— Την προηγούμενη εβδομάδα επεσήμανα μερικά αξιόλογα σχόλια για τον Θανάση Βαλτινό. Αυτή την εβδομάδα δεν γίνεται να προσπεράσει κανείς μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, «Τελικά, έμαθα ελάχιστα πράγματα…» (10/11/24), που φέρει την υπογραφή του Νίκου Αλιάγα. Τι σχέση έχει ο κ. Αλιάγας με τον Βαλτινό; Καμία, όπως εύκολα θα αντιληφθείτε.
Παραθέτω:
«Ο Θανάσης Βαλτινός, συγγραφέας και πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε αθόρυβα από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών. Τον συνάντησα δύο φορές στη ζωή μου, την πρώτη φορά το 1990, στο Παρίσι, στο φεστιβάλ βιβλίου “Ωραίες Ξένες” παρέα με τον Βασίλη Βασιλικό και τον Γιώργο Χειμωνά. Ημουν νέος δημοσιογράφος και θαρρώ πως ήμουν κάπως εντυπωσιασμένος από τη στιβαρότητα που εξέπεμπε η παρουσία του, σε συνδυασμό με μια αδιευκρίνιστη λεπτότητα στην κίνησή του και στον λόγο του.
Θυμάμαι πως μιλούσαμε για τις ακτίνες του φωτός σε ένα καφέ κοντά στον Σηκουάνα. Πέρασαν τα χρόνια και πάντα παρακολουθούσα την πορεία του εξ αποστάσεως, όπως πέρασαν και τα βιβλία του από τα χέρια μου, «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», «Σχισμή φωτός» και «Εθισμός στη νικοτίνη». Τον ξανασυνάντησα 33 χρόνια αργότερα για να τον φωτογραφίσω χάρη σε μια κοινή μας φίλη, τη Γωγώ Ψαρρά, στο σπίτι του στο Παγκράτι την άνοιξη του 2023.
[...]
Το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί αντικείμενο συνέντευξης με την κλασική έννοια του όρου, αλλά μια αυθόρμητη, ελεύθερη συζήτηση μετά τη σύντομη φωτογράφισή μας, με μακροσκελείς σιωπές και «φαινομενικά» ανιδιοτελείς συνειρμούς (γιατί κατά κάποιον περίεργο τρόπο όλα συνδέονται τελικά). Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή από την ταράτσα του τελευταίου ορόφου όπου διέμενε ο Βαλτινός, ο αττικός ουρανός φαινόταν φουρτουνιασμένος με ασημένιες αποχρώσεις και μολυβένια σύννεφα, ο ηλιοκράτορας είχε αρχίσει την κάθοδό του, και στο βάθος, πάνω στη γραμμή του ορίζοντα, ο Παρθενώνας έλαμπε. Σαν το αιώνιο κάδρο της ύπαρξής μας, της μοναξιάς μας».
Ο κ. Αλιάγας, βέβαια, εμφανίζεται εδώ με την ιδιότητα του φωτογράφου. Κατά κάποιο τρόπο δεν φέρει ευθύνη για ό,τι γράφει, αλλά και πάλι... Παρατηρήστε, αρχικά, πόσο αστεία είναι η λέξη «ηλιοκράτορας» στο συγκείμενο Θανάσης Βαλτινός. Ο κ. Αλιάγας γράφει ακριβώς με τους καμποτινισμούς που ο Βαλτινός αποστρέφεται γενικά στη γραφή του. Ο ουρανός είναι «φουρτουνιασμένος» με «ασημένιες αποχρώσεις και μολυβένια σύννεφα». Δεν είναι μόνο οι επιθετικοί προσδιορισμοί. Ακόμη και αυτό το «κάδρο της ύπαρξης, της μοναξιάς» συνιστά μελόδραμα, ξένο προς τον Βαλτινό. Τίποτα σε αυτή την πρόταση δεν έχει σχέση με τον Βαλτινό. Αναφέρει όμως ο κ. Αλιάγας και «μακροσκελείς σιωπές και «φαινομενικά» ανιδιοτελείς συνειρμούς». Τυγχάνει να έχω επισκεφτεί κι εγώ τον Βαλτινό. Ένα χρόνο νωρίτερα από τον κ. Αλιάγα, το 2022, στο ίδιο δώμα της Αστυδάμαντος. Φάγαμε σουβλάκια, ήπιαμε κρασί, μας είπε ιστορίες από τα παλιά. Παρατήρησα κι εγώ τις «μακροσκελείς σιωπές». Ο Βαλτινός, ήδη από τότε, δυσκολευόταν να εκφραστεί, δεν είχε διαύγεια. Δεν είχε όμως καμία σημασία αυτό. Ήταν ζεστός, χαμογελαστός. Αν θέλει κανείς να μεταγράψει τις «μακροσκελείς σιωπές» σε «ανιδιοτελείς συνειρμούς (γιατί κατά κάποιον περίεργο τρόπο όλα συνδέονται τελικά)» μπορεί να το κάνει. Αυτά τα πράγματα όμως, επαναλαμβάνω, δεν έχουν καμία σχέση με τον Βαλτινό. Ακόμη και η φράση «γιατί κατά κάποιον περίεργο τρόπο όλα συνδέονται τελικά» δεν έχει σχέση με τον Βαλτινό. Είναι, για να το πω κομψά, μια κενολογία για γέλια.
Παραθέτω όμως κάτι ακόμη:
«– [Ερ.] Τι θα λέγατε στο παιδάκι που γεννήθηκε στην Αρκαδία, που δεν ήξερε τίποτα από τη ζωή που το περίμενε, που στη συνέχεια πέρασε νύχτες αναθεωρώντας ακόμη και τις ικανότητές του πάνω από μια λευκή σελίδα, που γνώρισε δόξες, τίτλους, παράσημα;
– [Απ.] Είναι υπόθεση, είναι αυθεντική ιστορία ή υποθετικά το λέτε;
– Οπως θέλετε εσείς…
– [Απ.] Το παιδάκι πια είναι άξιο της μοίρας του…
– Τι εννοείτε;
– [Απ.] Θα περάσει, θα υποστεί, θα ζήσει ενδεχομένως όλα αυτά που θα του επιφυλάξει η ζωή του. Και πώς θα τα ζήσει, τι θα ζήσει, τι θα βγει από μέσα…;
– Τι θα λέγατε στον μικρό σας εαυτό για να τον καθοδηγήσετε;
– [Απ.] Δεν θα μπορούσα να του πω τίποτα. Το πιθανότερο είναι ότι θα αναρωτιόμουν ή θα ήμουν σε ένα είδος επιφύλαξης, επιφυλακής, τίποτε άλλο. Τι θα μπορούσα να του πω. Τίποτε δεν θα μπορούσα να πω. Θα μπορούσα να συλλέξω πράγματα μέσα μου που θα έπαιρναν κάποια μορφή σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη περίσταση. Και δεν εννοώ συγγραφική.
– Μεταφυσική;
– [Απ.] Ούτε και μεταφυσική. Μην την μπλέκουμε τη μεταφυσική γιατί έχει μπερδευτεί πάρα πολύ στη ζωή μας. Η μεταφυσική είναι ένας τρόπος βεβαίως. Τα ερμηνεύει κανείς λίγο εύκολα θα έλεγα όλα και καμιά φορά λίγο ανώδυνα. Γιατί η ίδια ζωή είναι σκληρή, είναι δύσκολη και είναι βίαιη. Εκεί τι μπορεί να κάνει κανείς; Ο,τι και να επιστρατεύσει, όση καλή θέληση, όσα προηγούμενα, θα είναι πάντα εκτός πεδίου. Χοντρικά! (γελάει)».
Ο κ. Αλιάγας σε αυτή τη «μη συνέντευξη» επαναλαμβάνει, όπως παρατηρείτε, τις πιο τετριμμένες ερωτήσεις. Πετάει μέχρι και το χαρτί της «μεταφυσικής».
«Ο θαυμασμός τυφλώνει, είπε ο Ρέγκερ χθες, αμβλύνει το μυαλό του ανθρώπου που θαυμάζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι, απ' τη στιγμή που μπαίνουν στην κατάσταση θαυμασμού, δεν βγαίνουν πια απ' αυτή την κατάσταση θαυμασμού. Το γνήσιο λογικό δεν γνωρίζει το θαυμασμό, παίρνει υπόψη, σέβεται, υπολήπτεται, αυτό είναι όλο, είπε.
― Τόμας Μπέρνχαρντ, Παλιοί δάσκαλοι – Κωμωδία, μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας: 1994.
— Το παράθεμα από τον Μπέρνχαρντ, όμως, ταιριάζει και στο κείμενο «Επιστημονική αυτοβιογραφία» (Το Βήμα, 10/11/24) που υπογράφει η Λαμπρινή Κουζέλη. Η κ. Κουζέλη γράφει για το βιβλίο του Γιώργου Μπαμπινιώτη Επί τα ίχνη της γλώσσας (Εκδόσεις Κέντρου Λεξικολογίας 2024).
Παραθέτω:
«Πέρα από το υπόλοιπο διδακτικό και επιστημονικό έργο του, το πρώτο που πρέπει να αναγνωρίσουμε ξεχωριστά στον ομότιμο καθηγητή Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι η αφοσίωση και η συστηματική ενασχόληση με τη Λεξικογραφία – η διακονία της Λεξικογραφίας, για να χρησιμοποιήσω μια “απαιτητική λέξη” που θα του άρεσε» (υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Δεν είναι όμως μόνο αυτή η λέξη που θα άρεσε στον κ. Μπαμπινιώτη. Γράφει η κ. Κουζέλη:
«Στο νέο του βιβλίο, στον πολυσέλιδο [704 σελίδες] τόμο Επί τα ίχνη της γλώσσας [...], δημοσιεύονται στο Μέρος Α’ οι πρόλογοι και οι εισαγωγές που έχει συντάξει ο ίδιος για τα Λεξικά του· στο Μέρος Β’ τα αντίστοιχα κείμενα από τις Γραμματικές του· στο Μέρος Γ’ τα προλογικά κείμενα δοκιμίων του για τη γλώσσα· στο Μέρος Δ’ προλογικά κείμενα εγχειριδίων, αυτοτελών έργων και συλλογικών έργων για τη γλώσσα. Προλογικά κείμενα από συνολικά 25 έργα του. [...] Μπορούν να αποσπαστούν και να διαβαστούν αυτοτελώς; ίσως αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Θα τον παραπέμψουμε στον περίφημο Πρόλογο του δρος Σάμιουελ Τζόνσον στο μνημειώδες A Dictionary of the English Language (1755), που έχει πλέον την αξία λογοτεχνικού κειμένου που αφηγείται τη ζωή στο εργαστήρι του λεξικογράφου, και στα Προλεγόμενα του Αδαμάντιου Κοραή στις εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, που διαβάζονται εδώ και δύο αιώνες ως αυτοτελείς πραγματείες για την παιδεία, τη γλώσσα και τους θεσμούς».
Η κ. Κουζέλη δεν αρκείται στον παραλληλισμό με τον Σάμιουελ Τζόνσον και τον Αδαμάντιο Κοραή. Η καταληκτική παράγραφος του κειμένου της είναι αποκαλυπτική:
«Σαν το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ, το Επί τα ίχνη της Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη μπορεί να διαβαστεί ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες που συνθέτουν διαφορετικά αφηγήματα: την επιστημονική αυτοβιογραφία του συγγραφέα, την Ιστορία της Λεξικογραφίας ή –διαβάζοντας τους προλόγους των βιβλίων Θεωρητική Γλωσσολογία, Το ελληνικό αλφάβητο, Το ρήμα της Ελληνικής, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία– μια εικόνα της ιστορίας της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια».
«Το κουτσό παίζεται με μιαν αμάδα, που πρέπει να τη σπρώχνεις με τη μύτη του παπουτσιού. Υλικά: ένα πεζοδρόμιο, μια αμάδα, ένα παπούτσι κι ένα όμορφο σχεδιάγραμμα με κιμωλία, κατά προτίμηση χρωματιστή. Ψηλά είναι ο Ουρανός, χαμηλά η Γη, είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις με την αμάδα στον Ουρανό, σχεδόν πάντα κάνεις λάθος στον υπολογισμό, και η αμάδα βγαίνει έξω απ’ το σχεδιάγραμμα» (Χούλιο Κορτάσαρ, Κουτσό, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera 2018, σελ. 276.)
Ποιος ξέρει; Με το βιβλίο του κ. Μπαμπινιώτη μπορεί να μην είναι πολύ δύσκολο «να φτάσεις με την αμάδα στον Ουρανό».