικό διχασμό. Ας είναι καλά οι λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Γλώσσα όμως όπως δηλοί η λέξη είναι πρωτίστως η λεκτική εκφορά. Στη σύγχρονη Ελλάδα από κάποιο εθνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας περιφρονήσαμε την λαμπρή δημώδη γλωσσική μας παράδοση. Αντιθέτως υπό το σύνδρομο του γραικυλισμού πλημμυρίσαμε την χώρα, σε στεριές και σε νησιά, με κακόηχους, στραμπουλικτικούς αγγλισμούς».

Συνεχίζει και ο κ. Βερέμης:

«Τι κάνουμε όμως σήμερα για να ενισχύσουμε την επικοινωνία της γλώσσας μας με τις αρχαίες πηγές της; Δυστυχώς στα ΜΜΕ καθημερινά κακοποιούνται τα ελληνικά που επιζούν από την αρχαιότητα. [...] Στην πρώτη της εποχή η ελληνική τηλεόραση χρησιμοποιούσε τον όρο “δίαυλος” αντί του σημερινού ξενικού “κανάλι”. Θα ήταν χρήσιμη άσκηση αν οι μαθητές των σχολείων αναλάμβαναν να αναζητήσουν λέξεις από τα αρχαία κείμενα για να αντικαταστήσουν ξενικούς όρους που κυριαρχούν παντού. Όμως η διδαχή των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία διαρκώς μειώνεται ως μάθημα το οποίο υποτίθεται ότι δεν συμβάλλει στην εξοικείωση των μαθητών με τις πιο χρήσιμες θετικές επιστήμες. Και όμως η εις βάθος γνώση της γλώσσας συμβάλλει στην ικανότητά μας να αναλύουμε κάθε έννοια, φιλοσοφική ή επιστημονική».  

Γράφει ο κ. Δημητρίου:

«Στο νέο σχολείο της διαχρονικής Ελληνικής τα παιδιά θα διαβάζουν ανάκατα, απ’ όλο το φάσμα, χωρίς να εξετάζονται – μόνον και μόνον για τη λογοτεχνική και συνακολούθως ψυχική ευχαρίστηση. Το παιδικόν φιλοπερίεργον, ευφάνταστον και σπογγοειδές θα γεννήσει πάμπολλούς νέους γλωσσικούς ανθούς».

Εκεί που ο κ. Βερέμης προτείνει, ως μέρος της διδασκαλίας της γλώσσας, μια βαρετή άσκηση ο κ. Δημητρίου εναποθέτει τις ελπίδες του στη γητειά της λογοτεχνίας. 

Συνεχίζει ο κ. Δημητρίου: 

«Εκ του ανθού κινούμενοι ας προσφέρουμε στα παιδιά, εν συνεργασία με το υπουργείο Γεωργικής Εκπαιδεύσεως, ένα ακόμη δώρο. Τα σχολεία να αποκτήσουν πάλι τον γλωσσικό τους κήπο. Ίσως έτσι ξαναδούμε στην επαρχία κήπους και κληματαριές που, αφ’ ότου ξεβλαχέψαμε, τα ξεπαστρέψαμε επειγόμενοι κιόλας. Βέβαια ο κορμός της γλώσσας θα είναι η αρχαία Ελληνική που τροφοδοτεί όλα τα κλωνάρια της – την Ελληνιστική, την Βυζαντινή, την δημώδη, την νεοελληνική». 

Επειδή, ίσως, προκαλεί απορία η αναφορά σε «ανθούς», «κήπους» και «κληματαριές», παραθέτω ένα απόσπασμα από μια παλαιότερη συνέντευξη του κ. Δημητρίου:                  

«”Η γλώσσα της Αλέξως [ηρωίδα του Ουρανός απ’ άλλους τόπους (Πατάκης: 2021)] δεν είναι δική της, πατάει σε γενεές επί γενεών”, σημειώνει με κάτι πολύ βαθύτερο από φιλολογικό θαυμασμό ο Σωτήρης Δημητρίου. “Δεν πλάστηκε σε σχολεία, σπουδαστήρια και αναγνωστήρια, πλάστηκε στη φύση. Όπως το νερό της ακροποταμιάς γλύφει τα βότσαλα, έτσι η φύση και οι συνθήκες της ζωής διαμόρφωσαν τη δημώδη γλώσσα και την έκαναν τέλεια. Ήταν ένα αντίδωρο των ανθρώπων στο θάμβος που τους ασκούσαν οι κρυσταλλώδεις φυσικοί ήχοι”.

Γιατί όμως χάθηκε; “Οι άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά”, αποκρίνεται, “αλλά η γλώσσα δεν τους ακολούθησε, γιατί δεν μπορούσε να επιβιώσει αλλού. Στο χωριό ο άνθρωπος είχε λαβή του την πίστη στον Θεό, ήταν ζυμωμένος μαζί της. Είχε επίσης υγρασία η ψυχή του, από τους δεκάδες βρικολάκους, ισκιώματα και δαίμονες που κατοικούσαν κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά, κάθε ρέμα του χωριού. Είχε αγροτικές εθιμικές γιορτές, είχε τους φυσικούς ήχους, και το ότι έφτιαχνε τα πάντα με τα χέρια του ήταν τελικά μεγάλη ευεργεσία. Όλο αυτό το κουκούλι, εκτός των άλλων επιδρούσε άμεσα και στη γλώσσα του, μια γλώσσα που ήταν σχεδόν χειρότευκτη, εικονοφόρος. Στις πόλεις, ο άνθρωπος δεν πιάνει με τα χέρια του ούτε ένα σύκο από μια συκιά. Δεν έχει επαφή με τον ουρανό, τον χαρακτηρίζει μια μορφή προπέτειας και θρασύτητος και δεν τα έχει ανάγκη αυτά – μέγα σφάλμα, διότι είμαστε πιο αδύνατοι και από μυρμήγκια. Και χωρίς τις μεταφυσικές και παραφυσικές διηγήσεις έχει στεγνώσει η ψυχή του. Έγινε ένα λογοκρατούμενο ον, επιδερμικό και φτωχό. Μοιραίως, η γλώσσα φτώχυνε”» (Νικόλας Ζώης, Καθημερινή, 29/11/23).

Η πάγια πρόταση του κ. Δημητρίου είναι η επαναπροσέγγιση αυτής της «χειρότευκτη[ς], εικονοφόρ[ας]» γλώσσας, που εκείνος προτάσσει μέσω των μυθιστορημάτων του. 

Ο κ. Βερέμης, αντιθέτως, πάντα σε σοβαρό τόνο, καταλήγει:

«Μια προσέγγιση ασφαλέστερης διδαχής θα ήταν καλό να εξοικειώσει τα παιδιά με τις εκδοχές των αρχαίων που βρίσκονται πλησιέστερα προς τα σημερινά ελληνικά. Τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν στην αλεξανδρινή κοινή, είναι ένα γλωσσικό υπόδειγμα που μπορεί να προσεγγίσει ένας ελληνόφωνος με μέτρια φιλολογική κατάρτιση. Όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Μιλτιάδης Χατζόπουλος, θα έπρεπε να διδάξουμε τα ελληνικά με ανάποδη διαδρομή από τα πλησιέστερα στη γλώσσα μας ως τα πιο απόμακρα. [...] Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι η ελληνική μας ταυτότητα όπως διαμορφώθηκε βασίζεται κυρίως στην ελληνοφωνία μας. [...] Το κοινό θρήσκευμα που υπήρξε έργο του Βυζαντίου, μετέφερε σε εμάς και το κοινό όργανο της μεταλλαγμένης γλωσσικής μας καταγωγής. Από τα Ευαγγέλια ώς τον Όμηρο η διαδρομή αποτελεί τη συνέχεια μιας ταυτότητας που διαμορφώνεται κυρίως από τη γλώσσα μας. Αποτελεί υποχρέωση και όχι επιλογή η υπόμνηση αυτής της καταγωγής και η στήριξή της με τη διδασκαλία της αρχαίας αφετηρίας».  

Ο κ. Δημητρίου κλείνει το κείμενό του με μια γερή δόση αυτοσαρκασμού: 

«Όταν εκφράζεις ποιητικά, ακριβόλογα και με λεπταποχρώσεις τα του βίου εξαχνούται το κακό που βόσκει εντός μας και αφ’ ετέρου γίνεται πιο στέρεη η γέφυρα προς τους συνανθρώπους μας. Δυστυχώς όμως σ’ αυτό το σημείο η φωνή του λογοτεχνικού συμφέροντος, μας ωθεί να άρουμε την πρόταση προς το υπουργείο Γλωσσικών Παιγνίων γιατί υπάρχει ο κίνδυνος μέσω της γλωσσικής ανθήσεως να μαραθεί το κακό που, αλλοίμονο, τρέφει σχεδόν αποκλειστικά την λογοτεχνία. Αλλά σθεναρώς θα αντισταθούμε – ελπίζω και άλλοι ομότεχνοι – στο συντεχνιακό συμφέρον. Ας απαλειφθεί το κακό κι εμείς προθύμως θα καταθέσουμε γραφίδα και κάλαμον. Βέβαια ας μην υπερεκτιμούμε τις δυνατότητες του είδους. Και να προσεγγίσουμε την γλωσσική τελειότητα απλώς ίσως διευθετήσουμε κάπως τα της επιφανείας. Το έρεβος της υπάρξεως θα παραμένει πάντοτε θεοσκότεινο για να υποκύψουμε σε μια ταυτολογία. Αλλά ποιος το ξέρει· διαρμονίζοντας (sic) έστω τα της επιφανείας ίσως ανοιχτούν νέοι λογοτεχνικοί δρόμοι, αδιανόητοι για την παρούσα γλωσσική δυνατότητα. Ονειροφαντασίες θα πείτε. Τι να κάνουμε; Μάλλον η ανθρώπινη φύση είναι αδιόρθωτη. Η λογοτεχνική φιλοδοξία όπως βλέπουμε πεθαίνει τελευταία. Ίσως λοιπόν καταθέσουμε την γραφίδα αλλά τον κάλαμον ποτέ». 

Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς ότι στο κείμενο του κ. Δημητρίου ελλοχεύει μια αντίφαση, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό: το κείμενο του Σαββάτου, πρωτίστως μέσω του ύφους του, υποσκάπτει τρόπον τινά τη λογοτεχνική (ή μεταφυσική) θέση του για τη γλώσσα, όπως ο ίδιος τη διατυπώνει στη συνέντευξή του στον κ. Ζώη, στην Καθημερινή

Τέλος, το γιατί «το κακό [...] τρέφει σχεδόν αποκλειστικά την λογοτεχνία» είναι μια από τις πιο ειλικρινείς και σαγηνευτικές θέσεις. Πιθανώς, σε άλλο σημείωμα να δοθεί η ευκαιρία να το τιθασεύσουμε.