Τροποποίηση καταστατικού: η στήλη ανοίγει τα φτερά της για να καλύψει περισσότερες εκφάνσεις πολιτισμού. Μετονομάζεται σε «I know what you did last week» και θα παρακολουθεί και ηλεκτρονικές εκδόσεις.
— Όποιο φύλλο, όποιο μέσο κι αν είχες επιλέξει για την ενημέρωσή σου αυτές τις μέρες δεν ήταν δυνατόν να μην πέσεις σε μια συνέντευξη του Δημήτρη Παπαϊωάννου για τη νέα του παράσταση, «INK», στην οποία θα συμμετέχει και ο ίδιος. Διάβασα αρκετές (Βήμα, Καθημερινή, Lifo, Flix, Blue Magazine), δεν ξέρω πόσες διέφυγαν την προσοχή μου. Δεν υπεισέρχομαι καθόλου στο τι κάνει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ως καλλιτέχνης στα έργα του. Το μόνο που παρατηρώ, όπως εξάλλου και τις περισσότερες φορές στη στήλη, είναι το τι γράφεται και μεταφέρεται στα κείμενα που διαβάζει το κοινό. Πρώτη παρατήρηση: είναι εντυπωσιακό πόσο διαφέρουν αυτά που λέει ο ΔΠ από συνέντευξη σε συνέντευξη ενώ κατά βάθος προσπαθεί να επικοινωνήσει την ίδια ιδέα: την ουσία της δημιουργικότητας, αυτήν την «αλχημεία» της ύλης που μετουσιώνεται σε πνεύμα, που επιμένει να επαναλαμβάνει – ίσως από την εποχή του «Πρώτη Ύλη», πριν από δέκα χρόνια. Διαβάζω στο ΒΗΜΑγκαζίνο (τ. 274, 13/11/22) τη συνέντευξη στη Μαριλένα Αστραπέλλου: «[...] στο ξεκίνημα του έργου ο ένας από τους δύο άνδρες που βρίσκονται επί σκηνής χτυπάει ένα χταπόδι (prop και όχι αληθινό) όπως κάνουν οι ψαράδες – γιατί “μιλάμε για μια εκπνευματικοποίηση ενός ζωικού υλικού όπως το μελάνι που παίρνεις από το ζώο και μετά ζωγραφίζεις ή γράφεις, δημιουργείς ένα πνευματικό έργο από ένα μαύρο σπέρμα». Διαβάζω στη Lifo (10/11/22), στη συνέντευξη στη Λουίζα Αρκουμανέα: «Δεν ξέρω πώς να κουβεντιάσω γι’ αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι όπως καταλαβαίνω τα πράγματα δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη φυσική εξέλιξη για έναν καλλιτέχνη μέσα στα χρόνια. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι η Λόρι Άντερσον. Την είδα το καλοκαίρι. Είναι πλέον ένα φτερό, ένα πολύ ελαφρύ πλάσμα που με τρεις κουβέντες σού δίνει μια μεγάλη μαχαιριά και την ίδια στιγμή σε εξυψώνει σε μια περιοχή, όπου συναντάς τον πιο βαθύ σου εαυτό. Είναι το παράδειγμα του καλλιτέχνη που εκ-πνευματικοποιείται ολοένα και περισσότερο όσο μεγαλώνει, μας δείχνει πώς μπορεί κανείς να μεταγγίσει όλη τη βιωμένη ζωή στην αλχημιστική διαδικασία της τέχνης, πώς μπορεί με δυο σταγόνες να γίνει φάρμακο». Διακρίνουμε την έννοια της «εκπνευματικοποίησης», έναν νεολογισμό που δεν πείθομαι ότι βρίσκει αντίκρισμα σε ένα κοσμικό περιβάλλον πέραν της σκηνής, την ώρα της παράστασης – και πάλι βέβαια ο καλλιτέχνης δεν θα μας ρωτήσει για να εκφραστεί. Παραθέτω, πάλι από το ΒΗΜΑgazino: «Πώς επιβάλλεται ένας καλλιτέχνης στην ύλη; Σκέφτεται κάτι αλλά δεν γίνεται να δημιουργεί ερήμην της δυνατότητας του υλικού. Στη σύγχρονη τέχνη βλέπει κανείς πολλές φορές την επιβολή ενός concept επάνω στη μορφή. Αντί να διαπνέεται από αυτό, αντί η μορφή να έχει αποκρυσταλλωθεί σαν ένα αιθέριο έλαιο του concept, βρίσκεται εκεί για να το περιγράψει ή για να είναι μια διακοσμητική αφορμή για να μιλήσει κανείς γι’ αυτό». Διαβάζουμε αυτό το «αιθέριο έλαιο του concept» αλλά κάπως στερούμεθα τη σκευή να κατανοήσουμε τι ακριβώς εννοεί ο καλλιτέχνης. Διαβάζω στο Blue Magazine της Aegean την ερώτηση της Κατερίνας Ανέστη: «Γιατί υπάρχει ένα χταπόδι μέσα στο έργο; ΔΠ: Δεν έχω απάντηση. Όμως, σε ένα από τα παλιά μου έργα που λεγόταν «Σαπφώ» –από τα πιο weird και queer έργα που έχω κάνει–, σε μια σκηνή υπήρχε ένας ψαράς που χτύπαγε 39 φορές το χταπόδι, προκαλώντας έναν οργασμικό σπασμό στη λεσβία ποιήτρια. Νομίζω είναι παιδική μνήμη. Φέρνει μια έντονη σεξουαλικότητα στο μυαλό μου. Το χτύπημα αυτό είναι σαν μια σεξουαλική πράξη θανάτου». Διερωτάται κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν οι 39 φορές με άλλα έργα όπου εμφανίζεται ο αριθμός (για παράδειγμα, Τα 39 σκαλοπάτια), αλλά κυρίως αρχίζει και διακρίνει και τις διαφορές ανάμεσα στις συνεντεύξεις που εμφανώς πριμοδοτούν το έργο και σε αυτές που αντιθέτως το αδικούν, και πιθανώς αδίκως, γιατί το έργο δεν είναι ποτέ ό,τι διατείνεται ο δημιουργός του για να το προωθήσει. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για το συγκεκριμένο είδος τέχνης, τον χορό, που διακρίνεται από αυτή τη φευγαλέα φύση, αλλά και για είδη τέχνης που τείνουν να έχουν και χειροπιαστή υλική υπόσταση (π.χ. ζωγραφική). Η παρουσία λοιπόν του χταποδιού στο έργο, η «εκπνευματικοποίηση» της ύλης, η «αλχημεία», είναι στοιχεία που θα έπρεπε να αφεθούν στη διακριτική ευχέρεια του θεατή να τα ανακαλύψει, αν και εφόσον τα ανακαλύψει, ιδίοις όμμασι, μέσα στην οργανική ενότητα του έργου. Διευκρινίσεις σε αυτή την ανάρμοστη ερώτηση της κ. Ανέστη («Γιατί υπάρχει ένα χταπόδι μέσα στο έργο;») γενούν στον αναγνώστη του κειμένου και δυνητικό θεατή της παράστασης, αντιδράσεις που δεν κολακεύουν τις προθέσεις του καλλιτέχνη δίνοντας λαβές για μια στάση ωσάν η ίδια η συνέντευξη να ήταν κάποιο είδος περφόρμανς. Είναι όμως προς τιμήν του ΔΠ ότι αναγνωρίζει και διατυπώνει ανησυχίες τόσο για την ηλικία του και το ότι συμμετέχει στο έργο στα εξήντα του, «καμιά φορά περνάει κανείς την πόρτα της γελοιότητας χωρίς να το καταλάβει και ξαφνικά κοιτάει πίσω του, η πόρτα είναι μισάνοιχτη και έχει διασχίσει τρία τέσσερα δωμάτια όντας γελοίος, αλλά τι να κάνουμε;» (Lifo, 10/11/22), όσο και για την «ελαφράδα»: «Η ελαφράδα υπήρχε στη ζωή μου, τώρα μπαίνει και στη δουλειά μου. Τον εαυτό μου δεν τον παίρνω πολύ στα σοβαρά, όμως παίρνω πολύ στα σοβαρά τη δουλειά μου. Πλέον ξέρω ότι η σαχλαμάρα είναι το πιο ευπρόσδεκτο πράγμα, θεωρώ ότι δημιουργεί ποίηση. Αν μπορώ να βάλω μια ωραία βλακεία μέσα σε ένα ιερό πράγμα, είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί» Καθημερινή, (13/11/22).
— Διάβασα μια συνέντευξη του Δημήτρη Τάρλοου στην Καθημερινή (13/11/22) με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί, το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, στο θέατρο Πορεία. Επειδή έτυχε να παρακολουθήσω το έργο θα κάνω ένα σχόλιο πάνω σε αυτή την απόπειρα του σκηνοθέτη να φέρει το έργο στο σήμερα. Παρατηρούμε λοιπόν τη χρήση λάπτοπ, τάμπλετ, ο Τόρβαλτ εμφανίζεται ως CEO κάποιας τράπεζας, αλλά τελικά ο σκηνοθέτης επιλέγει να κρατήσει στο έργο το περίφημο γράμμα που κινεί τα γρανάζια της πλοκής. Έτσι, ενώ βλέπουμε τη Νόρα να μιλάει στα παιδιά της στο διπλανό δωμάτιο μέσω τάμπλετ, ακούμε για την ύπαρξη γραμματοκιβωτίου και φουρκέτας και απόπειρα διάρρηξής του. Το γράμμα και τα παραφερνάλια αυτού, κατάλοιπα από το κείμενο του 1879, δεν αποδομούν εκ των έσω μόνο την απόπειρα του Τάρλοου να τοποθετήσει το έργο στο σήμερα, αλλά με κάποιο τρόπο φέρνουν στην επιφάνεια και το πόσο κουρασμένο είναι το σχεδόν 150 ετών πρωτοφεμινιστικό κείμενο. Η Νόρα φαντάζει τόσο εκτός τόπου και χρόνου που ο θεατής δυσκολεύεται κάπως να συνειδητοποιήσει τη συνθήκη της ζωής της. Η “ταρίχευσή” της στο πλαίσιο της οικογενειακής εστίας φαντάζει έωλη. Τα διλήμματά της –το αν θα πρέπει εγκαταλείψει τα παιδιά της–, μέσα από το πρίσμα του σήμερα, φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Θα έβρισκα πολύ πιο ερεθιστικό να παρακολουθούσα ένα «Κουκλόσπιτο» όπου οι ρόλοι θα ήταν αντεστραμμένοι, και θα ήταν η Νόρα που θα θεωρούσε τον Τόρβαλτ ένα τρόπαιο για το παραμύθι της, συνθήκη που θα μπορούσε να βρει τον βηματισμό της πολύ πιο εύκολα με το σήμερα και να αναδείξει, και πάλι, την προβληματική θέση της γυναίκας που, μέσα από νέα δεδομένα, επιλέγει καριέρα και οικογένεια.
— Από το μέτωπο της κριτικής λογοτεχνίας διάβασα ένα κείμενο στο CNN-Greece, στη στήλη Bookreads που υπογράφει ο Στέλιος Παπαγρηγορίου για το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Ψιλά Γράμματα. Τίτλος του κειμένου «Τα ψιλά γράμματα της λογοτεχνικής ωριμότητας» (12/11/22). Διαβάζουμε: «Η γραφή της Καρυστιάνη είναι εσωτερική, δυνατή, γεμάτη ζουμί αλλά και πάθη. Οι ήρωες της είναι πάντα πίσω από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής και αποφεύγουν την επιφάνεια όπως τα βαμπίρ το φως. Το στοιχείο του βιβλίου που σε εκπλήσσει είναι πως ασήμαντοι χαρακτήρες, άνθρωποι φοβερά ανιαροί, κάνουν ντρίπλα στην ψυχή σου και σκοράρουν χωρίς καν να το έχεις πάρει χαμπάρι, από εκεί που δεν το περιμένεις». Εισάγει εδώ ο κ. Παπαγρηγορίου ένα νέο είδος κριτικής που κάνει χρήση βαμπίρ αλλά και ποδοσφαιρικής ορολογίας; Η συνέχεια του κειμένου δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις: «Η ανάγνωση του βιβλίου είναι απολαυστική μιας και το συναίσθημα της Καρυστιάνη είναι δυνατό και ξέρει να το διαχειρίζεται έτσι ώστε να μην σε κουράσει. Το πετάει με δόσεις μέσα στις λέξεις σαν αλχημίστρια που θέλει να φτιάξει χρυσάφι από το τίποτα». Διερωτώμαι πώς στέκεται η συγγραφέας απέναντι σε ένα τέτοιο κατασκεύασμα. Νιώθει ότι ο συντάκτης του διάβασε το βιβλίο; Νιώθει ότι το κείμενο την τιμά;
Μέτρησα 362 λέξεις. Σε πόσο χρόνο να γράφτηκαν άραγε;
— Θα κλείσω με μια αναφορά, ξανά στην κ. Λίνα Πανταλέων, «Τι εστί έρως» (Καθημερινή, 13/11/22), που διάβασε τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Τσίρμπα, Όσο περιμένεις να συμβεί, και αποδείχτηκε πιο αυστηρή από μένα. «Παραδόξως το τωρινό βιβλίο θα μπορούσε να είναι προγενέστερο της νουβέλας, καθώς με δυσκολία ανιχνεύεται η δεινότητα με την οποία εντυπωσίασε ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος. [...] Εκείνο που βαραίνει στη συλλογή του Τσίρμπα είναι η αβάσταχτη βαρεμάρα των αφηγητών. [...] Η κούρασή τους δεν οφείλεται τόσο στην απομάκρυνση από τις αξημέρωτες μέρες της νιότης, όσο στην καταδαπάνηση της αλλοτινής τους αίγλης, του πέους τους.[...] Και είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς μέσα σε μια δεκαετία ένας υποσχόμενος συγγραφέας έγραψε μόλις ένα βιβλιαράκι με κοινότοπους αν όχι παιδαριώδεις προβληματισμούς. [...] Εν ολίγοις, ο Τσίρμπας παραμένει ο συγγραφέας ενός καλού βιβλίου. Ας μείνουμε σε αυτό». Ναι, ας μείνουμε σε αυτό.