— Διάβασα το κείμενο της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου «Τα γραφτά του Σίσυφου» (Εφ.Συν. 11-12/23) για τον Νίκο Καζαντζάκη με αφορμή τον Ανήφορο, και προσπάθησα να αφουγκραστώ την άποψή της για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατό να ανακαλύψω τίποτα πέρα από τα στερεοτυπικά λιβανίσματα/ευχολόγια που διαβάζουμε στον τύπο τους τελευταίους μήνες. Βλέπετε, μια από τις δύο αρετές της έκδοσης του Ανήφορου από τις εκδόσεις Διόπτρα –η άλλη είναι η αισθητική εικόνα του βιβλίου– είναι τα πλήρως κατατοπιστικά κείμενα που συνοδεύουν το μυθιστόρημα. Όταν λέω «πλήρως» το εννοώ μέχρι κεραίας. Τα κείμενα αυτά δεν εξιστορούν απλώς την υπόθεση του έργου αλλά συζητούν διεξοδικά και τις προβληματικές που το περιστοιχίζουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα συνοδευτικά συνιστούν πολύτιμα «λυσάρια» για κάθε συντάκτη που πλέον δεν χρειάζεται να υποβάλει εαυτόν στο καταναγκαστικό έργο της ανάγνωσης του βιβλίου για να ξεπετάξει έναν ολοκληρωμένο διθύραμβο. Η κ. Τσούπρου όμως προχώρησε πιο πέρα καθώς ενέταξε στο κείμενό της και μια άλλη πηγή: το βιβλίο του Νικηφόρου Βρεττάκου, Νίκος Καζαντζάκης - Η αγωνία και το έργο του. (Βιβλιοαθηναϊκή: 1980), από όπου και το απόσπασμα που ανοίγει το κείμενό της:
«Παρατήρησα πως πολλοί, προκειμένου να μιλήσουν για τον Καζαντζάκη, ξεκινούν από τον έλεγχο των ιδεών του, άλλοι προσπαθώντας να δώσουν μιαν ερμηνεία στην κοσμοθεωρία του κι’ άλλοι προσπαθώντας να την αρνηθούν. Είναι νομίζω ο καλλίτερος τρόπος για να μη φτάσουν ποτέ στο πραγματικό ενδιαφέρον του συγγραφέα, που ο πανικός του τον οδήγησε σε μιαν ασύγγνωστη τρέλλα: να ξεπεράσει τον χρόνο και τον χώρο, να ξεπεράσει τα ανθρώπινα σύνορα, να δραπετεύσει ακέραιος μες απ’ την ύλη – προς τα πάνω, όπως ένας σπαθάτος, ολόφωτος χορευτής».
Το απόσπασμα αποτυπώνει, έκτυπα, μια από τις βασικότερες αντιρρήσεις μου στον Καζαντζάκη: τη συστηματική προώθηση κενολογιών με τον μανδύα ψευδοποιητικού λόγου. Το απόσπασμα που παρέθεσα δεν μας προσφέρει απολύτως τίποτα, πέρα ίσως από την επίγνωση για τον σκεπτικισμό με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζουμε το μη ποιητικό έργο των ποιητών. Ο Βρεττάκος, στην παράγραφο που μόλις διαβάσατε, καθρεφτίζεται στον Καζαντζάκη και εμφανώς ναρκισσεύεται: μας λέει ότι είναι λάθος να σκεφτούμε «τον έλεγχο των ιδεών του», ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να δώσουμε «μιαν ερμηνεία στην κοσμοθεωρία του» ή να προσπαθήσουμε να την αρνηθούμε, γιατί έτσι χάνουμε την ουσία. Ποια είναι η ουσία; «[...] μιαν ασύγγνωστη τρέλλα: να ξεπεράσει τον χρόνο και τον χώρο, να ξεπεράσει τα ανθρώπινα σύνορα, να δραπετεύσει ακέραιος μες απ’ την ύλη – προς τα πάνω, όπως ένας σπαθάτος, ολόφωτος χορευτής». Δηλαδή: κουλούρα· μηδέν· τίποτα.
Αναζήτησα το βιβλίο του Νικηφόρου Βρεττάκου από το οποίο παραθέτει η κ. Τσούπρου. Στη σελίδα του βιβλιοπωλείου «Πολιτεία», εκεί που μπορείτε να αγοράσετε το βιβλίο, υπάρχει ένα απόσπασμα από τον πρόλογο.
Παραθέτω: «Όταν οι εκδότες Σύψας και Σιαμαντάς μου ζήτησαν να τους γράψω ένα βιβλίο για τον Καζαντζάκη, ένα βιβλίο που να τον εξηγεί, να τον αναλύει και να τον παρουσιάζει στο σύνολό του για τους αναγνώστες τους, δεν νόμισα καθόλου πως μου έκαναν μια πρόταση ευκαιρίας. Αυτού του είδους οι εργασίες, είναι ίσως οι πιο αναγκαίες, είναι όμως και οι πιο δύστροπες. Κι' οφείλω να ομολογήσω πως αν δεν επρόκειτο για τον Καζαντζάκη, η απάντησή μου θα ήταν άμεσα αρνητική. Και γιατί ειδικά για τον Καζαντζάκη, αυτή μου η συγκατάβαση; θα ρωτούσε κανείς. Δεν ξέρω αν έχω δίκηο ή άδικο, νομίζω όμως πως υπάρχει ένα χρέος ανεξόφλητο απέναντι σ' αυτή τη μορφή. Όχι ένα χρέος ατομικά δικό μου. Ένα χρέος, που πέφτει σε όλους όσους μπορούν, κι' όσο το χρέος μένει ανεξόφλητο, γίνεται τόσο και πιο πολύ δικό του για όποιον μπορεί. Μια τέτοια εργασία ωστόσο, δεν μου είχε ποτέ περάσει από το μυαλό μου, κι' η τυχόν συγκατάθεσή μου θ' αποτελούσε μια δέσμευση που μπορεί και να μ' έκανε να δυσφορήσω αργότερα, όχι τόσο για την ευθύνη, όσο για τον κόπο που με περίμενε. Κι' όμως πολύ γρήγορα, αντέστρεψα τα πράγματα. Δεν υπάρχει κόπος, μόνον ευθύνη υπάρχει. Την ευθύνη δεν την φοβόμουν, τον κόπο δεν τον λογάριαζα, επομένως θα μπορούσα να ειπώ "ναι"».
Τι θα ήθελα να κρατήσετε από αυτό; Όταν κάποιος εμφανίζεται με το βάρος της προσωπικότητάς του και γράφει, εντελώς σοβαρά: «[...] χρέος, που πέφτει σε όλους όσους μπορούν, κι' όσο το χρέος μένει ανεξόφλητο, γίνεται τόσο και πιο πολύ δικό του για όποιον μπορεί» αλλά και «Δεν υπάρχει κόπος, μόνον ευθύνη υπάρχει. Την ευθύνη δεν την φοβόμουν, τον κόπο δεν τον λογάριαζα, επομένως θα μπορούσα να ειπώ "ναι"», τότε, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον που προτίθεται να σταθεί κριτικά απέναντι στο έργο που έχει αναλάβει καθότι από τον πρόλογό του μας ενημερώνει, με τον τρόπο που εκφράζεται –τρόπο που δεν ενέχει ούτε υποψία επιχειρήματος αλλά μόνο συνθήματα– ότι στέκεται ως ζηλωτής. Θυμίζω, ότι στο κριτικό σημείωμα που έγραψα για τον Ανήφορο, σκάλωσα πάλι στην εμμονή για το «χρέος»: «Τι άθλους να ΄καμε και τούτος, από τι δρόμο κι αυτός να ‘καμε το χρέος του, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα;» (σ. 54, δική μου υπογράμμιση). Το «χρέος» συνιστά έννοια που προϋποθέτει μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου για να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς σκέψη και δράση. Ίσως –ποιος ξέρει;– μέχρι το 1980, που εκδίδει ο Βρεττάκος τη μελέτη, να περνούσε η μπογιά του «χρέους». Με την έλευση του ΠΑΣΟΚ όμως, θαρρώ, η έννοια και οι συνδηλώσεις «χρέους», μεταφορικό ή κυριολεκτικό, υπέστησαν καίριο πλήγμα. Το να συζητάμε σήμερα για «χρέος», ειδικά έτσι όπως το προτάσσουν Καζαντζάκης και Βρεττάκος φαντάζει γραφικό, και αποπροσανατολίζει από τον πυρήνα της έννοιας που πλέον εντοπίζεται αλλού.
Η κ. Τσούπρου όμως χρησιμοποιεί κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Βρεττάκου για να μας πείσει για την αξία του Ανήφορου:
«Ο μελετητής, μείζων ποιητής και πεζογράφος ο ίδιος, Νικηφόρος Βρεττάκος εκτίμησε και θαύμασε βαθιά την ψυχική-ηθική ποιότητα του Κρητικού, ενώ υποκλίθηκε με δέος μπροστά στη σισύφεια προσπάθειά του (“Στάθηκε ένα είδος Σισύφου. Τα γραφτά του ήταν ο βράχος του. […] Περίπτωση ίσως ανεπανάληπτη”) “ν’ ανεβάσει την Πέτρα και να την κρατήσει στην κορφή”, εργαζόμενος προς τούτο με καταπληκτική ταχύτητα και μοναδική μανία (για τον “Ανήφορο”, εν προκειμένω, η Έλλη Λαμπρίδη έγραφε στον Άγγελο Σικελιανό: “ανέλαβα να μεταφράσω ένα βιβλίο που έγραψε ο Καζαντζάκης άψε σβήσε όσο ήταν εδώ”)».
Κανένας άραγε δεν διακρίνει σε αυτό το «άψε σβήσε» της Έλλης Λαμπρίδη κάποια ανεπάρκεια; Είναι τόσο μεγάλη η τύφλωση απέναντι στον Καζαντζάκη που τάχατες σκαρώνει αριστουργήματα στο «άψε σβήσε» ικανά να εκβιάζουν το χρέος των κατιόντων να τα μελετούν σε βάθος;
Η κ. Τσούπρου κλείνει το κείμενό της με τα ακόλουθα:
«Έργο με σαφέστατα αντιπολεμικό χαρακτήρα και έντονα πολιτικό μήνυμα, “Ο Ανήφορος” του (φιλοδοξούντος –πλην ματαίως· ας όψονται– σε ένα Βραβείο Νόμπελ, απονεμηθησόμενο από κοινού στον ίδιο και τον Άγγελο Σικελιανό) Νίκου Καζαντζάκη, δηλώνει πλέον από εφέτος την αναντίρρητη παρουσία του και προσφέρεται, θρεπτική πνευματική τροφή, στο αναγνωστικό (επαγγελματικό ή μη) κοινό. Λαμπρή, ελπιδοφόρα ευκαιρία να αναθερμανθεί, εάν τυχόν έχει κάπως καταλαγιάσει, η επιθυμία της επαφής με την, αναμφισβήτητου βάρους, καζαντζακική διάνοια, που ως φαινόμενο καθεαυτό “τάραξε την ανθρώπινη σκέψη κινώντας τον κλυδωνισμό της από το ατομικό παρόν ώς την εποχή των απολιθωμάτων”!»
Ξεχωρίζω: «[λ]αμπρή, ελπιδοφόρα ευκαιρία», «αναντίρρητη παρουσία», «θρεπτική πνευματική τροφή», «αναμφισβήτητου βάρους, καζαντζακική διάνοια». Αυτό είναι το μόνο σημείο που η συντάκτρια γράφει την άποψή της, και, πάλι, νιώθει την ανάγκη η τελευταία φράση της να είναι, αν δεν κάνω λάθος, φράση του Βρεττάκου.
Δεν γνωρίζω την κ. Τσούπρου και γι’ αυτό αναζήτησα το βιογραφικό της. Θα το πω απλά: εμένα μου πήρε τρία λεπτά να το διαβάσω. Προσωπικά, με το βιογραφικό τής κ. Τσούπρου, θα ντρεπόμουν να παραδώσω ένα τέτοιο κείμενο σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, αλλά θα πείτε ότι δεν είμαι η κ. Τσούπρου και θα έχετε όλα τα δίκια με το μέρος σας.
Θα συνεχίσω να το λέω: διαβάστε, αν σας βαστάει, τον Ανήφορο και μετά πείτε ή γράψτε την άποψή σας. Μην διαβάζετε αυτά που γράφουν για τον Καζαντζάκη οι φανατικοί, οι τυφλωμένοι, και όσοι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, γιατί, πολύ απλά, χάνετε το πάρτι.
— And Now for Something Completely Different.
Παραθέτω: «Ταξινομώ τα διαβάσματά μου σε τέσσερις κατηγορίες. 1. Συστηματική μελέτη ή/και επανάληψη μελέτης έργων που σχετίζονται με το εκάστοτε δημιουργικό συγγραφικό πρόγραμμά μου. Φέρ᾽ ειπείν από τον Νοέμβριο του 2022, για τις απαιτήσεις ενός αυτοβιολογικού πεζογραφήματος που εκπονώ, μελετάω συστηματικά/σκακιστικά τον Ιμμάνουελ Καντ, ενώ επανέρχομαι, επίσης συστηματικά/σκακιστικά, στον Έγελο και ιδίως στη Φαινομενολογία του νου. 2. Διάβασμα μυθιστορημάτων νέας εσοδείας, συνήθως βορείου προελεύσεως, που γνωρίζω εκ των προτέρων ότι θα μου προσφέρουν αλησμόνητες στιγμές απόλαυσης, ακόμα και ενθουσιασμού, μιας και ήδη είμαι εξοικειωμένος με το ύφος και τη δυναμική των συγγραφέων τους (πρόχειρα αναφέρω τους Πέτερ Χάντκε, Τόμας Μπέρνχαρντ, Γιόζεφ Ροτ). 3. Βιβλία φίλων και συνομιλητών (Θάνος Σταθόπουλος, Αχιλλέας Κυριακίδης, Τάσος Γουδέλης, Κώστας Μαυρουδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μαρία Μήτσορα, Ζυράννα Ζατέλη, κτλ). 4. Αυτό που αποκαλώ «Σκόρπια Δύναμη» (δάνειο από τη Μήτσορα), ήτοι βιβλία που καταβροχθίζω στο περιθώριο των μελετών μου, κάνοντας διακοπές τρόπον τινά».
Απ’ όλο αυτό, εγώ, υπογραμμίζω το «αυτοβιολογικού». Δεν μιλάμε για «αυτοβιογραφικό πεζογράφημα» αλλά για «αυτοβιολογικό». Ο συντάκτης εξέρχεται της έλλογης συνθήκης και καταβυθίζεται στην επικράτεια του κυτταρικού και γονιδιακού αποτυπώματος της γραφής.
Γράφει, προφανώς, ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (Βοοκ Press, 7/2/23) στο «Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Τζορτζ Στάινερ, Τζέιμς Γκρέιντι – Σκόρπια Δύναμη (Ι))», στη στήλη του «Σάκος Εκστρατείας». Ο κ. Μπαμπασάκης –που είχε προνοήσει, ήδη από το 2018, να με μπλοκάρει στο Facebook– συνιστά κατά την ταπεινή μου άποψη πνευματικό κεφάλαιο που δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως. Μπορεί να μην ωφελεί τους νεότερους, καθώς προάγει μια κουλτούρα υπεραπόδοσης νοητικών διεργασιών, αλλά, τι να κάνουμε, ας αρχίσει να μπαίνει δήλωση αποποίησης ευθύνης (disclaimer) στα κείμενά του για τις πιο τρυφερές ηλικίες. Μπορεί η παράγραφος που σας παρέθεσα να αξιολογείται από μένα ως περφόρμανς/μυθοπλασία, αλλά αυτό, όχι μόνο δεν μειώνει την αισθητική της αξία, αλλά την επαυξάνει εκθετικά. Δηλαδή, αν είναι κάποιος να είναι αμετροεπής, ας το κάνει τουλάχιστον με στυλ. Ο κ. Μπαμπασάκης –αυτός ο καταστασιακός Übermensch τής Κυψέλης– είναι μια larger than life περσόνα που καταφέρνει, συστηματικά, αν όχι να χαίρει του ακαταλόγιστου, να ξεφεύγει από τον στενό κορσέ τής πραγματικότητας και να προσφέρει στον αναγνώστη που πέφτει στα κείμενά του κάτι εξαιρετικά σπάνιο: ανόθευτη απόλαυση.