— Quote της εβδομάδας: «Ρωτάω τον ταμία μπαίνοντας, γιατί βρωμάει το θέατρο; “Ήρθαν οι θεατές”, μου απαντάει».
Από το «Και λέγε λέγε» της Λένας Κιτσοπούλου, που παίζεται στο Θέατρο Τέχνης. Το απόσπασμα αναπαράγει η Ρέα Γρηγορίου στην κριτική της «Φθηνή απομίμηση ντανταϊσμού» (Καθημερινή, 9/6/24).
Ως σχόλιο θα παραθέσω τις καταληκτικές παραγράφους από την κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα «Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ» (Λάιφο, 10/6/24).
«[...] [Ο]δηγεί τον θεατή σε μια θέση ανυπόφορη: τον αναγκάζει ν’ ακούει το ίδιο «μήνυμα» ξανά και ξανά, πολτοποιημένο μέχρι εξοντώσεως (της έμπνευσης, της υπομονής, της απόλαυσης). Θα έλεγε, βέβαια, κανείς, ότι εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι, στη δοκιμασία των αντοχών μας. Αν εγώ σας δείχνω το τίποτα, αν ορθώνω απέναντί σας τον καθρέφτη της αποβλάκωσής σας, εσείς γιατί δεν αντιδράτε; Γιατί παρακολουθείτε σαν χάνοι και τα δέχεστε όλα αγόγγυστα; θα μπορούσε να ρωτά η δημιουργός.
Το περασμένο Σάββατο, η κυρία που καθόταν δίπλα μου επέλεξε να κάνει ακριβώς αυτό: να αντιδράσει. Το έπραξε υιοθετώντας διάφορες μεθόδους, πότε σφυρίζοντας, πότε μιλώντας «αγενώς» και, τέλος, βγάζοντας το κινητό της και τηλεφωνώντας σε μια φίλη. Αυτή η αθώα πράξη αντίστασης απέναντι στην κενότητα και την ξεθυμασμένη επαναληπτικότητα της σκηνικής δράσης προκάλεσε πλήθος παρατηρήσεων από τους «σοβαρούς», προσηλωμένους θεατές, οι οποίοι, υπνωτισμένοι από το είδωλό τους στον καθρέφτη, δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λέξη από το «έργο». Κι αυτή, τελικά, ήταν η πιο ενδιαφέρουσα, από πολιτικής άποψης, στιγμή της βραδιάς, η πιο περίτρανη απόδειξη της αποχαύνωσής μας, της ανημπόριας μας να αμφισβητήσουμε το κύρος της θεατρικής συνθήκης, ακόμα και όταν η τελευταία μάς περιπαίζει, μας καταπιέζει και μας ακυρώνει επιδεικτικά. Όπως ακριβώς κάνουμε, δηλαδή, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας».
Νομίζω βέβαια ότι όποιος πληρώνει εισιτήριο για να συνεχίσει να παρακολουθεί παραστάσεις της κ. Κιτσοπούλου νιώθει, όπως κι αν το δει κανείς, μια μαζοχιστική ανάγκη να «υπνωτιστεί από το είδωλό του στον καθρέφτη».
— «”Ο Μακρόν και ο Σολτς κρατιούνται στην εξουσία με όσες δυνάμεις τους απομένουν. Το σωστό θα ήταν να παραιτηθούν και να σταματήσουν να κοροϊδεύουν τους πολίτες τους”, έγραψε σε ανάρτησή του στο Telegram ο πρόεδρος της Κρατικής Δούμας (ρωσικής κάτω βουλής) Βιάτσεσλαβ Βολόντιν» (Καθημερινή, 10/6/24).
«[Ο] Ρώσος δικηγόρος Τιμούρ Μπεσλανγκούροφ, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης, αναζητά κατοίκους για ένα χωριό που σχεδιάζεται στο Σερπούχοφ, νότια της Μόσχας, προκειμένου να υποδεχθεί δυτικούς που “έχουν κουραστεί από τις ριζοσπαστικές αξίες των υποτιθέμενων δημοκρατιών τους”» (Καθημερινή, 9/6/24). Από το «Η χλιαρή πλευρά της φιλελεύθερης καλοσύνης» της Σίσσυς Αλωνιστιώτου.
Παρότι τα αποσπάσματα δεν σχετίζονται άμεσα με τον πολιτισμό, διακρίνεται σε αυτά η «ειρωνεία» των Ρώσων, έτσι όπως προσεγγίζουν τα γεγονότα μέσα από ένα διαφορετικό “παράδειγμα” θέασης του κόσμου. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον –και εδώ υπεισέρχεται μια έννοια πολιτισμού– να μπορούσε να δει κανείς τι ποσοστό δυτικών βλέπουν αυτές τις δηλώσεις με συμπάθεια, ή τουλάχιστον όχι και τόσο εχθρικά ώστε να τις απορρίπτουν, επειδή πραγματικά πιστεύουν ότι η Ευρώπη «κοροϊδεύει τους πολίτες της».
— Διάβασα τη συνέντευξη του Ευθύμη Φιλίππου, «Είμαστε και απάνθρωποι και σκληροί και μαλακοί και γλυκούληδες» (Λάιφο, 9/6/24), στον M. Hulot. Αν προσπεράσει κάνει τον τίτλο, θα δει ότι ο κ.Φιλίππου εμφανίζεται αρκετά ανεπιτήδευτος.
«— Τι ονειρευόσουν όταν ξεκίναγες να γράφεις το πρώτο σενάριο για τον Λάνθιμο; Περίμενες να συμβούν όλα αυτά που έχεις ζήσει;
Καταρχάς δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου να ασχοληθώ με το σινεμά, δεν ήταν κανένα όνειρο ζωής ο κινηματογράφος, έγινε τυχαία λόγω του Γιώργου, με τον οποίο γνωριστήκαμε στη διαφήμιση, και μου πρότεινε να γράψουμε μαζί ένα σενάριο. Εγώ δεν είχα ιδέα πώς γράφεται ένα σενάριο, εννοώ ούτε καν ποιο θα πρέπει να είναι το φορμάτ του σεναρίου. Μετά την πρώτη ταινία μού πρότεινε να ξαναγράψουμε μαζί, αλλά όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν παθητικά. Για τον Γιώργο ήταν σαφές ότι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του, εγώ ήμουν πάντα με το ένα πόδι μέσα. Φυσικά με ευχαριστούσε το να δουλεύω μαζί του, και φυσικά με ενδιέφερε, γιατί ήταν ένα τελείως άλλο πράγμα από αυτό με το οποίο είχα μέχρι τότε ασχοληθεί, οπότε μάθαινα πράγματα, έβλεπα πώς γίνεται μια ταινία και όλα αυτά τα στερεοτυπικά, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να έχω καμία αίσθηση ότι πραγματοποιείται ένα τεράστιο όνειρό μου».
«— Έχεις γράψεις καμιά ιστορία με έναν άνθρωπο απλό, καθημερινό, έναν χαρακτήρα που μπορείς να τον πεις καλό άνθρωπο;
Όχι, ούτε θα έγραφα. Θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να το κάνω αυτό, και το εκτιμώ πάρα πολύ όταν το βλέπω. Ζηλεύω όταν γίνεται καλά αυτό, δηλαδή με ηρεμεί όταν βλέπω τέτοιες ιστορίες, και τις εκτιμώ πάρα πολύ όταν γίνονται με σωστό τρόπο, αλλά μου φαίνεται δύσκολο για μένα να το κάνω».
— Διάβασα όμως και τη συνέντευξη της Μαρίνας Σάττι, «Αν θεωρούν ότι είμαι στη low κουλτούρα χαίρομαι, μακάρι να είμαι» (Λάιφο, 6/6/24), στον M. Hulot.
Παραθέτω:
«[...] θέλω και να μπορώ να μιλήσω σοβαρά όταν έρχεται η ώρα να είμαι σοβαρή, και να μπορώ να κάνω πλάκα, και να μπορώ να είμαι στην ηλικία που είμαι και να παλιμπαιδίσω χωρίς να με πουν ανώριμη, να μπορώ στην ηλικία που είμαι να κάνω και dance μουσική, με άλλα λόγια να κάνω ό,τι θέλω. Ο καθένας πρέπει να κάνει ό,τι γουστάρει. Κι άμα μου ’ρθει να πω για τη θάλασσα να πω για τη θάλασσα, ό,τι νιώθω. Θέλω ελευθερία. Αυτό που υπάρχει στα σαλόνια των διανοούμενων, κάτι που να είναι λυρικό, ατμοσφαιρικό, να μιλάμε σιγά και αργά, να έχει χαμηλό φωτισμό, μία ποιητικότητα, κεριά, δεν είναι τέχνη· μπορεί να είναι κι αυτό, αλλά τέχνη είναι η ζωή»
«— Πιο πολύ απ’ όλα σχολιάστηκε στο MIXTAPE το πέρασμα του Λε Πα, ο οποίος δεν θεωρήθηκε ποτέ ποιοτικός τραγουδιστής, παρότι γέμιζε τα μαγαζιά και έκανε μεγάλες επιτυχίες.
Μα τι σημαίνει ποιοτικός; Άρεσε στον κόσμο, διασκέδασε μαζί του; Χόρεψε; Έζησε στιγμές ξεγνοιασιάς; Γιατί είναι όλες οι ταινίες Ζβιάγκιντσεφ και Ταρκόφσκι; Όλες τις στιγμές στη ζωή μας έχουμε τις ίδιες ανάγκες; Θα παρτάρεις με Μπέλα Μπάρτοκ; Ακούω Μπέλα Μπάρτοκ κάθε μέρα, αλλά μη μου λες πως ό,τι έχει να κάνει με απόλαυση και χαρά είναι κακό, ενοχικό, και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι. Εμένα με ενδιαφέρει να συνδιαλλαγώ με τους ανθρώπους. Έχω υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια στα ωδεία και στα πανεπιστήμια, μπαινόβγαινα σε οργανισμούς, δεν με ενδιαφέρει να συνδιαλέγομαι πλέον μόνο σε αυτό το επίπεδο, το θεωρώ οριακά αυνανιστικό. Είναι κοινωνικό το ερέθισμα, ανθρώπινο, με αυτήν τη γλώσσα συνδιαλέγεσαι με τους ανθρώπους, με τη “γλώσσα” που μιλάμε κάθε μέρα».
«Έκλαιγα στην κρίση και μετά θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μου έλεγε ότι κοιμόντουσαν μέσα σε τάφους και τρώγαν ένα καρβέλι ψωμί όλη η οικογένεια για να ζήσουν – κι εγώ λέω «α, η μαμά μου που έζησε εποχές ΠΑΣΟΚ με τις παχιές αγελάδες».
Για την ηλικία της πάντως η κ. Σάττι λέει κοινοτοπίες που κάνουν τον αναγνώστη να χασμουριέται. Δυστυχώς, όμως, κανέναν δεν πείθει ότι «χαίρεται», «αν τη θεωρούν ότι είναι στη low κουλτούρα». Κανείς δεν ακούει Μπέλα Μπάρτοκ κάθε μέρα και κανένας δεν κοιμόταν μέσα σε τάφους. Η μανούρα της κ. Σάττι είναι περισσότερο θέατρο και λιγότερο ουσία. Η συνέντευξη βγάζει ένα παράπονο, που η κ. Σάττι αποπειράται να γυρίσει σε μαγκιά. Το βρίσκω μόνο εύλογο κάποια που έχει περάσει από «ωδεία» και «πανεπιστήμια» και που μπορεί σε κάποια περίοδο της καριέρας της να ήθελε να δει τον εαυτό της «ποιοτικό» να κουβαλάει θυμό και απογοήτευση, επειδή βλέπει να την ταυτίζουν με τη «low κουλτούρα». Φαντάζεται άραγε κανείς τον Λευτέρη Πανταζή να διερωτάται αν ανήκει στη «low κουλτούρα»; Τον φαντάζεται να διερωτάται αν ανήκει στην «κουλτούρα», γενικότερα; Κάποια πράγματα τα κάνεις χωρίς πολλή σκέψη ή δεν τα κάνεις καθόλου. Η αυθεντική «low κουλτούρα» είναι πολύ πιο αυθεντική και πηγαία, και ουδόλως ασχολείται με τις ανησυχίες των «σαλονιών της διανόησης».
— Θα κλείσω με ένα ωραίο απόσπασμα από τη συνέντευξη του Σεμπάστιαν Μπάρι στον Δημήτρη Δουλγερίδη «Στη μυθοπλασία κάνεις λάθη για να φτάσεις σε μια αλήθεια» (Τα Νέα, 8-9/6/24).
«Με ποιες φωνές της σύγχρονης ιρλανδικής λογοτεχνίας θέλετε να κρατάτε επαφή και να παρακολουθείτε την πορεία τους;
Η Κλερ Λουίζ Μπένετ είναι σχεδόν ιδιοφυία. Κι ύστερα υπάρχουν τόσο πολλοί. Ο Κολμ Τομπίν κι εγώ είμαστε συνομήλικοι και φίλοι, οπότε κοιτάζω πάντοτε τη δουλειά του. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό και ο Ρόντι Ντόιλ, αλλά για να πω την αλήθεια υπάρχουν δεκάδες ιρλανδοί συγγραφείς παγκόσμιας κλάσης. Μου είναι μάλιστα πολύ χρήσιμο στα 68 μου να μπορώ να “κλέβω” πράγματα απ΄αυτούς αθόρυβα όταν μπορώ να τη βγάζω καθαρή. Αυτό με ρωτούσε πάντα ο Σίμους Χίνι όταν είχα πρεμιέρα σε ένα θεατρικό έργο: ¨Την έβγαλες καθαρή;” Σαν να είναι πάντα ο συγγραφέας ένα είδος Τζέσε Τζέιμς. Πράγμα που πιστεύω ότι είναι».