Skip to main content
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
I know what you did last week (7-13/1/25)

— Διάβασα το «Ο Θάνατος της Αλήθειας: O Steven Brill για την παραπληροφόρηση στο Διαδίκτυο» (Athens Voice, 13/1/25) του Μπάμπη Καλογιάννη.

Παραθέτω:

«Ο Steven Brill επιδίδεται σε μια καταγραφή των σχετικών προσώπων και δυνάμεων, από τη Madison Avenue έως τη Silicon Valley και από την Ουάσιγκτον έως τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να εξηγήσει πως η ανθρωπότητα έφτασε στο σημερινό χάος των αμέτρητων πληροφοριών και τον διχασμό που προκύπτει από αυτές, καθώς και το ποιος φαίνεται να επωφελείται από αυτό. Ορίζει δε ως κομβική ημερομηνία την 8η Φεβρουαρίου 1996, όταν και ψηφίστηκε από το Κογκρέσο η τροποποίηση του Νόμου για τις Τηλεπικοινωνίες του Έθνους, γνωστή ως “Ενότητα 230”.

Η εν λόγω προσθήκη στο νομοσχέδιο αποτελούνταν από τρεις παραγράφους και ουσιαστικά προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη διαφαινόμενη για την εποχή έκρηξη της ψηφιακής ειδησεογραφίας. Η ενημέρωση, η διάδοση των πληροφοριών και η επικοινωνία ήταν έτοιμες για το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή, ωστόσο και σε αντίθεση με το σημερινό αχανές τοπίο, εκείνα τα χρόνια υπήρχαν μόλις τρεις εταιρείες παροχής internet, οι AOL, CompuServe και Prodigy. Από το 1 εκατομμύριο αμερικανούς χρήστες του internet το 1996, έχουμε φτάσει σήμερα στην καθημερινή χρήση του από το 67,1% του παγκόσμιου πληθυσμού, περίπου δηλαδή 5,44 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η Ενότητα 230 είχε ως σκοπό να παρέχει ασυλία για τις εταιρείες του διαδικτύου, σε σχέση με το οποιοδήποτε περιεχόμενο δημιουργείται από τους χρήστες τους. Έτσι ουσιαστικά, κανένας πάροχος ή χρήστης μιας διαδραστικής υπηρεσίας σε υπολογιστή δε θα αντιμετωπιζόταν ως εκδότης ή εκπρόσωπος οποιασδήποτε πληροφορίας που θα παρέχεται από κάποιον άλλο πάροχο πληροφοριών. Γίνεται κατανοητό πως χωρίς αυτή την προσθήκη, δε θα είχε ανοίξει ο δρόμος για τα social media, καθώς μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τι θα γινόταν εάν πλατφόρμες, όπως το Facebook και το Twitter - και μετέπειτα X, ήταν με κάποιο τρόπο υπεύθυνες για το σύνολο των περιεχομένων και των αναρτήσεων τους».

Το πρόβλημα της παραπληροφόρησης και των fake news αλλά και η συζήτηση για την ελευθερία λόγου –απαραίτητο αξεσουάρ στη φαρέτρα των απανταχού τραμπικών– εκπηγάζουν από έναν κομβικό μετασχηματισμό: την ανεπιστρεπτί απώλεια του ολιγοπώλιου της πληροφόρησης από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, που ήρθε να καταργήσει η δημιουργία της κοινωνικής δικτύωσης. Έχουμε κάθε δικαίωμα να σκεφτούμε ότι όπως στο «fact checking» ελλοχεύει μια υπερβολή, έτσι και πίσω από το πρόταγμα της «ελευθερίας λόγου» κρύβεται η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. «Πρέπει να γίνει σαφές ότι τις πλατφόρμες χρησιμοποιούν μεγάλες εταιρείες οι οποίες αποκτούν τεράστια ισχύ περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, κι ότι, προπάντων, τα social media διαστρέφουν το νόημα της ελευθερίας του λόγου. H ελευθερία του λόγου διαφέρει από τον ενισχυμένο, τον amplified, λόγο, ο οποίος διατυπώνεται μέσω πληρωμένων μεγαφώνων. Αν και η δημόσια έκφραση κακότεχνων θεωριών συνωμοσίας εντάσσεται στην ελευθερία του λόγου, το να τις μεγεθύνεις εκκωφαντικά και να πείθεις δισεκατομμύρια ανθρώπους με ένα γιγάντιο ψηφιακό μεγάφωνο δεν είναι ελευθερία του λόγου· είναι χειραγώγηση», γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου στο «Επιτέλους, φύγετε από το X» (Athens Voice, 8/1/25). 

Αυτό το «γιγάντιο ψηφιακό μεγάφωνο» δεν είναι παρά ένα μαύρο κουτί πλήρως κατευθυνόμενων αλγορίθμων, που, είτε φέρουν την ετικέτα «fact checking» είτε «ελευθερία λόγου», δεν παύουν να καθορίζονται από το ήθος και την ιδεολογία του ιδιοκτήτη του μέσου που ελέγχει τον αλγόριθμο. Έχει κανείς αμφιβολία ότι η πρόσφατη αλλαγή δόγματος του Μαρκ Ζούκερμπεργκ στοχεύει σε κάτι πέρα από τη μεγιστοποίηση του κέρδους; Η αλλαγή στάσης και η αμεσότητα της μετακίνησης από το δόγμα «fact checking» στο «ελευθερία λόγου» (à la manière de X), που ακολούθησε την προεκλογική δήθεν αμεροληψία της Washington Post του Τζεφ Μπέζος, ο οποίος αρνήθηκε η εφημερίδα να πάρει θέση υπέρ των Δημοκρατικών, δεν φανερώνει παρά τη συμμόρφωση στα νέα δεδομένα. 

Η ευκολία της αλλαγής στάσης όμως, της αλλαγής δόγματος, υποσκάπτει τελικά και τον υποτιθέμενο πρότερο έντιμο βίο. Ζούκερμπεργκ και Μπέζος δεν λειτουργούσαν συμπεριληπτικά από κάποια ηθική/ιδεολογική δέσμευση, αλλά επειδή έκριναν ότι υπό τη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών αυτό ήταν το συμφέρον. Ναι, κρατήσαμε στάση αναμονής στην πρώτη τετραετία Trump αλλά τώρα ας ασπαστούμε πια την «ελευθερία λόγου». Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι «συμπερίληψη» και «ελευθερία λόγου», μάντρα κάθε πλευράς, θα έπρεπε σε μεγάλο βαθμό να ταυτίζονται. Τελικά, είναι θαρρώ προφανές, αμφότερα δυναμιτίζονται μέσα σε αυτό το περιβάλλον νεο-οργουελικού «doublespeak». Η πρότερη αξιοπιστία της όποιας «συμπερίληψης» ακυρώνεται πλέον αναδρομικά και η επικείμενη της «ελευθερίας λόγου» προκαταβολικά.  

Γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στο «Ο Τραμπ, ο Μασκ και ο νέος Ιανός» (Καθημερινή, 12/1/25):

«Και ερχόμαστε εδώ σ’ ένα άλλο σκίτσο, αμερικανικό, που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στην εφημερίδα για την οποία προοριζόταν, τη “Washington Post”. Λογοκρίθηκε. Γεγονός που οδήγησε τη δημιουργό του, την Ann Telnaes, τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ καλύτερου εικονογραφημένου ρεπορτάζ και σχολιασμού, να παραιτηθεί από την εφημερίδα, όπου εργαζόταν από το 2008. “Ποτέ πριν δεν είχε “σκοτωθεί” γελοιογραφία μου εξαιτίας του στόχου που σατίριζα”, δήλωσε. Για να προσθέσει κατιτίς που θα ήταν αυτονόητο, αν ήταν αυτονόητη και η ελευθερία γνώμης. Οτι οι προσπάθειες οποιουδήποτε να αποσπάσει την εύνοια ενός αυταρχικού ηγέτη, υποσκάπτουν την ελευθεροτυπία.

Το σκίτσο της Telnaes θα μπορούσε να έχει τον τίτλο “Το προσκύνημα των μάγων Νο 2”. Τέσσερις συγκαιρινοί μας “μάγοι” γονατίζουν μπροστά στο τεράστιο άγαλμα του Τραμπ, προσφέροντάς του τσουβαλάκια με δολάρια. Δίπλα τους, σε εδαφιαία υπόκλιση, ο Μίκυ Μάους. Εύκολα αναγνωρίζονται τα πρόσωπα πίσω από τις καρικατούρες. Μεγιστάνες όλοι τους. Λάτρεις και χορηγοί του Τραμπ. Αλλά και κρατικοδίαιτοι, αφού πληρώνουν λιγότερα στην εφορία απ’ όσα ένας δάσκαλος δημόσιου σχολείου. Ο Τζεφ Μπέζος της Amazon και της “Washington Post” (αλλά και “επενδυτής” στη Γροιλανδία), ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook, ο Σαμ Αλτμαν της Open AI και ο Σουν-Σιόνγκ, επιχειρηματίας της βιοτεχνολογίας και ιδιοκτήτης των “Los Angeles Times”. Οσο για τον Μίκυ Μάους, εκπροσωπεί την Ντίσνεϊ, ιδιοκτήτρια του ραδιοτηλεοπτικού ABC».

Επανέρχομαι λίγο σε αυτό το γιγάντιο «ψηφιακό μεγάφωνο», που είναι πλέον άρρηκτα δεμένο στο άρμα του υποτιθέμενου θαύματος της Τεχνητής Νοημοσύνης: 

«”Βρισκόμαστε στην αρχή μιας δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης”, σημειώνει, “όπου βιομηχανοποιούμε την εργασία της γνώσης και όχι τη φυσική εργασία. Νομίζω ότι αυτό θα απαιτήσει μια σημαντική πολιτική, οικονομική και κοινωνική προσαρμογή, για την οποία ορισμένες χώρες θα είναι πολιτικά και οικονομικά καλύτερα προετοιμασμένες από ό,τι άλλες”» λέει ο Μπράιαν Κρίστιαν («ερευνητής στο τμήμα Πειραματικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και μέλος της Ομάδας Εργασίας για την Πολιτική και τη Διακυβέρνηση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.) του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον») στο «Μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» (Καθημερινή, 12/1/25), τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Μανώλη Ανδριωτάκη. 

Όταν σταδιακά θα αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε τι σημαίνει «βιομηχανοποιούμε την εργασία της γνώσης» θα μπορέσουμε να ψυχανεμιστούμε και τι πιθανώς έρχεται. Λέει ο Κρίστιαν:

«”Η ανθρώπινη φυλή, και αυτό δεν αφορά καν την Τ.Ν., έχει την τάση να αναπτύσσει πράγματα σε κλίμακα δισεκατομμυρίων ανθρώπων πριν μάθει πραγματικά αν είναι ασφαλή ή όχι. Δηλαδή, πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι είχαν μπογιά με μόλυβδο στο σπίτι τους; Πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι είχαν αμίαντο στο σπίτι τους; Καταλήγουμε να βιώνουμε δραματικές καταστάσεις που επηρεάζουν δισεκατομμύρια ανθρώπους, και τότε σκεφτόμαστε ‘ω, θα έπρεπε…’. Αυτό με αγχώνει πολύ”».

— Διάβασα το «Πρώτα είδηση, ύστερα ψέμα, ύστερα θρύλος» (Καθημερινή, 12/1/25), τη διθυραμβική κριτική της Μαρίας Τοπάλη για το Φύση μισή. Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου (Πόλις, 2024) της Λένιας Ζαφειροπούλου.

Παραθέτω: 

«Ο μύθος που αφηγείται το ποίημα μοιάζει με κάθε νέα ανάγνωση να πλησιάζει περισσότερο το λιμπρέτο ενός μουσικού θεατρικού έργου: είναι παλιός, θα λέγαμε κυριολεκτικά αρχέγονος. Σε αντίστιξη όμως με αυτή την αρχετυπική παλαιότητα, στην αφήγηση κυριαρχεί η κούραση και η θλίψη που σωρεύει πάνω στους αιώνες η εκλεπτυσμένη σοφία του μοντέρνου ανθρώπου. Μοιάζει μια ευρωπαϊκή και λόγια εκδοχή ενός κόμικ της Μάρβελ. Οι ήρωες φυτρώνουν θαυμαστά μέσα στη σκοτεινή πηγή του ρομαντισμού. Καθώς αυτονομούνται, δίνουν περισσότερο την αίσθηση των πετάλων ενός κρίνου που σχηματίζονται σαν σχίσιμο από έναν κάλυκα, που τα κρατάει για πάντα και εξ ορισμού ενωμένα. Ας διαβάσει, αντί άλλων, ο βιαστικός αναγνώστης, για του λόγου μου το αληθές, το 17ο ποίημα, όπου μιλάει μια εντελώς δευτερεύουσα φωνή, η κουκουβάγια: «Λανθάνοντας ανάμεσα στους κόσμους θα είσαι/ θα είσαι κάτι,/ κάτι σαν μεταμεσονύκτια τελετή./…Θα είσαι κάτι,/ κάτι σαν την τυχαία σωτηρία./ Θα είσαι κάτι,/κάτι σαν γλώσσα αρχαία, απ’ όλους ξεχασμένη». Θα προτιμούσα να απέφευγε η ποιήτρια τις επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος· να εμπιστευόταν απλά τη δύναμη του έργου της πάνω μας».

Ομολογώ ότι οφείλω το σχόλιο στην αναφορά της «Μάρβελ». Ενδεικτική εξάλλου και η ίδια η αμήχανη στάση της εφημερίδας, όπου στην ηλεκτρονική μορφή της κριτικής τονίζει το «Μάρβελ», με μαύρα έντονα γράμματα, ενώ στην έντυπη δεν υπάρχει καμία υπογράμμιση. Τι συμπεράσματα θα βγάλει άραγε ο «βιαστικός» αναγνώστης από τη συγκεκριμένη αναφορά, ειδικά όταν η παράθεση του αποσπάσματος, «από το 17ο ποίημα», δεν μας καθιστά κοινωνούς στην αλήθεια του λόγου της, όπως διατείνεται η κ. Τοπάλη;     

— Διάβασα όμως και το «Από το τραύμα στην αφήγηση» (Το Βήμα, 12/1/25) της Λαμπρινής Κουζέλη. «Με τον τόμο του Δημήτρη Τζιόβα συμπληρώνεται, από την πλευρά της πανεπιστημιακής κριτικής, το καρέ αναστοχασμού για την πεζογραφία της Μεταπολίτευσης». 

Η κ. Κουζέλη αναφέρεται στο Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση (ΠΕΚ, 2024). Το καρέ συμπληρώνουν τα: Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομα και κοινωνία στη ελληνική πεζογραφία: 1974-2010 (Πόλις, 2018) του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου. Η ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά (Πόλις, 2020) της Ελισάβετ Κοτζιά και Η ελιά κι η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και Ιστορία στην ελληνική πεζογραφία, 1974-2020 (Πατάκης, 2021).  

Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο του άρθρου: 

«Θα διακινδυνεύσουμε, ωστόσο, μια γενική παρατήρηση από την ανάγνωση των τεσσάρων αυτών τόμων: την κυριαρχία του πεζού λόγου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι ο τρόπος έκφρασης που ερεθίζει τους συγγραφείς, κατακτά το κοινό και γονιμοποιεί, όπως φαίνεται, την κριτική. Ίσως καταγραφεί η Μεταπολίτευση, σε μια μελλοντική εθνική λογοτεχνική Ιστορία, ως η περίοδος-ορόσημο που ανατρέπει το αφήγημα –ή τον μύθο– των Ελλήνων ως “έθνους ποιητών” και καθιερώνει την πεζογραφία –ειδικά το μυθιστόρημα– ως τον αναμφισβήτητο πιλότο της λογοτεχνικής μας ζωής στον νέο αιώνα».