Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (4-10/4/23)

— Το άκρoν άωτον της φαντασίας είναι η πίστη. 

«Η καταρχήν δισδιάστατη απεικόνιση των μορφών, όπως τη βλέπουμε δηλαδή εμείς στις αναπαραγωγές της εικόνας μέσα από το Διαδίκτυο ή την εκτύπωσή της, καθιστά αδύνατη τη σύγκριση της θέασης από τη φυσική θέση, από τη θέση δηλαδή που θα την έβλεπε κάποιος μέσα στη λατρευτική της υπόσταση. Αντικρίζοντας τις φόρμες και τα σχήματα που επιτελούν την "εικονογραφική πλοκή" είτε στη φωτεινή εικόνα του υπολογιστή, είτε στους περιορισμούς που προσφέρει η όποια εκτύπωση, λόγω των συσχετισμών των μελανιών, αφαιρεί από το έργο τη φανέρωση που αντικρίζει ο πιστός στον χρόνο που απαιτείται για να εκπληρώσει το λατρευτικό του καθήκον. Για να γίνω περισσότερο σαφής, με την επεξήγηση σας παροτρύνω να σκεφτείτε ότι η εικόνα κατασκευάστηκε με σκοπό να τη βλέπουμε υπό το φως των κεριών ή των καντηλιών που τη φωτίζουν κατά τον λατρευτικό χρόνο. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι που προσδίδει στην εικόνα την αμυδρή αίσθηση κίνησης, τόσο όσο κινούνται οι μικρές φλόγες από τα κεριά και τα καντηλέρια, έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση της διαδοχικής εικόνας και κατ' επέκταση της τρίτης διάστασης που δεν είναι ορατή στις ψηφιακές ή τις τυπογραφικές αναπαραγωγές. Είναι κάτι παρόμοιο δηλαδή με τις φιγούρες του θεάτρου σκιών όταν τις αντικρίζουμε ως αντικείμενα και όχι ως μέρος της διαχείρισης του φωτός. Η έλλειψη του απαιτούμενου από τη φύση του έργου (λατρευτικός σκοπός) αφαιρεί διά παντός την πρόσληψη της εικόνας διά μέσου της Θείας Χάριτος, αντικειμενοποιεί την εικονογραφική σύνθεση και της προσδίδει στη σύγχρονη εποχή μια νέα υπόσταση, εκείνη δηλαδή την ταπεινή θέση που της στερεί τη δυνατότητα δημιουργίας συναισθήματος. Αυτό βέβαια συμβαίνει, αν εξαιρέσει κανείς, όσο αυτό είναι δυνατόν, το θρησκευτικό συναίσθημα και το δέος που προκαλεί η Σταύρωση του Βασιλέως της Δόξης. [...] Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι όσο κι αν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε το συμπεριλαμβανόμενο φορτίο που θα γινόταν αντιληπτό μόνο με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, άλλο τόσο είναι αδύνατον να περιγράψουμε λεπτομερέστερα τη Σταύρωση του Θεοφάνη του Κρητός από τον Χριστολογικό κύκλο της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους σαν να επρόκειτο να εξηγήσουμε με κινηματογραφικούς όρους μια λατρευτική επιτέλεση» (δικές μου υπογραμμίσεις), γράφει ο ζωγράφος Δημήτρης Ζουρούδης στο «Τ’ αργαστήρι εκείνου, που την τέχνη σου θέλει…» από το αφιέρωμα «Το θείο δράμα σε Ανατολή και Δύση» (Καθημερινή, 9/4/23).

Παρατηρήστε ότι στην ιδανική αισθητική εμπειρία της εικόνας, ο κ. Ζουρούδης, δεν αρκείται σε μια περιγραφή της εικόνας in situ, στο περιβάλλον της Μονής και άρα υπό το φως των κεριών που της προσδίδουν μια τρίτη διάσταση, αλλά συμπεριλαμβάνει και τη «Θεία Χάρη» ως ειδικό διαμεσολαβητή που προσδίδει στην εν λόγω εμπειρία επιπρόσθετο «φορτίο». Ομολογώ ότι πάντα με συγκινούν οι φαινομενολογικές περιγραφές των πιστών ειδικά όταν αποπειρώνται να τις μεταγράψουν σε κείμενο για να τις μοιραστούν δυνητικά ακόμη και με το κοσμικό κοινό μιας εφημερίδας. 

Στη συνέχεια, στο ίδιο αφιέρωμα, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο άρθρο του «Εσταυρωμένος και ζωαρχικός», κάνει χρήση παρόμοιας τακτικής δύο βημάτων: ένα που στηρίζεται σε παρατηρήσεις που ουδείς κοσμικός δύναται να αμφισβητήσει καθώς αναφέρονται στην τεχνοτροπία των εικόνων, και, δεύτερο, που επικαλείται άλλα πιο ευφάνταστα στοιχεία που αναφέρονται και πάλι στον τρόπο θέασης που συνιστά προνόμιο του πιστού. Παραθέτω τα κρίσιμα εδάφια: «Ο σταυρωμένος Ιησούς και ο αναστημένος Χριστός είναι το ίδιο πρόσωπο. [...] Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στον πρώτο λόγο του “Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας”, γράφει πως, αν κάποιος εικονίσει τον Χριστό σταυρωμένο και τον ρωτήσουν ποιος είναι αυτός, θα απαντήσει: “Χριστός ο Θεός, ο δι’ ημάς σαρκωθείς” (PG 94, 1281C). Άραγε κάθε ζωγραφική αναπαράσταση της Σταύρωσης επιβάλλει ή επιτρέπει τούτη την απάντηση; Το κρίσιμο ερώτημα πάντως που τίθεται στον ζωγράφο της χριστιανικής περιόδου είναι ακριβώς αυτό: Πώς να ζωγραφίσει τον νεκρό Ιησού πάνω στο σταυρό ως κύριο της δόξης, ως κυριεύοντα ζώντων και νεκρών (Ρωμ. 14:9). Η τεράστιας σημασίας συζήτηση που έγινε την περίοδο της έριδος των εικόνων στο Βυζάντιο, με κέντρο της το χριστολογικό δόγμα, δεν ασχολήθηκε διεξοδικά με το ζήτημα του ζωγραφικού τρόπου, πώς δηλαδή κατορθώνεται αυτό ζωγραφικά. Την απάντηση στο ερώτημα την έδωσε η ίδια η ζωγραφική. Στη βυζαντινή εικονογραφία, μακριά από κάθε έννοια ρεαλισμού, φυσιολογικής και ανατομικής ακρίβειας, ο νεκρός Χριστός, πάνω στον σταυρό δεν γίνεται ποτέ πτώμα, διατηρεί τον μυϊκό τόνο (το νεκρό σώμα δεν πέφτει προς τα μπρος) δεν αλλοιώνεται ούτε παραμορφώνεται. Ο Χριστός πέθανε πραγματικά πάνω στον σταυρό, αλλά “διαφθοράς εδείχθη αλλότριος” είναι “νεκρός ζωαρχικότατος”. [...] Δεν αρκεί όμως ο ζωγραφικός τρόπος για να δώσεις στο ερώτημα ποιος είναι αυτός πάνω στον σταυρό την απάντηση που ανέφερε ο Δαμασκηνός. Ίσως αυτός ο τρόπος να είναι και το λιγότερο, δεδομένου μάλιστα ότι με τον ίδιο τρόπο ζωγράφιζαν οι Βυζαντινοί και τα κοσμικά πρόσωπα. Το πρώτο και κύριο είναι η σχέση που συνάπτεις με την εικόνα. Η θεμελιώδης φράση του Μεγάλου Βασιλείου ότι “η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει” (PG 32, 149C) σημαίνει μεταξύ άλλων, ότι το βλέμμα δεν πρέπει να αιχμαλωτίζεται από την αισθητική ομορφιά της εικόνας, για να επιτρέπει στον νου να στραφεί στο πρωτότυπο. Με ένα λόγο, η σχέση που σου επιτρέπει να δεις στο πρόσωπο του Εσταυρωμένου τον Αναστημένο είναι η πίστη. Αυτή η πίστη εκφράζεται ακριβώς με την προσκύνηση, για την οποία κάνουν λόγο όλα τα σχετικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις εικόνες. Ο πιστός δεν ατενίζει θαυμαστικά την εικόνα αλλά την ασπάζεται, κάμπτει τον αυχένα, σκύβει και την προσκυνάει. Χωρίς τη σχέση της προσκύνησης και η Σταύρωση με τον βυζαντινό τρόπο αισθητικά θα αντιμετωπιστεί και αυτή» (δικές μου υπογραμμίσεις). 

Μου αρέσει ιδιαιτέρως η περιγραφή της προνομιακής σχέσης που συνάπτει ο πιστός με την εικόνα· όπως και η ερμηνεία της φράσης του Μεγάλου Βασιλείου για αυτή τη συνθήκη μη αιχμαλωσίας του βλέμματος στην «αισθητική ομορφιά της εικόνας, για να επιτρέπει στον νου να στραφεί στο πρωτότυπο». Σημειώστε εδώ ότι αυτό που περιγράφει ο κ. Ζουμπουλάκης αντιβαίνει την κοσμική/φιλοσοφική θεωρία που περιγράφει το αισθητικό φαινόμενο. Η αισθητική εμπειρία είναι η κατεξοχήν εμπειρία που αιχμαλωτίζει το βλέμμα, και κατ’ επέκταση τον νου, στο έργο τέχνης. "Σκοπός" του έργου τέχνης είναι να φέρει τον θεατή σε μια ειδική θέση πέραν κάθε πρακτικής έννοιας και σκοπιμότητας. Ως μη πιστός όμως ερεθίζομαι από αυτή τη στροφή του νου στο πρωτότυπο. Έχω υποστηρίξει, στο πλαίσιο της λογοτεχνίας, και ειδικά του μυθιστορήματος, ότι αρκετοί συγγραφείς έχουν το σθένος και τη διορατικότητα να λειτουργούν εις βάρος της τέχνης τους, μέσα από την τέχνη τους. Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας, αλλά και ο Ελίας Κανέτι ανήκουν σε αυτή την ιδιότυπη κατηγορία δημιουργών που ωθούν το μυθιστόρημα στα όριά του: σε ένα εξωμυθιστορηματικό επέκεινα που με τη σειρά του εξωθεί τον αναγνώστη που συνάπτει μια ειδική σχέση με το κείμενο, ξανά, σε ένα άλλο «πρωτότυπο», για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τη φράση του Μεγάλου Βασιλείου με κοσμικό όμως πρόσημο: στη ζωή πέρα από τη λογοτεχνία, πάντα μέσω της λογοτεχνίας.

Θα κλείσω λοιπόν με μια διαπίστωση: η ανάγνωση λογοτεχνίας συνιστά θεραπεία για μια νόσο που δε θα είχαμε αν δεν διαβάζαμε. Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι η αυτοτροφοδοτούμενη απόκλιση του έλλογου όντος από τη λογική – από το «πρωτότυπο». Στην απόλυτη αντίστιξη λοιπόν με την πίστη –που συνιστά επίκληση στο παράλογο– κάποια, λίγα, λογοτεχνικά έργα μάς καλούν να κοιτάξουμε το λογικό: τη ζωή που κείται πέραν αυτών. 

— Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα!