Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (7-13/5/24)

Quote της εβδομάδας: «Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο υπερταλαντούχος Χριστόφορος Παπακαλιάτης, δουλεύει ασταμάτητα. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο “επίμονος δημιουργός” εργάζεται με “φόντο” ένα από τα πλέον ειδυλλιακά σκηνικά που υπάρχουν στη χώρα μας. Αυτό των υπέροχων Παξών με τα σμαραγδένια νερά, μια ολοφώτεινη, συναρπαστική κουκίδα στο Ιόνιο Πέλαγος. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα, όταν έχεις να κάνεις με το “Maestro”, την άκρως επιτυχημένη σειρά του MEGA [...]».

Τάδε έφη Μαργαρίτα Σφέτσα στο editorial του ΒΗΜΑgazino (12/5/24).

 

— Διάβασα το «Ψυχικός πολιτισμός» (Βήμα, 12/5/24) του Γιάννη Σμαραγδή. 

«Κύλησε ο καιρός και πλέον ο Γιώργος Λάνθιμος κατόρθωσε να κυριαρχήσει στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα, δημιουργώντας μάλιστα προσωπικό ρεύμα, πράγμα αληθινά αξιοθαύμαστο! Εξ αυτού τον συγχαίρω και όχι γιατί ήμουν δάσκαλος στη σχολή όταν σπούδαζε σκηνοθεσία, που άλλωστε η τότε σιωπή του έκρυβε το μεγάλο ταλέντο του! Τώρα… τι είναι οι τρέχουσες παγκοσμίως κινηματογραφικές μόδες του που κυριαρχεί εντυπωσιακά το στυλ του Λάνθιμου; Μπορούμε να το πούμε όσο κι αν σε ορισμένους δεν θα αρέσει! Κατά τη γνώμη μου, οι σύγχρονες κινηματογραφικές μόδες δυστυχώς θεοποιούν τις “παρεκκλίσεις” και εγκαθιστούν το σκοτάδι και το ά-σχημο στις θέσεις της ομορφιάς και της αρμονίας. Βάζουν το τέρας στη θέση του Ανθρώπου…»

Προσπεράστε, όσο είναι δυνατόν, τι λέει ο κ. Σμαραγδής και παρατηρήστε λίγο τη στίξη: τρία θαυμαστικά, ένα ερωτηματικό και αρκετά αποσιωπητικά. 

Για να μην σας αφήσω με την απορία πού οδηγεί αυτό το κείμενο: 

«Τώρα… ο Γιώργος Λάνθιμος, κορυφαίος πλέον σκηνοθέτης διεθνώς, είναι Έλληνας. Και έχει στο κύτταρό του (όπως όλοι μας) το παλίμψηστο του ελληνικού πολιτισμού που μας κράτησε ζωντανούς έως σήμερα. Και τι είναι αυτό που επέζησε και κληρονομήσαμε όλοι μας ακούσια ή εκούσια; Ο βαθύτερος ψυχικός πολιτισμός που είναι το άθροισμα τόσο των υψηλών έργων τέχνης που υπηρετούν την ομορφιά, η τέχνη η “αμόλευτη” δηλαδή, όσο και οι ανθρώπινες δράσεις και συμπεριφορές διαχρονικά των Ελλήνων που υπηρετούν το φωτεινό στοιχείο της ζωής, δηλαδή πράξεις αρμονικές με τη συμπαντική αρμονία, ήτοι πράξεις και έργα ανθρώπων που έχουν ροπή προς το καλό, ο “καλός καγαθός” των αρχαίων προγόνων μας. Έτσι, η ψυχή του Έλληνα δεν μαράζωσε και ο ελληνισμός διεσώθη “με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών”, χωρίς όμως ποτέ να χαθεί το Ελληνικός: “ιδιότητα δεν εχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν”, όπως με βεβαιότητα και σαφήνεια προσδιορίζει ο Κ.Π. Καβάφης. Αυτή… η μέση ανώτερη Ελλάδα ως αφετηρία αλλά και οδηγός».

 

— «[Ο] πεζογράφος Θόδωρος Γρηγοριάδης (εκδ. Πατάκη) που θα παρουσιάσει το νέο του βιβλίο σε αυτή τη γιορτή, “το πανηγύρι για τον κόσμο του βιβλίου”, ζητεί λιγότερες συζητήσεις και περισσότερο χρόνο στο κοινό για να γνωρίσει τους συγγραφείς». 

Το απόσπασμα είναι από το «Η “γιορτή” με τα μάτια τους» (Βήμα, 12/5/24) της Λαμπρινή Κουζέλη, ένα εκτενές άρθρο για την 20η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, που, διαβάζω, ότι θα έχει κεντρική θεματική το «Άνθρωπος και μηχανή».

Η «γνωριμία με τον συγγραφέα» είναι ένας έωλος ευφημισμός. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς: πίσω απ' αυτό δεν κρύβεται τίποτα άλλο πέρα από μια κίνηση στο πλαίσιο προώθησης των βιβλίων του συγγραφέα. Καλείται δηλαδή ο συγγραφέας να διαφημίσει το βιβλίο του. Σεβαστό και ως ένα σημείο, εύλογο. Θα επαναλάβω τη μόνιμη επωδό μου: η μόνη ουσιαστική γνωριμία με τον συγγραφέα, ακόμη και στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δύναται να συμβεί μέσα από το έργο του. Ας εξηγήσω όμως γιατί πιστεύω ότι ο συγγραφέας ως περφόρμερ/διαφημιστής θα πρέπει να αποφεύγεται συστηματικά. Ο συγγραφέας παράγει έργο για να τον διαβάζουμε και όχι για να τον ακούμε να μιλάει για αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντι-λογοτεχνικό από τον συγγραφέα που μιλάει για το βιβλίο του· που δίνει συνεντεύξεις για το βιβλίο του και που, γενικά, εξηγεί στους αναγνώστες τι προσπάθησε να πετύχει με το εκάστοτε έργο του. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε φιλοσοφία. Η λογοτεχνία δεν είναι επιχείρημα που έχει ως στόχο να πείσει κάποιον να αποδεχθεί κάποιο συμπέρασμα. Η λογοτεχνία θα πρέπει να είναι έρωτας, που απαιτεί καθολική αποδοχή. Το «απόλαυσα ένα βιβλίο» δεν έρχεται ποτέ ως συμπέρασμα. Κάτι που εξηγεί και την άβολη πολλές φορές αίσθηση του να απολαμβάνουμε ένα μετριότατο βιβλίο, αλλά και, αντιστρόφως, να βαριόμαστε ένα βιβλίο αξιώσεων. 

Η λογοτεχνία συνίσταται στη δημιουργία μιας ιδιότυπης σχέσης του αναγνώστη με το κείμενο. Η σιωπή του συγγραφέα για το βιβλίο του θέτει τα θεμέλια του στοχασμού και της κριτικής ικανότητας του αναγνώστη. Κάθε ρητή δήλωση του συγγραφέα για το έργο του υποσκάπτει τον ερμηνευτικό ορίζοντά του. Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι το λίκνο του υποκειμένου. Μέσω της ανάγνωσης λογοτεχνίας δημιουργείται το υποκείμενο. Μέσω της ανάγνωσης λογοτεχνίας γεννιέται η υποκειμενική ματιά, με αφορμή ένα αντικειμενικό ερέθισμα. Η άποψη του συγγραφέα για το τι αποπειράθηκε να κάνει με το βιβλίο του, για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, δεν έχει απολύτως καμία σημασία και αξία. Είναι απλώς μια άποψη ανάμεσα στις υπόλοιπες, με την επισήμανση ότι τείνει να παραπλανά τον αναγνώστη στο να πιστεύει ότι –η άποψη του συγγραφέα– έχει δεσμευτικό βάρος. Ο συγγραφέας που εξηγεί το βιβλίο του νερώνει τη δύναμη του έργου του. Η σιωπή λοιπόν είναι κάτι που συγγραφέας και εκδότης θα έπρεπε να προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού. 

Θα προσπαθήσω να δώσω ένα παράδειγμα, εν είδει αναλογίας, από ένα άλλο πεδίο που πιστεύω ότι παρουσιάζει μεγάλη συνάφεια και με τον τρόπο πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου και που, για τον σκοπό της συζήτησης, υποστηρίζει εμμέσως και τη σιωπή του συγγραφέα. 

Είναι νομίζω κοινός τόπος πλέον ότι η εικόνα τείνει να αντικαταστήσει το γραπτό κείμενο. Υπάρχει όμως κάτι σχετικά καινούργιο, που εικάζω ότι θα λειτουργήσει ακόμα πιο επιβαρυντικά προς το γραπτό κείμενο αλλά και προς την ίδια τη δεξιότητα της (λογοτεχνικής) ανάγνωσης.

Αναφέρομαι στη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης, όπως ήδη εμφανίζεται μέσω της λειτουργίας των AI prompts. Ο χρήστης δίνει μια γραπτή περιγραφή, μια εντολή (prompt), και η μηχανή δημιουργεί μια εικόνα. Σημειώστε εδώ ότι μεγάλο μέρος της δύναμης του γραπτού κειμένου, και δη του λογοτεχνικού, συνίσταται στην απουσία εικόνας. Το γραπτό κείμενο μετουσιώνεται σε εικόνα καθώς διαβάζουμε. Αυτό που ίσως δεν είναι διακριτό είναι ότι κάθε ανάγνωση, ακόμα και από το ίδιο πρόσωπο, οδηγεί σε διαφορετικές απεικονίσεις. Η κίνηση προς την κατασκευή εικόνων από την τεχνητή νοημοσύνη συνιστά πλήγμα στη λειτουργία εικονοποιίας του φαντασιακού. Συνιστά πλήγμα στην πλαστικότητα της παραγωγής εικόνων, που χαρακτηρίζονται από αυτή τη βαθιά υποκειμενικότητα, που ορίζει το είδος μας. Ακόμη και τα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά δημιουργήματα, που έχουν δηλαδή διαβαστεί από εκατομμύρια, διατηρούν στο φαντασιακό του κάθε υποκειμένου τη μοναδικότητά τους. Η κατασκευή εικόνων με prompts, που νομοτελειακά θα βασίζονται και σε λογοτεχνικά έργα, θα οδηγήσει στην ατροφία της φαντασίας. Η εικονοποιία του φαντασιακού θα εναποτεθεί πλέον στις μηχανές. Για να τεντώσω την αναλογία στα όριά της, θα γίνουμε όλοι, ξανά, τρόπον τινά, αναγνώστες παιδικών βιβλίων – πολλές φωτογραφίες, λίγο κείμενο. Το δίλημμα «ταινία ή βιβλίο» δεν θα απαιτεί τη χρονοβόρα και πανάκριβη παραγωγή, τη μεσολάβηση σκηνοθετών και πλειάδας τεχνικών, αλλά απλώς την κτηνώδη (ναι, βλ. και ΚΔΟΑ) υπολογιστική δύναμη αλγορίθμων. Το κείμενο θα μετουσιώνεται σε εικόνα μέσω της εικονοποιητικής δύναμης της τεχνητής νοημοσύνης. Αν υπάρχει μια μεστή «εικόνα» που θα μπορούσε να αποτυπώσει την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης αυτή δεν είναι άλλη από τη μηχανή, που, καθώς θα παράγει εικόνες για δική μας κατανάλωση, θα μαθαίνει η ίδια να διαβάζει λογοτεχνία, όχι όμως μηχανιστικά, με αφέλεια, αλλά όπως διαβάζουμε εμείς. Το βήμα από τη συστηματική ανάγνωση λογοτεχνίας, από μηχανές, στη συγγραφή λογοτεχνίας, από μηχανές, θα έχει συντελεστεί αβίαστα. 

Ίσως τώρα να είναι πιο κατανοητό γιατί κάθε ρητή δήλωση του συγγραφέα για το έργο του υποσκάπτει τον ερμηνευτικό ορίζοντά του. Κάθε ερμηνεία από τη δήθεν αυθεντία του δημιουργού δυναμιτίζει τη δική μας. Γι’ αυτό, όσο προλαβαίνουμε, ας σκεφτούμε μόνοι μας.