Skip to main content
Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (30/7-5/8/24)

Quote της εβδομάδας: «Ήμουν αποφασισμένη να δείξω στους ανθρώπους όχι πώς δούλευε το ρολόι, αλλά τι ώρα ήταν» (Καθημερινή, 4/8/24).

Τάδε έφη Κάρα Σουίσερ, στο βιβλίο της Burn book: A tech love story (Simon & Schuster 2024), για το οποίο γράφει ο Μανώλης Ανδριωτάκης

 

«Απ' την αυγή κιόλας της τεχνολογικής επανάστασης, στις ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα εκεί που χτυπάει εδώ και δεκαετίες η καρδιά της καινοτομίας, στη Σίλικον Βάλεϊ, η ύπαρξη του σταρ επιχειρηματία της τεχνολογίας δημιούργησε την ανάγκη της γέννησης του σταρ δημοσιογράφου της τεχνολογίας. Στην αρχή οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις τεχνολογικές εξελίξεις δεν ήταν πολλοί. Γιατί να ασχοληθεί κανείς με παιδιά που ξημεροβραδιάζονταν σε γκαράζ για να φτιάξουν λογισμικά και υλισμικά; Το γεγονός αυτό έδωσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους αυτόπτες μάρτυρες της ανάδυσης της ψηφιακής εποχής. Πολλοί απορροφήθηκαν απ’ τη βιομηχανία και άλλοι έχασαν τον προσανατολισμό τους μέσα στον λαβύρινθο των δρόμων που ανοίγονταν». 

Ο κ. Ανδριωτάκης γράφει μια λίγο πολύ αγιογραφία της Σουίσερ: «Η Σουίσερ δεν θαμπώνεται ούτε απ’ τον πλούτο ούτε απ’ την φήμη των νέων αυτοκρατόρων. Δεν διστάζει να πει ελεύθερα τη γνώμη της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η δουλειά της δεν είναι να γίνεται αρεστή στους δισεκατομμυριούχους. Κάνει ρεπορτάζ, βγάζει ειδήσεις και δεν ξεχνάει ότι δουλειά της είναι να ελέγχει αυτούς τους ανθρώπους, όχι να τους χαϊδεύει ούτε να τους υπηρετεί. Ο ρόλος της είναι να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα».

Δεν αντιλέγω ότι η Σουίσερ λέει τη γνώμη της. Το πρόβλημα, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς διαβάζοντας την κριτική του βιβλίου της από τον Andrian Chen «Kara Swisher Is Not Here to Make Friends in Her New Memoir» (The New York Times, 25/2/24), είναι ότι η ίδια η Σουίσερ αναδεικνύεται τελικά σε «one-person media entity». Η επιτυχία της, όπως λέει ο Chen, διευκολύνει την αναγνώρισή της από τους δισεκατομμυριούχους της Σίλικον Βάλεϊ. Η Σουίσερ, μας λέει ο Chen, λέει δύο αντικρουόμενες ιστορίες που βρίσκονται διαρκώς σε ένταση μεταξύ τους.  

The problem is that Swisher tells two conflicting stories that are never convincingly woven together. One details her disillusionment with the industry. Once in power, the scrappy entrepreneurs reveal themselves to be little better than the analog elite they replaced: irresponsible, megalomaniacal, dishonest or some toxic combination thereof.

The book’s other thread involves Swisher self-actualizing — by becoming more like the Silicon Valley elite she covers. She and a colleague start a conference that grows into a must-read Tech blog. Eventually they launch a website, which leads to podcasting. These endeavors allow Swisher to transcend the limits of newspaper journalism and become a “one-person media entity.” I imagine her status as a founder also earned her respect from the Tech titans, which may help explain her deep access. That she was married, for a time, to a Google executive surely helped too.

Η Σουίσερ, τελικά, φαίνεται ότι σε ένα βαθμό, πέφτει θύμα της σαγήνης της Σίλικον Βάλεϊ. Καθώς αφιερώνει χώρο στο βιβλίο για να αφηγηθεί την άνοδο και καθιέρωσή της ως αδέκαστης ρεπόρτερ, παραβλέπει ότι ήδη τα μεγάλα προβλήματα των Big Tech έχουν κάνει την εμφάνισή τους και ότι εκείνη είχε υπάρξει για ένα μεγάλο διάστημα χαρακτηριστικά αργή στις αντιδράσεις της. 

Γράφει ο Chen:    

But to the extent that she succeeds in demonstrating her journalistic chops, it only makes her slowness to recognize the depth of Silicon Valley’s problems more jarring.


— Διάβασα τη συνέντευξη της Mariana Enriquez «Το κακό έχει πολλούς τρόπους να εμφανίζεται» (Τα Νέα, 3/8/24) στον Νίκο Κουρμουλή, για το μυθιστόρημά της Η δική μας πλευρά της νύχτας (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Πατάκης: 2024). 

Παραθέτω:

«Πρώτα απ’ όλα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο μυθιστόρημα τρόμου, που θα πατάει στις αρχές του είδους. Ήξερα ότι θα το αναπτύξω σε τέσσερα μέρη, όπου το καθένα θα έχει διαφορετικό ύφος. Έτσι το πρώτο μέρος έχει επιδράσεις από τα μυθιστορήματα δρόμου του Κόρμακ ΜακΚάρθι χωρίς το μεταποκαλυπτικό τέλος, μετά περνάω σε μια α λα Λάβκραφτ φαντασία, αργότερα βουτάω σε μια α λα Στίβεν Κινγκ παιδικότητα που τελειώνει με το πέρασμα σε άλλη πραγματικότητα και τελειώνω με έναν σκληρό αγγλικού τύπου τρόμο δεκαετίας ‘60 όπου η μαγεία και ο ερωτισμός μπλέκονται (όπως στην περίφημη σειρά ταινιών της “Hammer”). Η ιστορία αυτή καθεαυτή είχε για μένα δύο γωνίες προβολής: η πρώτη περιλαμβάνει την πλοκή, το “Τάγμα”, τους πλούσιους που θέλουν να ζήσουν για πάντα, την ισχύ, τον Θεό. [...] και η δεύτερη περιλαμβάνει τη σχέση πατέρα - γιού και την ιδέα του τι κληρονομείς και πώς να ξεφύγεις από τον γεννήτορα. Μια σχέση κοντινή και βάναυση. 

[Ερ.] Αυτή η σχέση πυροδότησε και τη συγγραφή του μυθιστορήματος;

[Απ.] Γενικά, ναι. Για πολύ καιρό είχα στον νου μου τους χαρακτήρες του μοναχικού πατέρα και του γιου του. Ήθελα να αναπτύξω την ιδέα της διαγενεακής μεταφοράς πραγμάτων επώδυνων μα και δυνατών παράλληλα. Ένας αρχέγονος δεσμός που είναι συνδεδεμένος με τον κόσμο των ανδρών. Είχα αυτή την έμμονη ιδέα ενός άντρα πατέρα που δεν είναι ένας συμβατικός τύπος ο οποίος πεθαίνει και κρατά τα κλειδιά μιας παράξενης ύπαρξης. Πώς αυτό τελικά δουλεύει. Ακόμα είχα μεγάλη περιέργεια να αναπτύξω αυτή τη σχέση και το πώς η μνήμη προβάλλεται στο μέλλον. Η πυροδότηση δεν ήρθε από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά ζούσε μέσα μου για πολύ καιρό. Ο πατέρας για παράδειγμα έχει επιδράσεις από τον Χίθκλιφ και τα αγαπημένα μου “Ανεμοδαρμένα ύψη”. Ρομαντικός, μεγαλύτερος από τη ζωή, ελκυστικός, απίστευτα σκληρός και παράλληλα διαλυμένος όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και σωματικά. Ήθελα εδώ να εξερευνήσω τη σωματικότητά του. Είναι ισχυρός και παράλληλα δεν είναι. Γράφω συχνά για ήρωες που είναι ασθενείς. Γι’ αυτή την αίσθηση της ανημπόριας. Ο γιος ήθελα να είναι κακοποιημένος ψυχολογικά. Αντιτίθεμαι ως ένα βαθμό στη νόρμα της σύγχρονης λογοτεχνίας που θέλει όλα τα τραύματα να έχουν σεξουαλική αφετηρία, για να επιβάλλουν το σοκ στον αναγνώστη. Αρκούν μερικές λέξεις ή μια συμπεριφορά για να τραυματιστεί ένα παιδί. Όμως στο βιβλίο δεν ήθελα βερμπαλισμό. Η ελλειπτικότητα ήταν ο σκοπός μου. Λατρεύω τη λεπτομέρεια. Η μητέρα μου ήταν χειρούργος και με επηρέασε στη γραφή».

Αντιπαρέρχομαι τους αγγλισμούς του κειμένου –«και κρατά τα κλειδιά», «μεγαλύτερος από τη ζωή»– και επικεντρώνομαι στη σοκαριστική συμπεριφορά της συγγραφέως, που συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα του γιατί ο συγγραφέας είναι ο πλέον ακατάλληλος για να προωθήσει το βιβλίο του. Η κ. Ενρίκες, το βιβλίο της οποίας είναι 800 σελίδες και πωλείται 27 ευρώ, πράττει ό,τι περνάει από το χέρι της για να αποτρέψει κάποιον να διαβάσει το μυθιστόρημα. Δυναμιτίζει τη συνθήκη της ανάγνωσης, επεξηγώντας κάθε πρόθεση και “κρυφή” πτυχή του έργου της. «Η ελλειπτικότητα ήταν ο σκοπός μου» γράφει αλλά δυστυχώς αποτυγχάνουμε να διακρίνουμε έστω και ένα ψήγμα της. Σαν να μην έφταναν όλο όσα έχει πει, καταλήγει: 

«Το “Τάγμα” αναζητά την απόλυτη ισχύ, όχι το χρήμα. Δεν τους ενδιαφέρει ο περαιτέρω πλουτισμός. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έκανε το ίδιο. Οι τεράστιες εταιρείες που δεν δίνουν μία στους εξαθλιωμένους εργάτες τους και κερδίζουν δισεκατομμύρια κάνουν το ίδιο. Όλα έχουν να κάνουν με τον έλεγχο. Δηλαδή αυτή η κατάσταση της ύστατης εκμετάλλευσης να κρατηθεί για πάντα. Οι σκοτεινές δυνάμεις έρχονται για να ενισχύσουν αυτό τον σκοπό. [...] Μια μεσσιανική ιδέα της διατήρησης των προνομίων».

Κλείνω με μια χαριτωμένη νότα. Αυτούσιο το κείμενο της συνέντευξης έχει δημοσιευθεί στη σελίδα «TrikalaWeb news», χωρίς καμία αναφορά στον συνεντευξιάζοντα αλλά και ούτε στην εφημερίδα.