— Quote της εβδομάδας: «Ακούγεται, και είναι, κλισέ, αλλά πράγματι κλέβαμε από παντού μέσα στην ημέρα για να διαβάσουμε ακόμη μερικές σελίδες και ξενυχτήσαμε δύο ολόκληρα βράδια για να το τελειώσουμε, με αποτέλεσμα να έχουμε περιορισμένη απόδοση στη δουλειά μας την επομένη. Και αυτό είναι το μόνο αρνητικό στοιχείο του βιβλίου». (Κυριάκος Αθανασιάδης, «Δίψα για εκδίκηση και εξιλέωση», Καθημερινή, 10/12/23).
— Ο Μίκι Σάμπαθ, ο πρωταγωνιστής του Φίλιπ Ροθ στο Θέατρο του Σάμπαθ (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πόλις: 2013) είναι ένας άνθρωπος που είχε βαθιά, και γι’ αυτό όχι ακριβώς συνειδητή, επίγνωση της θέσης του στον κόσμο. Ως νέος ηθοποιός συνήθιζε να ανεβαίνει στη σκηνή για να παίξει Σαίξπηρ και είχε την προνοητικότητα να προμηθεύει τους επικείμενους θεατές του με σάπια λαχανικά. Όταν κάποιος ξεκινάει με τόση σοβαρότητα απέναντι στον εαυτό του, μόνο καλά πράγματα μπορεί να προσμένει.
Αν έχω κάποια ένσταση για τη μανούρα που προέκυψε από τη σάτιρα του «Ράδιο Αρβύλα» της ομάδας Κανάκη επικεντρώνεται ακριβώς σε αυτό που έδειχνε να μην χαρακτηρίζει τον Σάμπαθ: σοβαροφάνεια. Όταν κάποιος βγαίνει μπροστά σε κοινό πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί κριτική αλλά και να υποστεί σάτιρα. Συνιστούν αμφότερα, το καθένα με τον τρόπο του, παράσημα. Δεν το διακρίνουμε όλοι, αλλά έτσι είναι. Πώς να το κάνουμε;
Από το Σάββατο που βγήκε η “είδηση” στον αέρα προσπαθώ να ανασυνθέσω την αλληλουχία των γεγονότων που οδηγούν, αρχικά, τον Γιώργο Αλισάνογλου να γράψει την απάντηση/διαμαρτυρία του στους «Ράδιο Αρβύλα». Εικάζω, γιατί δεν θέλω καν να σκέφτομαι ότι ο κ. Αλισάνογλου παρακολούθησε ιδίοις όμμασι το σατιρικό κλιπ, ότι κάποιος του το σφύριξε. Εκείνος, ένιωσε ότι επλήγη η υπόληψη όχι μόνο του ίδιου ως φυσικού προσώπου και ποιητή, αλλά ότι επλήγη και η ίδια η ποίηση – «Σε μια εποχή που το καθεστώς κάνει μεγάλο πόλεμο στον πολιτισμό το να κοροϊδεύεις και να χλευάζεις την ποίηση είναι να παίζεις το παιχνίδι τους», γράφει στην ανάρτησή του ο κ. Αλισάνογλου Ζήτησε λοιπόν τη συνδρομή συναδέλφων ποιητών, «μεταφραστών, εκδοτών, αναγνωστών» και λοιπών ανθρώπων του χώρου «να πάρουν θέση στο ζήτημα αυτό που αφορά όλους μας». Ας επισημάνω εδώ ότι αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν το γενεσιουργό αίτιο του αγώνα διάσωσης του συμπαθούς ποιητού/εκδότη/βιβλιοπώλη, αλλά, και, εδώ ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρόν, του αγώνα υπέρ ποιήσεως. Σημειώστε ότι όσοι έχουμε σώας τας φρένας μπορούμε να εικάσουμε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ελάχιστοι ποιητές και λοιποί άνθρωποι του χώρου είχαν πάρει πρέφα το σατιρικό κλιπ. Οπότε, για να αποκαταστήσει ο κ. Αλισάνογλου το όνομά του και την τιμή της ποίησης θα έπρεπε να καταστήσει το σατιρικό κλιπ βάιραλ. «Θα με υποτιμήσω πριν με υπερτιμήσω, αλλά έχω να σώσω και την ποίηση» θα σκέφτηκε. Είναι Σάββατο πρωί, ο καιρός χειμωνιάτικος, «ο βίος βραχύς η δε τέχνη μακρή». Οι ποιητές και λοιποί άνθρωποι του χώρου, με μια κούπα αχνιστό καφέ σηκώνουν τα μανίκια και πιάνουν δουλειά. Το κύμα συμπαράστασης στον μικρόκοσμο των χιλίων ανθρώπων συγγράφει φιλιππικούς και δεκάρικους. Ο κ. Αλισάνογλου νιώθει ώρα με την ώρα την αχλή της δικαίωσης να τον στεφανώνει. Ο χώρος της ποίησης σύσσωμος, γροθιά κανονική, βιώνει την υπερχείλιση ντοπαμίνης που μόνο ένας διαδικτυακός αγώνας προσφέρει τόσο ανέξοδα.
Ο χώρος της κοινωνικής δικτύωσης όμως χαίρει μιας ιδιάζουσας διαλεκτικής. Στη «θέση» προτάσσεται πάντοτε η «αντίθεση», αλλά αντί στη συνέχεια να δρέψουμε τους καρπούς μιας συμπεριληπτικής και γόνιμης «σύνθεσης», παίρνουμε, πάρα προσδοκίαν, μια μεγαλειώδη αποσύνθεση. Διαπρύσιοι αμύντορες κατακεραυνώνουν τους υπερασπιστές του κ. Αλισάνογλου και της ποίησης καθώς διατείνονται ότι ήταν η κίνηση Αλισάνογλου αυτή που κατάφερε καίριο πλήγμα στην ποίηση, γιατί έριξε, η κίνηση, την ποίηση στο επίπεδο του ΚΔΩΑ Κανάκη και της παρέας του. Το σκεπτικό αποτυπώνεται και στο περίφημο: Never wrestle with pigs. You both get dirty and the pig likes it. Σαν μην έφτανε αυτό, η θεματολογία σχολιασμού κυριεύει όμορα νοηματικά εδάφη. Τώρα, οι αντίθετες θέσεις προτάσσουν τη γενικότερη απαξίωση του χώρου. Ποιοι είναι ποιητές και ποιοι δεν είναι; Ποιος έχει κάνει πράγματα για την ποίηση και ποιος όχι; κλπ, κλπ. Το κοινό νιώθει αποπροσανατολισμένο. Οι υπερασπιστές του κ. Αλισάνογλου ανασυντάσσονται και αντεπιτίθενται. Ο καφές παραγκωνίζεται, τα ποπ κορν τσιτσιρίζουν στις κατσαρόλες. Τα τρολ πιάνουν δουλειά και λοιδορούν και τους μεν και τους δε. Η αποσύνθεση καραδοκεί. Η απόσταξη οποιουδήποτε νοήματος καθίσταται αδύνατη. Έχουν όμως περάσει σχεδόν 24 ώρες. Το θέμα έχει μπαγιατέψει. Όποιο μέσο πρόλαβε να δρέψει κλικ το έχει ήδη κάνει. Η υπόθεση θεωρείται λήξασα. Μεγάλος νικητής, όπως πάντα στον χώρο της κοινωνικής δικτύωσης, το μίσος, η απογοήτευση, το «πέφτω από τα σύννεφα με την αντίδρασή σου».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πλέον η σάτιρα τελεί υπό διωγμό. Δεν επιτρέπεται να σατιρίσει κανείς χοντρούς, παλαβούς, ομοφυλόφιλους, αλλόφυλους, πρόσφυγες, μετανάστες, γυναίκες, παιδιά, ζώα – πόσοι αλήθεια ανέβασαν πίεση με τη λέξη «παλαβούς»; Ο ποιητής, ως κατηγορία, εικάζω, για να κάνω και τον δικηγόρο του διαβόλου, ήταν ελεύθερος προς σάτιρα. Πόσοι ποιητές εξάλλου υπάρχουν στη Ελλάδα –πού να γνώριζαν οι άμοιροι;– ενδέχεται να σκέφτηκε το “δημιουργικό” της ομάδας. Αν κάτι ίσως έχει μείνει από τη μανούρα των ημερών είναι ότι στα καθ’ ημάς περνάει και ο ποιητής στο απυρόβλητο. Μια ακόμη ήττα για τη σάτιρα. Μια ακόμη θηλιά στο λαιμό της έννοιας «ελευθερία λόγου».
«Το άγνωστο σε οποιαδήποτε υπερβολή είναι ο βαθμός της υπερβολής της», γράφει ο αφηγητής σε δύο κομβικά σημεία στο μυθιστόρημα του Ροθ (σσ. 469, 507).
Ο Σάμπαθ γαντζώνεται πάντα από την υπερβολή, από μια λεπτομέρεια που όσο κι αν η σημασία της του διαφεύγει κρίνεται κάθε φορά καθοριστική για την έκβαση των καταστάσεων που ορίζουν τη ζωή του. Η υπερβολή αυτή συνιστά «[…] το προεόρτιο που τον απομακρύνει από το ουσιώδες». Η ζωή πάντα τον ξεστρατίζει γιατί της αφήνεται. Το θέατρό του είναι μεγαλειώδες μέσα στην ποταπότητά του. Μεγαλειώδες στον τρόπο που συστηματικά χλευάζει και αρνείται το απάνεμο λιμάνι του μικροαστισμού. Γιατί ο Σάμπαθ βλέπει πίσω από αυτό το προπέτασμα. Ο Σάμπαθ ξέρει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. «Πώς τα καταφέρνει χωρίς καμία προστασία; […] Μωρό μου, δεν υπάρχει προστασία! Μια ταπετσαρία είναι […]. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα, όσο κι αν είναι βαρετό ή τρομακτικό να κοιτάζεις. Αυτό στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία (σ. 463).
Θα περίμενε κανείς, αυτά, να ήταν κοινός τόπος για τους ποιητές. Φευ.