Quote της εβδομάδας: «Κανένα σταθμό όμως δεν αποτελεί –εκτός Γαλλίας– ο δευτέρου χεριού φιλόσοφος Montaigne, στα σοβαρά, πέραν του ότι απλώς, επηρέασε τον Σαίξπηρ!» (Ήρκος Αποστολίδης από το Σαίξπηρ. Η επινόηση του ανθρώπινου του Χάρολντ Μπλουμ (Gutenberg: 2023) όπως το παραθέτει η Λαμπρινή Κουζέλη (Το Βήμα, 9/7/23)).
— Διάβασα την κριτική της Λίνας Πανταλέων «Μια εκπεσούσα κατσαρίδα» (Καθημερινή, 9/7/23) για το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου Η μεταμόρφωσή της (Καστανιώτης: 2022).
Παραθέτω: «Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, η φαιδρότητα της μυθοπλασίας ή οι διάσπαρτες περισπούδαστες διερωτήσεις. Τα πάντα στο βιβλίο είναι είτε γελοία είτε ρηχά, εμπνευσμένα από μια θεματική που όσο γίνεται αφηγηματική μόδα, ολοένα αποδυναμώνεται. [...] Μακάρι να ήταν φαρσοκωμωδία. Δυστυχώς όμως, το βιβλίο παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του, συντείνοντας σε μια απερίγραπτη γελοιογράφηση του γυναικείου ψυχισμού, στοιβάζοντας στον αντίποδά του αναχρονιστικά στερεότυπα για μια μπρουτάλ αρρενωπότητα».
Μπορεί να μην συμφωνώ (κριτική εδώ) ούτε με την κρίση ούτε με τους χαρακτηρισμούς της κ. Πανταλέων –το βιβλίο δεν είναι «γελοίο» παρά τα στερεότυπα και τις διευκολύνσεις που το ταλανίζουν– αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στον χυλό που προωθείται σήμερα ως κριτική δεν είναι ευπρόσδεκτη και μια ακραία επικριτική ματιά. Είμαι της άποψης ότι αρκετοί αναγνώστες σκανδαλίζονται πλέον περισσότερο, για να διαβάσουν ένα βιβλίο και να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι την “αλήθεια”, από κείμενα σαν της κ. Πανταλέων παρά από τους γλυκανάλατους διθυράμβους των απανταχού βιβλιοπαρουσιάσεων.
— Διάβασα στη στήλη «Ματιές στον Κόσμο» του Νίκου Βατόπουλου το «Δικαστικό Μέγαρο Βρυξελλών, η αφύπνιση του γίγαντα» (Καθημερινή, 9/7/23).
«Η αποκατάσταση του Δικαστικού Μεγάρου Βρυξελλών, με τον χαρακτηριστικό τρούλο, ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια στην Ευρωπη, είναι μια ιστορία γεμάτη καθυστερήσεις και παλινδρομήσεις. Οι σκαλωσιές είχαν τοποθετηθεί ήδη από το 1984, χρειάστηκε να αντικατασταθούν, αλλά πλέον όλα δείχνουν ότι το τιτάνιο, περίπλοκο και απαιτητικό έργο πλήρους αρχιτεκτονικής και αισθητικής αποκατάστασης αυτού του οικοδομικού κολοσσού θα ολοκληρωθεί τα προσεχή χρόνια και θα είναι έτοιμο έως το 2030, όταν το Βέλγιο θα γιορτάσει τα 200 χρόνια εθνικού βίου. [...] Η πρόσοψη [...] του οικοδομικού γίγαντα του 19ου αιώνα κατηγορήθηκε ως αλαζονική, εκτός κάθε μέτρου ή αρμονικής σύνθεσης δεν είναι λίγοι όσοι το θεώρησαν (και το θεωρούν ακόμη) τερατούργημα. [...] Έμεινε ως σύμβολο της πόλης. Κινδύνευσε να καταστραφεί ολοκληρωτικά κατά την αποχώρηση των Γερμανών στη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τρούλος κατέρρευσε και ανοικοδομήθηκε μεταπολεμικά ελαφρώς ψηλότερος. Το Δικαστικό Μέγαρο Βρυξελλών καταλαμβάνει εκτάσεις 26.000 τ.μ. Και έχει ύψος 150 μέτρα. Ο τρούλος ζυγίζει 24.000 τόνους. Αυτές οι ασύλληπτες διαστάσεις μαρτυρούν τη φιλοδοξία του αρχικού εγχειρήματος»
Αμέσως αναζήτησα το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θα έπρεπε μια φορά, είπε ακόμη, να φτιάξουμε έναν κατάλογο με τα οικοδομήματά μας καταχωρισμένα κατά μέγεθος, και τότε θα αντιλαμβανόμασταν αμέσως ότι τα κτίρια που βρίσκονται κάτω από το σύνηθες μέγεθος των οικιακών αρχιτεκτονημάτων –η καλύβα, το ερημητήριο, το σπιτάκι του φύλακα, το περίπτερο με θέα, το παιδικό σπίτι στον κήπο– μας υπόσχονται τουλάχιστον μια αναλαμπή ειρήνης, ενώ αντίθετα κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι του αρέσει ένα γιγαντιαίο κτίριο, όπως ας πούμε το δικαστικό μέγαρο των Βρυξελλών στο πρώην Χάλχενμπερχ. Θα το θαύμαζε στην καλύτερη περίπτωση, και ο θαυμασμός αυτός είναι ακριβώς ο προάγγελος του τρόμου, γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι τα κτίρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια» (W.G. Sebald, Άουστερλιτς, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα: 2006).
— Διάβασα την κριτική της Λαμπρινής Κουζέλη «Ο κατά Μπλουμ Σαίξπηρ» (Το Βήμα, 9/7/23 για το Σαίξπηρ. Η επινόηση του ανθρώπινου (Gutenberg: 2023). Παραθέτω: «Από όλους τους σαιξπηρικούς χαρακτήρες ο Μπλουμ τοποθετεί στις πρώτες τέσσερις θέσεις τον Φάλσταφ, τον Άμλετ, τον Ιάγο και την Κλεοπάτρα, και ξεχωρίζει ιδιαίτερα τους δύο πρώτους “που αποτελούν την αρχή της προσωπικότητας όπως έχουμε καταλήξει να τη γνωρίζουμε”. Στην κορυφή τοποθετεί τον Άμλετ, ο οποίος “μετά τον Ιησού, παραμένει το δεύτερο πιο χαραγμένο στη Δυτική συνείδηση πρόσωπο” – άλλωστε για τον Μπλουμ ο θεός στον οποίο πιστεύουν οι άνθρωποι είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, ο Γιαχβέ της Πεντατεύχου, ο Ιησούς του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, ο Αλλάχ του Κορανίου”».
Πέρα όμως από το κριτικό σημείωμα της κ. Κουζέλη αυτό που ξεχώρισα και χρήζει ειδικής μνείας είναι η αναφορά της, με δύο επιπλέον σύντομα κείμενα, στην έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά. Όπως έχει ήδη αντιληφθεί κάθε εχέφρων αναγνώστης που έχει έρθει σε επαφή με τη συγκεκριμένη έκδοση, ο επιμελητής του, Ήρκος Αποστολίδης, έχει ανοίξει διάλογο με τον Χάρολντ Μπλουμ στις υποσημειώσεις του βιβλίου. Γράφει η κ. Κουζέλη: «Ο διάλογος συγγραφέα επιμελητή θα μπορούσε να είναι γόνιμος αν γινόταν εκτός βιβλίου ή αν τοποθετούνταν, έστω, στο τέλος του. Τα σχόλια του Αποστολίδη στερούν από τον αναγνώστη το δικαίωμα της αθώας αναγνωστικής ανταπόκρισης στο κείμενο καθώς έχει διαρκώς την αίσθηση ότι κρατά στα χέρια του το αντίτυπο του Αποστολίδη με τις δικές του σημειώσεις στο περιθώριο, τις οποίες δεν μπορεί να αγνοήσει, και με τον οποίο εισέρχεται σε διάλογο με τη σειρά του – συχνά, ετούτη η αναγνώστρια, διαφωνώντας».
Η στήλη έχει αναφερθεί ξανά στο συγκεκριμένο θέμα με αφορμή το κείμενο «Θνητός θεός» (ΕφΣυν, 13-14/5/23) της Κυριακής Μπεϊόγλου. Είχα σχολιάσει τότε για τον κ. Αποστολίδη: «Είναι κάπως σαν να χρηματοδοτεί ο εκδότης ένα πανάκριβο εγχείρημα και να έρχεται αυτός που έχει αναλάβει να γράψει την εισαγωγή να εξηγήσει στον αναγνώστη γιατί αυτό που θα διαβάσει στις σελίδες που ακολουθούν είναι προβληματικό και άρα δυνητικά ανάξιο προσοχής. Ας γράψει ο κ. Αποστολίδης, σε ξεχωριστό πόνημα, τη θέση του και τα επιχειρήματά του –αν δεν το έχει ήδη πράξει– και ας αποπειραθεί να κατεδαφίσει τον Χάρολντ Μπλουμ και τον Δυτικό Κανόνα του – δεν έχει συμβεί αυτό ακόμη. Κάτι τέτοιο θα προάγει τη γόνιμη συζήτηση και θα χαροποιήσει, θαρρώ, και τον εκδότη του» (λινκ εδώ).
— Θα κλείσω με κάτι ανάλαφρο. Διάβασα τη συνέντευξη «Η τεχνολογία μπορεί να οραματίζεται» (Το Βήμα, 9/7/23) που παραχώρησε ο Παναγιώτης Ροϊλός στην Έρη Βαρδάκη. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε λεπτομέρειες ουσίας. Το θέμα ως συνήθως στις συνεντεύξεις που σχολιάζει η στήλη εντοπίζεται στην αμετροέπεια των συνεντευξιαζόμενων, οι οποίοι δύσκολα καταφέρνουν να μην γελοιοποιούνται με τον θαυμασμό που τρέφουν προς τον εαυτό τους. Παραθέτω: «[Ερ.] Στους Δελφικούς Διαλόγους έδωσαν το “παρών” κορυφαίοι στοχαστές και επιστήμονες της εποχής μας όπως ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris X-Nanterre και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, ο Φίλιπ Ν. Χάουαρντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για το Περιβάλλον της Πληροφορίας, ο Πιερ Λεβί, φιλόσοφος, θεωρητικός του πολιτισμού και μελετητής των μέσων ενημέρωσης, ο Τζέφρι Σναπ, πρόεδρος του τμήματος Συγκριτικής Λογοτεχνίας Ρομανικών Γλωσσών και Λογοτεχνιών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Πόσο εύκολο ήταν να προσελκύσετε τέτοιου μεγέθους ομιλητές στους Δελφούς; [Απ.] Μην ξεχνάτε ότι, όντας καθηγητής στο Χάρβαρντ εδώ και 25 περίπου χρόνια και συνιδρυτής και συν-διευθυντής του ερευνητικού σεμιναριακού προγράμματος για την “Πολιτιστική Πολιτική” στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων του Χάρβαρντ Weatherhead, συνάδελφοι και συνομιλητές μου είναι άνθρωποι σαν αυτούς που αναφέρατε. Για εμένα προσωπικά είναι η καθημερινότητά μου να συνδιαλέγομαι με αντίστοιχους ερευνητές και στοχαστές».