Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (5-11/3/24)

— Quote της εβδομάδας: «[Ερ.] Ποια βιβλία έχετε αυτό τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας; 

[Απ.] Τη “Μοναδολογία” του Λάιμπνιτς και το “Essay concerning human understanding” του Τζον Λοκ».

Από το «500 Λέξεις» με τον ποιητή Διονύσιο Πλατανιά (Καθημερινή, 10/3/24), σε επιμέλεια Αλεξάνδρας Σκαράκη.

Είναι αυτό που λέμε «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». 

 

— Διάβασα το «Όσκαρ 2024: Η συγκίνηση της Έμα Στόουν στη σκηνή και η αναφορά της στον Γιώργο Λάνθιμο» (Λάιφο, 11/3/24). 

«Η “μούσα” του Γιώργου Λάνθιμου, Έμα Στόουν, έκανε την έκπληξη στην 96η απονομή των Όσκαρ και ήταν αυτή που κέρδισε το βραβείο έναντι πολύ άλλων επίσης εξαιρετικών ηθοποιών».

Φαντάζει επιεικώς αστείο να αποκαλείται η Στόουν ως «μούσα» του Γιώργου Λάνθιμου. Η Έμα Στόουν των δύο Όσκαρ, ενός BAFTA και μερικών Χρυσών Σφαιρών παρουσιάζεται ως «πηγή έμπνευσης» του σκηνοθέτη της.

Όμως αφού η κουβέντα πήγε προς τις «μούσες», διάβασα τη συνέντευξη «Σ’ ένα μικρό τόπο σπουδάζεις ανθρωπινότητα από το τραπεζάκι σου», του Γιάννη Παλαβού στη Μαριλένα Αστραπέλλου (ΒΗΜΑgazino, 10/3/24).

«[Ερ.] Πώς κοιτάζετε τον κόσμο ως συγγραφέας; Αναζητάτε ερεθίσματα, ψάχνετε μια “μούσα”, συγκρίνεστε με τους λογοτέχνες της γενιάς σας; 

[Απ.] Ο Άμος Οζ αφηγούνταν μια ωραία ιστορία σχετικά. Όταν ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα που τον καταξίωσε, το “Ο Μιχαέλ μου”, ζούσε οικογενειακώς σε ένα σπιτάκι στο κιμπούτς, δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια. Τη νύχτα, επειδή δεν υπήρχε άλλο δωμάτιο και επειδή κάπνιζε και η γυναίκα του δεν άντεχε τον καπνό, κλεινόταν στη μικροσκοπική τουαλέτα – “σαν τουαλέτα αεροπλάνου”, έλεγε– και, κρατώντας ως βάση πάνω στα γόνατά του ένα λεύκωμα του Βαν Γκογκ που έλαβε ως γαμήλιο δώρο, έγραφε τον “Μιχαέλ μου”. “Αυτή”, έλεγε ο Οζ, είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνω στους φοιτητές μου όταν μου λένε πως σχεδιάζουν να πάνε στην Παταγονία για να κυνηγήσουν εμπειρίες και έμπνευση”».   

Ποτέ δεν αφήνουμε την πραγματικότητα να μας χαλάσει μια ωραία ιστορία «για τους φοιτητές» μας. 

— Διάβασα το «Ένας κόσμος αναγνωστών» (Βήμα, 10/3/24) της Μυρσίνης Γκανά. Το κείμενο είναι μέρος της συζήτησης για τον νέο τρόπο διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία, όπου «[...] από το 2025 θα περιλαμβάνει ενασχόληση των παιδιών με ολόκληρα βιβλία (και όχι μόνο αποσπάσματα) [...]».  

«Ο ρόλος του σχολείου είναι να μας ανοίγει νέους ορίζοντες, νέες δυνατότητες, να μας φέρνει σε επαφή με αυτά που λείπουν από το περιβάλλον μας. Και η λογοτεχνία είναι κάτι που συχνά λείπει. Αλλά είναι κάτι που, όταν το κάνεις μέρος της ζωής σου, σου προσφέρει για πάντα. Διασκέδαση, παρηγοριά, την ανακουφιστική αίσθηση ότι υπάρχουν στον κόσμο κι άλλοι σαν εσένα, τη δυνατότητα να δεις τα συναισθήματά σου και τις σκέψεις σου διατυπωμένα με μεγαλύτερη διαύγεια απ’ όσο νόμιζες ότι ήταν δυνατόν, τις λέξεις για να μιλήσεις κι εσύ για όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα σου, καινούργιες ιδέες που σου επιτρέπουν να κρίνεις, να ζυγίζεις, να αναθεωρείς όσα νόμιζες πως ήξερες». 

Πέρα όμως από ό,τι επισημαίνει η κ. Γκανά, η λογοτεχνία συνιστά έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους απόκτησης εμπειρίας. Ο μέσος άνθρωπος ελλείψει ερεθισμάτων, για πολλούς και διάφορους λόγους –ένδεια, εσωστρέφεια, κλπ.–, μόνο μέσα από τη λογοτεχνία θα αναπτύξει ένα ισχυρό πλέγμα σημείων αναφοράς που θα τον φέρουν σε επαφή με ανθρώπους που είτε θα έχουν διαβάσει αντίστοιχα είτε θα έχουν ζήσει περισσότερα. Η λογοτεχνία είναι η «συντομοτέρα» οδός προς την εποπτεία ενός έστω και περιορισμένου τμήματος της πραγματικότητας. 

— Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Τόσο η περίπτωση Λάνθιμου όσο και Μαρίνας Σάττι υποδηλώνουν ότι το κοινό διχάζεται όταν πραγματικά υπάρχει κάτι που ξεφεύγει από τον μέσο όρο – είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Κι αν η περίπτωση Λάνθιμου είναι κάτι που ξεχωρίζει λόγω συχνότητας –δεν είμαστε δα και συνηθισμένοι σε Έλληνες που απασχολούν την παγκόσμια «βιομηχανία θεάματος» τόσο συχνά–, η περίπτωση Σάττι είναι ενδεικτική. Ποια συμμετοχή στη Eurovision απασχόλησε σε τέτοιο βαθμό τα τελευταία χρόνια; 

Το πιο ενδιαφέρον στο περίφημο «Zari», στον αυτοσαρκασμό που χαρακτηρίζει το βίντεο κλιπ του τραγουδιού, είναι ότι σε βάζει να "σκεφτείς" πώς ακριβώς είναι η Ελλάδα, αν δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζεται. Δηλαδή, έχουμε την πεποίθηση ότι είναι κάτι διαφορετικό; Νιώθουμε ως έθνος τόσο εστέτ που αντέχουμε και τον αυτοσαρκασμό; Βγείτε, παρακαλώ, μια βόλτα στην «Αθηναϊκή Ριβιέρα».

Θα εισάγω ένα καθαρά υλιστικό στοιχείο σε αυτή τη “συζήτηση” περί Λάνθιμων και Σάττι. Η καλλιτεχνική επιτυχία στο εξωτερικό –ακόμα και στην περίπτωση της Eurovision, που τείνει να θεωρείται περισσότερο φιέστα παρά θεσμός που προάγει αισθητικές αξίες– είναι άρρηκτα δεμένη με την προβολή και το οικονομικό σκέλος που αυτή συνεπάγεται. Η εμμονή εξάλλου και με τη συζήτηση που ξεκίνησε πέρσι στον χώρο της λογοτεχνίας –γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;–, πίσω από το προπέτασμα δημοφιλίας και αναγνώρισης του δημιουργού, υποδηλώνει την τεράστια διαφορά που σημαίνει για τον καλλιτέχνη η έξοδος του σε μεγαλύτερες αγορές. Ο δημιουργός στην Ελλάδα –συγγραφέας, σκηνοθέτης, συνθέτης, ερμηνευτής– εξακολουθεί να θεωρείται ένας γραφικός/σαλός/παρίας, που πρέπει με κάποιο τρόπο να έχει εξασφαλίσει τα προς το ζην για να ασχοληθεί με την τέχνη. Η παραμικρή υπόνοια ότι κάποιος από την Ελλάδα θα γνωρίσει επιτυχία στο εξωτερικό στηλιτεύεται όχι τόσο για λόγους που άπτονται της καλλιτεχνικής/αισθητικής του αξίας –αυτή δεν είναι πάντα εύκολα διακριτή– αλλά γιατί θα καταφέρει να αποκτήσει σχετική οικονομική ανεξαρτησία. 

Ο φθόνος, τα χολερικά σχόλια, η απαξίωση απέναντι στον καλλιτέχνη που κάνει το βήμα προς το εξωτερικό, υποκινούνται πρωτίστως από αυτή την παράμετρο, όπως είναι ίσως διακριτό και από το γεγονός ότι το θέμα των χρηματικών απολαβών του καλλιτέχνη, στην Ελλάδα, τείνει να αποσιωποιείται. Γιατί; Είναι ταμπού ο καλλιτέχνης να ενδιαφέρεται να βγάλει χρήματα, γιατί υπάρχει η πεποίθηση ότι βλέψεις και σκέψεις περί χρημάτων, εξ ορισμού, μολύνουν/νοθεύουν/υποσκάπτουν το εκάστοτε καλλιτεχνικό όραμα. Πώς όμως θα ήταν δυνατόν οι πεποιθήσεις μας περί τέχνης να μην τροφοδοτούνται από στερεότυπα για την τέχνη, που ενίοτε προωθεί η ίδια η τέχνη. Πόση γοητεία εξακολουθεί να ασκεί στο συλλογικό θυμικό η μελοδραματική εικόνα του άπορου καλλιτέχνη, που αδιαφορεί πλήρως για την όποια εμπορική επιτυχία μπροστά στο δέος του καθαγιασμένου έργου του που γεννιέται από το στέρημά του.    

Πού βρίσκεται τώρα ο συγγραφέας/σκηνοθέτης/συνθέτης/ερμηνευτής; Πώς τροφοδοτεί την τέχνη του; Πού ζει; Μήπως η εμμονική απαίτησή μας για ενάρετους (βλ. άπορους) καλλιτέχνες έχει αρχίσει να εξαργυρώνεται στη δυστυχώς αναπόφευκτη πλέον μετριότητά τους; Μήπως τελικά κανείς δεν τολμάει όχι μόνο να ζήσει αλλά και να δημιουργήσει εκτός των οριοθετημένων γραμμών, όπου ένα πλήθος θεατών, αναγνωστών, εκδοτών και κριτικών καραδοκεί για να οσμιστεί πρώτα το ψεγάδι –την παραδοπιστία– στο πρόσωπο και μετά, νομοτελειακά, να το ανακαλύψει και στο έργο τέχνης;