Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
I know what you did last week (6-12/6/23)

«Οι σεφ έχουν προσπαθήσει να μαγειρέψουν με ποικίλους τρόπους· εμείς όμως θέλουμε να φάμε. 

— Κάρολος Μαρξ, Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, παραλλάσσοντας ελαφρά την 11η.

 

Η στήλη, καιρό τώρα, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τις καταχωρήσεις/άρθρα που δημοσιεύονται στον ηλεκτρονικό και όχι μόνο τύπο αναφορικά με τον κλάδο εστίασης. Κάπως έψαχνα ένα σημείο εισόδου σε αυτό τον ανθηρό χώρο αρθρογραφίας και θαρρώ ότι μου το προσέφερε απλόχερα η Ζωή Παρασίδη με το «Άκρα: Η Αθήνα μόλις απέκτησε ένα σπουδαίο εστιατόριο που θα ζηλέψει η Θεσσαλονίκη» (Lifo, 7/6/23). Παραθέτω, για να σας βάλω στο πνεύμα – ή μήπως θα πρέπει να πω στο zeitgeist;      

«“Πώς σου φαίνεται; Μας πήρε πολλές συνεδρίες αυτό το μαγαζί”, μου είπε η Μυρτώ Κιούρτη μια μέρα προτού ανοίξουν επίσημα τα Άκρα και η απορία φάνηκε σίγουρα στην έκφρασή μου, αναρωτήθηκα αν άκουσα καλά, αν είπε πράγματι “συνεδρίες”. Μετά το ξάφνιασμά μου, η αρχιτέκτονας που είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό του εστιατορίου, το οποίο κάποιοι Αθηναίοι περιμένουν μήνες, μου εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει, την ανορθόδοξη μέθοδό της, γίναμε σοσιαλμιντιακές φίλες και λίγες ώρες μετά διάβασα μια δημοσίευσή της σχετική με αυτό το εγχείρημα. "Για μήνες δουλεύαμε το όραμά τους: μια παράξενη δημόσια κουζίνα που είναι ταυτόχρονα σχολή αλλά και κινούμενο έργο νεκρής φύσης. Η συνεργασία μας ξεκίνησε με συνεδρίες που αναζητούσαν τον σπόρο της δημιουργίας στα παιδικά τους χρόνια, στις πρώτες αναμνήσεις μαγειρικής ύλης, στην ορμή για ζωτική διαφοροποίηση και αναζήτηση του Εγώ. Ακολούθησαν διαλέξεις ιστορίας της αρχιτεκτονικής: αληθινές ντομάτες στο πιάτο ίσον αληθινά κατασκευαστικά υλικά στο μαγαζί, άρα John Ruskin και ειλικρίνεια της κατασκευής, υψηλή μαγειρική για όλους ίσον Bauhaus και εκδημοκρατισμός του design, η πίστη στις στοιχειώδεις γεύσεις μεταφράζεται αρχιτεκτονικά ως αφαιρετικό μοντέρνο, η αναζήτηση της ταυτότητας ως αφηγηματικό μεταμοντέρνο"».

Ομολογουμένως, τα εύσημα εδώ πιστώνονται και στην κ. Κιούρτη με αυτή την ανάρτηση tour de force που συμπεριέλαβε στο άρθρο της η κ. Παρασίδη. Αντιπαρέρχομαι το ταπεινό «[...] το οποίο κάποιοι Αθηναίοι περιμένουν μήνες» όπου η συντάκτρια εξυφαίνει το αφήγημα ότι υπάρχει ομάδα ανθρώπων στην Αθήνα που εναγωνίως περιμένει το άνοιγμα ενός εστιατορίου. Όπως αντιπαρέρχομαι και αυτό που διαβάζουμε λίγο παρακάτω: «Ο ένας έμαθε τη δουλειά μέσα στα καφενεία της Θεσσαλονίκης, αποτελεί κεφάλαιο για τη σημερινή γαστρονομική της άνθηση και ταυτότητα, και έχει δημιουργήσει σε αυτήν ένα εστιατόριο που το ζήλευε πολύ η Αθήνα». Έβραζε στο ζουμί της από τη ζήλια η πρωτεύουσα, αλλά τώρα, πάνω που είχε αρχίσει να χυλώνει, γύρισε ο τροχός. Λίγη σημασία έχουν αυτά τα χαριτωμένα. Θα σταθώ στο κείμενο της κ. Κιούρτη. Ειλικρινά, μόλις αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τις ικανότητες και τις γνώσεις που θα πρέπει να ενορχηστρώνει την σήμερον ημέραν ένας επαγγελματίας, εδώ η συγκεκριμένη αρχιτέκτονας, για να πουλήσει τις υπηρεσίες της. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς από αυτό το κείμενο;! Σταχυολογώ: «κινούμενο έργο νεκρής φύσης», «συνεδρίες που αναζητούσαν τον σπόρο της δημιουργίας στα παιδικά τους χρόνια», «στην ορμή για ζωτική διαφοροποίηση και αναζήτηση του Εγώ»! Θα ξεχωρίσω όμως το «[...] αληθινές ντομάτες στο πιάτο ίσον αληθινά κατασκευαστικά υλικά στο μαγαζί, άρα John Ruskin και ειλικρίνεια της κατασκευής, υψηλή μαγειρική για όλους ίσον Bauhaus και εκδημοκρατισμός του design [...]». Μια εξίσωση που φέρνει τον Ruskin κοντά στις «αληθινές ντομάτες» και που αναδεικνύει τα βαθύτερα ερείσματα του μοντερνισμού έτσι όπως παραλληλίζει το Bauhaus με την υψηλή μαγειρική. Ας μην λησμονεί ο αναγνώστης εξάλλου ότι το όραμα του Gropius ήταν το Gesamtkunstwerk: μια σύνθεση των τεχνών που δεν βλέπω γιατί να μην περιέχει και την υψηλή μαγειρική.        

Θα πρότεινα η κ. Κιούρτη να συμπεριλάβει στο χαρτοφυλάκιό της κάποιες χαϊντεγκεριανές έννοιες, όπως, για παράδειγμα, το «ξέφωτο (Lichtung) του Είναι» που προσφέρεται για μια ευφάνταστη διαχείριση του φωτός και άρα για αρχιτεκτονική κεφαλαιοποίηση. 

Πραγματικά όμως, αν απογυμνώσουμε αυτή την κουβέντα από τα ένθεν κακείθεν ψιμύθιά της αυτό που μένει είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός μιας μεγάλης πρόκλησης που καλούνται να διαχειριστούν οι επαγγελματίες: για να παντρέψει κανείς σήμερα έναν τίμιο, λαϊκών καταβολών μάγειρα με την ποστ-χίψτερ σκηνή του κλάδου εστίασης των Αθηνών πρέπει να αναγάγει το φιλοσοφικό παπατζiλίκι σε ψευδοεπιστήμη.   

 

— Διάβασα όμως και την κριτική του Γιώργου Περαντωνάκη «Μεσοπόλεμος εντός, εκτός και επί ταυτά (sic)» (Book-Press, 8/6/23) 

για το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Ήλιος με ξιφολόγχες

«Έτσι σερβίρεται στο πιάτο μας ένα πολυεπίπεδο παστίτσιο, με μια στρώση αστυνομικό μυστήριο (ποιοι είναι αυτοί οι δύο και ποιος είχε σκοτώσει τον δολοφονημένο;), μια στρώση μυθιστόρημα εποχής (ο μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, μετά την έλευση των προσφύγων και λίγα χρόνια πριν από τη δικτατορία του Μεταξά) και τέλος μια στρώση πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός με διασταυρούμενα πυρά και συγκρούσεις ομάδων μέσα στα σπλάχνα μιας πόλης 260.000 κατοίκων», αλλά και «Αυτό το πλούσιο παντεσπάνι είναι αρκετά γερό, ώστε να κουβαλήσει τις πολιτικές ζυμώσεις που περισφίγγουν την κύρια ιστορία».

Δεν θα το σχολίαζα κάτι αλλά να, έτυχε το κείμενο του κ. Περαντωνάκη να συνάδει νοηματικά με το προηγούμενο σχόλιο. Δεν έχω κάτι να πω πέρα από το προφανές: πρώτα τρώμε και μετά γράφουμε.  

— «Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ' το υπερώο της Ελλάδας», γράφει ο Νίκος Καρούζος από το υπόγειο της Δημητρίου Σούτσου, στην πλατεία Μαβίλη όπου διέμενε. «Σας μιλώ από ένα δωμάτιο που συγχρόνως είναι γραφείο, καθιστικό και κουζίνα» λέει η Ελένα Μεδέλ. Ποια είναι η Ελένα Μεδέλ; Διάβασα στο εξώφυλλο της ενότητας «Βιβλία» στο Βήμα (11/6/23) τον τίτλο: «Μια συζήτηση με την ανερχόμενη ποιήτρια Ελένα Μεδέλ». Οταν διάβασα τη συζήτηση «Προτιμώ να γράφω για χρήματα και εξουσία» συνειδητοποίησα ότι η Μεδέλ μιλάει ως πεζογράφος για το μυθιστόρημά της Τα θαύματα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Πατάκη: 2022). Απορεί κανείς με αυτά τα κείμενα που αναλώνονται σε κοινοτοπίες αλλά απορεί περισσότερο με τον τρόπο που παρουσιάζονται κάποιοι στον τύπο. Τι κάνει την Μεδέλ «ανερχόμενη»; Γιατί δεν διαβάζουμε ποτέ η «στάσιμη» ποιήτρια; Ή ακόμη και το πιο κρίσιμο η «κατερχόμενη»; Την καθιστά «ανερχόμενη» το ότι έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και σε ακόμη «δέκα γλώσσες»; Μήπως παίζει ρόλο το ότι έρχεται στην Αθήνα «στο πλαίσιο του 15ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις)» ή μήπως επειδή παρουσιάζει το βιβλίο της στο Public; Διαλέγετε και παίρνετε.