— Quote της εβδομάδας: «Υπό αυτή την έννοια, το νέο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου μετατρέπεται ολόκληρο σε μια συνειδησιακή φωνή, γίνεται μετουσιωμένος λόγος, που διερευνά τον φόβο της χαμένης αθωότητας στις κουρνιασμένες σιωπές, στις φυλακισμένες στα δεσμά της αμείλικτης αμιλησιάς, στις χυμένες στις φλέβες μιας ανειρήνευτης, ανόνειρης ζωής».
Τάδε έφη Τέσυ Μπάιλα στο «Πρόσωπα της αμείλικτης αμιλισιάς» (Καθημερινή, 4-5/5/24) την παρουσίαση του μυθιστορήματος Έλα να παίξουμε! (Ροδακιό: 2023) του Δημήτρη Χριστόπουλου. Η κ. Μπάιλα και σε άλλα σημεία της παρουσίασης αφήνεται στον δημιουργικό οίστρο, όπως, για παράδειγμα, όταν γράφει «Να ανακαλύψει ότι υπάρχει ομορφιά στη φωνή και πως ακόμη και η σιωπή μπορεί να έχει μια ηχηρή ομιλούσα υπαρκτικότητα». Θα παραθέσω όμως και την καταληκτική παράγραφό της: «Η γλωσσική αισθητική που επιλέγει εξαγνίζει τη ροή της πλοκής, εμβαπτίζοντάς τη άλλοτε στην τρυφερότητα του υπαινιγμού με τον οποίο ενδύει τις πιο σκληρές εικόνες και άλλοτε στην ποιητικότητα της ακουστικής δίνοντας στην αφήγηση ένα ρυθμό που επιστρέφει με αριστοτεχνικό τρόπο στην ελληνική γλώσσα το ανεκτίμητο δώρο της».
— Διάβασα το «Από την πολεμική στη συμφιλίωση» (Καθημερινή, 4-5/5/24) του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Ο κ. Ζουμπουλάκης γράφει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο για τον Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014), με αφορμή την έκδοση του «Τα βιβλία των άλλων II. Έλληνες στοχαστές» (Καστανιώτης: 2024). Ο συντάκτης επισημαίνει ότι ο Παπαγιώργης, στην αρχή της συγγραφικής/κριτικής πορείας του, εμφανίζεται επικριτικός και ενίοτε και «κατεδαφιστικό[ς]» απέναντι σε συγκεκριμένους στοχαστές που τον απασχόλησαν, ενώ από κάποιο σημείο και πέρα η στάση του αλλάζει και γράφει, για τους ίδιους στοχαστές, «[...] εγκωμιαστικά, ενίοτε υπερβολικά και άκριτα [...]».
Παραθέτω:
«Είναι αξιοπαρατήρητο: ο Παπαγιώργης μετά το 1987 δεν αλλάζει προτίμηση, δεν αλλάζει βιβλιογραφία, επιμένει στους ίδιους, επιστρέφει στους ίδιους. Αυτοί οι ίδιοι τον απασχολούν, αλλά για διαφορετικούς λόγους πριν και μετά. Ας δούμε κατ’ αρχάς πού σημαδεύει η αρχική σφοδρή επίθεση εναντίον τους. Είναι φανερό ότι ο πολεμικός στόχος είναι ένας: ο χριστιανισμός και ειδικότερα ο ελληνοχριστιανισμός. Κατά τον Παπαγιώργη, ο Λορεντζάτος θεωρεί τη ρωμιοσύνη μέσα από το πνεύμα του χριστιανισμού (σ. 34), ο Γιανναράς εξελληνίζει τον χριστιανισμό και ο Ράμφος εκχριστιανίζει τον πλατωνισμό (σ. 159). Τελικά, τι (πλατωνικός) χριστιανισμός και τι (χριστιανικός) πλατωνισμός, διαφορά δεν έχει (σ. 50). Κοντολογίς, και οι τρεις τους είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θιασώτες του ελληνοχριστιανισμού. Τα κείμενα αυτά [...], παρ’ όλες τις σωστές παρατηρήσεις τους, περιέχουν πολλές άδικες κρίσεις, όσο και εξόφθαλμες παραναγνώσεις. [...] Τι είναι άραγε αυτό που οδηγεί έναν δεινό αναγνώστη και κριτικό νου όπως ο Παπαγιώργης σε τέτοιες παραναγνώσεις; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος στο «Περί μέθης» [(Ροές: 1987)]: “Είναι η ώρα που ψάχνουμε για εχθρούς. Και όποιος ψάχνει, βρίσκει” (σ. 20). Το 1975, όταν κλείνει ο παρισινός κύκλος και επιστρέφει στην Ελλάδα, είναι η ώρα που ο Παπαγιώργης ψάχνει εχθρούς. Για να χτίσεις τη δική σου καλύβα στα γράμματα χρειάζεσαι πολύ συχνά αντίπαλο, εχθρό. Ο Παπαγιώργης έκανε ό,τι και πολλοί άλλοι, μόνο που αυτός το έκανε ρητά και με οξύτητα. Ο νεαρός υπερόπτης μηδενιστής που θέλει να ξηλώσει σύνολη την πλατωνική και χριστιανική παράδοση(!) δεν είχε στην Ελλάδα μεγάλη γκάμα επιλογής εχθρών για τον πόλεμό του. Οι μαρξιστές και οι φροϋδιστές προφανώς δεν του έκαναν. Διάλεξε σωστά: βρήκε τους τρεις χριστιανούς ή χριστιανίζοντες που του χρειάζονταν. Όταν έχτισε το δικό του σπίτι, γερό σπίτι –ο Παπαγιώργης είναι ο καλύτερος δοκιμιογράφος της μεταπολιτευτικής Ελλάδος– δεν χρειαζόταν πια εχθρούς. «Καιρός του καθελείν και καιρός του οικοδομήσαι» (Εκκλησιαστής, 3:3) ή, αλλιώς και κατ’ αντιστοιχία, καιρός του μισήσαι και καιρός του φιλήσαι (3:8)».
Το κείμενο, επαναλαμβάνω, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά ουδόλως πείθει.
Καταρχάς, πώς να σταθεί ο αναγνώστης απέναντι στο «Τα κείμενα αυτά [...], παρ’ όλες τις σωστές παρατηρήσεις τους, περιέχουν πολλές άδικες κρίσεις, όσο και εξόφθαλμες παραναγνώσεις» και στο «ο Παπαγιώργης είναι ο καλύτερος δοκιμιογράφος της μεταπολιτευτικής Ελλάδος»;
Ως κριτικός βρίθει «εξόφθαλμων παραναγνώσεων» και «άδικων κρίσεων», αλλά ως δοκιμιογράφος είναι «ο καλύτερος δοκιμιογράφος της μεταπολιτευτικής Ελλάδος»;
Αντιλαμβάνομαι τη διαφορά ανάμεσα στην ιδιότητα του κριτικού και αυτή του δοκιμιογράφου αλλά, για να πω την αλήθεια, κάποια ασυνέπεια ελλοχεύει εδώ. Συνήθως οι ατέλειες ή οι αδυναμίες που χαρακτηρίζουν ένα πρόσωπο σε ένα γνωστικό πεδίο –και η εναλλαγή κριτικής/δοκιμιογραφικής (sic) δεξιότητας δεν είμαι καν πεπεισμένος ότι συνιστά και αλλαγή γνωστικού πεδίου– τείνουν να διαχέονται και στα υπόλοιπα πεδία δράσης του προσώπου.
Επίσης, πώς να σταθεί κανείς απέναντι στο, εν είδει προκείμενης επιχειρήματος, «Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος στο “Περί μέθης”: “Είναι η ώρα που ψάχνουμε για εχθρούς. Και όποιος ψάχνει, βρίσκει”»;
Ο κ. Ζουμπουλάκης στηρίζει το επιχείρημά του για την ανέγερση της «καλύβα[ς] του [Παπαγιώργη] στα γράμματα» σε μια φράση από ένα δοκίμιο του συγγραφέα για τη μέθη; Και ερμηνεύει την ασυμφωνία ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά», ερμηνεύει δηλαδή τη μεταστροφή στη στάση του Παπαγιώργη στη συνέχεια, με παραπομπή σε δύο εδάφια από τον Εκκλησιαστή; Αν η επιχειρηματολογία έχει και ουρά, που για λόγους οικονομίας χώρου έχει παραλειφθεί ας υπήρχε μια σημείωση για το πού μπορούμε να τη διαβάσουμε ολοκληρωμένη. Η διαφωνία, για παράδειγμα, του κ. Ζουμπουλάκη για τον ελληνοκεντρισμό που αποδίδει ο Παπαγιώργης στον Λορεντζάτο εντοπίζεται στο Ζήσιμος Λορεντζάτος, Εκδοτικό Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2020.
Το συμπέρασμα προηγείται πάντοτε των αποδείξεων, γράφει κάπου ο Μπόρχες. Για να αφοσιωθεί κανείς να αποδείξει κάτι, πρέπει να πιστεύει σε αυτό. Ας μην λησμονούμε ότι εδώ δεν βρισκόμαστε στην επικράτεια της επιστήμης – όχι ότι ενίοτε δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και στον χώρο της επιστήμης, αλλά για χάρη της κουβέντας ας το προσπεράσουμε.
Τα συμπεράσματά μας βρίσκονται στη θέση τους και μας προσμένουν καρτερικά να τα αποδείξουμε. Τα συμπεράσματα στα οποία θέλουμε να οδηγηθούμε είναι ο μαγνήτης που μας υποκινεί να κατασκευάσουμε τις αιτιακές αλυσίδες που θα μας σώσουν.
Παρατηρήστε ότι έχω χρησιμοποιήσει ήδη και τη λέξη «πιστεύει» αλλά και αυτό το «σώσουν». «Πίστη» και «σωτηρία». Αμφότερες με υπερβατικό εννοιολογικό περιεχόμενο. Περιεχόμενο δηλαδή που ποτέ δε δύναται να κάνει επίκληση στη λογική για να πραγματωθεί – επαναλαμβάνω: τα συμπεράσματά μας βρίσκονται στη θέση τους και μας προσμένουν καρτερικά να τα αποδείξουμε. Η πίστη και η σωτηρία είναι πάντα υποθέσεις εργασίας που περιμένουν να τις αποφασίσουμε. Καμιά λογική επιχειρηματολογία δεν δύναται να μας οδηγήσει στον τόπο τους.
Τι είναι αυτό που καθορίζει τη στάση μας απέναντι στην πίστη; Το αν είναι κανείς πιστός ή όχι έρχεται θαρρώ χωρίς τη δυνατότητα αποδελτίωσης μιας συνειδητής αιτιακής αλληλουχίας. Υπάρχουν αίτια, αλλά δεν είναι προσβάσιμα στη συνείδηση, στη σκέψη και τη λειτουργία της αντίληψης του υποκειμένου που πραγματοποιεί την έρευνα. Πεποίθησή μου είναι ότι πέραν των αιτιών που οδηγούν (ή δεν οδηγούν) στην πίστη, αιτιών πέρα ως πέρα πραγματικών, με σχεδόν οντολογική υπόσταση, υπάρχουν και αίτια που το υποκείμενο κατασκευάζει για να αιτιολογεί τις πράξεις και τη γενικότερη στάση του, πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του. Τα δεύτερα αίτια, ενίοτε, έρχονται στην επιφάνεια, δηλαδή επινοούνται καθότι δεν είναι πραγματικά, και με τη βοήθεια της “μαιευτικής”, μέσω ψυχανάλυσης, αλλά και άνευ “μαιευτικής”, μέσω “αυτο-ψυχανάλυσης” (sic), δηλαδή μιας μορφής συστηματικής εξέτασης συστοιχιών συλλογισμών, με την προϋπόθεση πάντα ότι το υποκείμενο έχει έστω στοιχειωδώς εξοικειωθεί με τη λογική και επομένως είναι σε θέση να αποφεύγει λογικές πλάνες. Παραμένω εξαιρετικά αμφίθυμος αν ποτέ κανείς φτάνει σε σημείο να ταυτίσει τη δεύτερη κατηγορία αιτιών, των επινοημένων, με την πρώτη, των πραγματικών. Εφιστώ την προσοχή ότι τα επινοημένα ουδόλως σημαίνει ότι, αξιακά, υπολείπονται των πραγματικών. Αυτό που ίσως δεν είναι άμεσα διακριτό είναι ότι τα επινοημένα αίτια χαρακτηρίζονται από πλαστικότητα αλλά και επιτελεστικότητα – εδώ, ζητώ από τον αναγνώστη να μην διαβάσει κάτι απαραίτητα ταυτοτικό. Ο εαυτός ενδέχεται να επανεπινοηθεί, με εξαιρετική συνέπεια, αρκετές φορές, κατά τη διάρκεια του βίου μας.
Ο Παπαγιώργης έκρινε με ένα τρόπο ως «νεαρός υπερόπτης μηδενιστής» και με άλλο ως μεσήλικας αγνωστικιστής. Ο Παπαγιώργης ενδεχομένως επινόησε τον εαυτό του τουλάχιστον δύο φορές. Τουλάχιστον δύο φορές αποφάσισε για τα συμπεράσματα προς τα οποία έπρεπε να δουλέψει. Τα συμπεράσματα που τον περίμεναν καρτερικά να τα αποδείξει. Είμαι της άποψης ότι σε καμιά από αυτές τις αποφάσεις δεν ήταν μεθυσμένος.
— Δεν μπορώ να μην σημειώσω ότι η Καρολίνα Μέρμηγκα έδωσε επιτέλους την καλύτερη απάντηση στην κλασική ερώτηση «Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;», στο «500 Λέξεις» (Καθημερινή, 4-5/5/24).
«Κανένα. Δεν διαβάζω στο κρεβάτι, γιατί η ανάγνωση απομακρύνει τον ύπνο μου».