— «Αν τα έγραφα όλα θα σχιζόταν ο ναός» (Lifo, 13/10/24) είναι ο τίτλος της συνέντευξης που παραχώρησε ο Γιώργος Χρονάς στον Χρήστο Παρίδη.
Παραθέτω αρχικά την εισαγωγική παράγραφο του κειμένου:
«Ποιητής, εκδότης, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, θεατρικός συγγραφέας. Ο Γιώργος Χρονάς, ο στενός συνεργάτης του Τσαρούχη που συμμετείχε ως ηθοποιός στις “Τρωάδες” της οδού Καπλανών το 1977, ο συνεργάτης του Χατζιδάκι στο Τρίτο και ο άνθρωπος πίσω από το “Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων” - Οδός Πανός, ένα ασπρόμαυρο περιοδικό και μαζί εκδοτικός οίκος, που τόσο θεματικά όσο και αισθητικά επηρέασε καθοριστικά τη γενιά των εντύπων από το 1981 και μετά, ενώ ανέδειξε πλήθος νέων λογοτεχνών, επιτέλους αυτοβιογραφείται.
Από το βιβλίο, που έχει τον τίτλο “Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς”, παρελαύνει μια ολόκληρη εποχή μυθικών προσώπων με τα οποία συνδέθηκε στενά και για όλα έχει κάτι να πει. Για τον ίδιο είναι σαν μια ακτινογραφία. Ένα ασκημένο μάτι θα διακρίνει πίσω από τις λέξεις όλα όσα επέλεξε να κρατήσει μέσα του».
Κρατήστε το «Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων». Το κείμενο της συνέντευξης θα μπορούσε να είναι μια άσκηση για να ανακαλύψει κανείς τις ανοχές του – σε ποιο ακριβώς σημείο σταματάει να διαβάζει.
Απαντώ αμέσως: στην πρώτη πρόταση της πρώτης απάντησης.
«— Φαίνεται ότι μετά από τόσες ζωές μυθικών καλλιτεχνών που συγγράψατε, ήρθε η ώρα για την αυτοβιογραφία σας.
Έχω μια φωνή μέσα μου που μου λέει τι να κάνω. Αυτήν άκουσα και τώρα. Ξεκίνησα μέσα στον Αύγουστο και κάθε μέρα έγραφα τέσσερις ώρες στο βιβλιοπωλείο και τέσσερις ώρες στο σπίτι μου, κάτι παράξενο για μένα γιατί εδώ και καιρό έχω αποφασίσει να αφήσω τα μολύβια κάτω και να ασχολούμαι μόνο με το περιοδικό και τις εκδόσεις μας, που δεν είναι και λίγο πράγμα, συν τις εκθέσεις βιβλίου ‒ παλιά πήγαινα σε πολλές, τώρα πηγαίνω σε δύο, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μου έλεγαν συνεχώς πολλοί άνθρωποι, ευγενικοί και σπουδαίοι, ότι αφού γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους, πες μας κάτι γι’ αυτούς».
Το «Έχω μια φωνή μέσα μου που μου λέει τι να κάνω» είναι, αν θέλει κανείς να σέβεται τον εαυτό του, το ενδεδειγμένο σημείο εξόδου. Σας φαίνεται υπερβολικό; Ας δοκιμάσουμε τις προτάσεις που ακολουθούν. Δεν φτάνει που ο κ. Χρονάς έχει τη φωνή, την (υπ)ακούει κιόλας. Και τι κάνει; Ξεκινάει να γράφει, «μέσα στον Αύγουστο», οκτώ ώρες την ημέρα. Κάθε εχέφρων άνθρωπος, μετά από αυτή τη δήλωση, θα πρέπει να συλλογιστεί το εξής: αν κοιμάται κανείς έξι ώρες, του μένουν άλλες δέκα για να συμπληρώσει εικοσιτετράωρο. Δηλαδή μόνον οκτώ ώρες συγγραφής;! Γιατί αυτή η οκνηρία; Δεν σας αρκούν αυτές οι πληροφορίες; Συνεχίζω, πάντα από την πρώτη απάντηση: «Μου έλεγαν συνεχώς πολλοί άνθρωποι, ευγενικοί και σπουδαίοι, ότι αφού γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους, πες μας κάτι γι’ αυτούς». Άρα, ποια ακριβώς φωνή άκουσε ο κ. Χρονάς; Τη δική του ή των «ευγενικ[ών] και σπουδαί[ων]» ανθρώπων που τον παρακαλούσαν να μιλήσει για τις γνωριμίες του;
Ο κ. Χρονάς δεν παραλείπει να μιλάει για τον εαυτό του –αυτοβιογραφία γαρ– σε κάθε απάντηση που δίνει: «Πολλά τα γράφω στα 27 βιβλία μου – πεζά, ποιήματα, θέατρο. Δεν επιδίωξα να γράψω ένα πεζό ποίημα γιατί το ποίημα έχει τους νόμους του, όπως και το πεζό τους δικούς του. Έχω αρκετά πεζά μου βιβλία στα οποία μπορείτε να δείτε τι έχω παρακολουθήσει από θέατρο, μουσική, μπαλέτο, όπερα, σινεμά, γιατί νομίζουν ότι μόνο όταν διαβάζεις βιβλία, γράφεις βιβλία».
Αν κάπου ξεχαστεί και μιλήσει για κάτι άλλο, ο κ. Παρίδης τον επαναφέρει στην τάξη: «Όμως θα ήθελα να μιλήσουμε για εσάς». Ο κ. Χρονάς υποτάσσεται με ταπεινοφροσύνη:
«Ναι, αλλά όλοι αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές μου και με εμπεριέχουν – ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Ασλάνογλου, ο Μιχάλης Κατσαρός, η Μαλβίνα Κάραλη. Και ήθελα να χορέψω μαζί τους, γιατί ο χορός απαιτεί δύο πρόσωπα, όπως ξέρετε, και διαλέγω έναν - έναν. Ήταν και μια μέθοδος γραφής αυτή, δεν μπορούσα να τους παρουσιάσω μυθιστορηματικά∙ για κάθε πορτρέτο προσώπου έκανα και μία εκλογή, γιατί είναι άπειρα αυτά που έχω ζήσει μαζί τους κι έχω πάντα οικονομία του λόγου. Θα μπορούσε να είναι άπειρες σελίδες. Ήδη η Αγαθή Δημητρούκα είπε πώς αυτός είναι ο πρώτος τόμος. Δεν θα υπάρξει δεύτερος, αυτόν θα τον πω στον Θεό».
«— Θυμάστε πού ήσασταν τη βραδιά του Πολυτεχνείου το 1973;
Σχόλασα από τη δουλειά μου στο Σύνταγμα σε ένα γνωστό φωτογραφείο όπου δούλευα –με απέλυσαν μετά‒ και βρέθηκα στην οδό Αιόλου. Θα με είχαν σκοτώσει αν δεν μου είχε πει μια φωνή μέσα μου να βγάλω την ταυτότητά μου και να τη δείχνω αριστερά και δεξιά μου στους αστυνομικούς με τα κλομπ. Αυτοί νόμιζαν ότι είμαι δικός τους και με άφηναν να φεύγω, αλλιώς θα ήμουν με σπασμένο κεφάλι και πεθαμένος. Στην εξέλιξη της νύχτας αυτής, έγινε το Πολυτεχνείο».
Εφιστώ την προσοχή στη «φωνή», που, αυτή τη φορά, προέτρεψε τον νεαρό Χρονά να παριστάνει τον ασφαλίτη για να σώσει τη ζωή του.
Συνεχίζω:
«— Ήσασταν θρησκευόμενη οικογένεια;
Ναι, αλλά και τα πρώτα θρησκευτικά σκιρτήματα τα ένιωσα στην εκκλησία σαν υγιής άνθρωπος. Είχα υψηλή σεξουαλική κατάσταση ακόμα και ως ανήλικος. Ο Φρόιντ λέει ότι αυτό σε κάνει ευφυή. Έτσι λένε οι μορφωμένοι».
— Εσείς δεν ανήκετε στους μορφωμένους;
Εγώ είμαι με τους αμόρφωτους. Ανήκω στην κατηγορία των λογοτεχνών, όπως ο Παζολίνι και κάποιοι άλλοι, που περιγράφει αμόρφωτους ανθρώπους και απευθύνεται σε μορφωμένους. Πολύ δύσκολη δουλειά, καταλαβαίνετε».
Ναι, καταλαβαίνουμε ότι ο κ. Παρίδης ξέρει τα κουμπιά του κ. Χρονά. Αντί να τον προστατέψει τον αφήνει να γελοιοποιείται.
«— Ο Τσαρούχης σας αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί σας.
Έτσι μου είπε όταν πήγα στη Ρώμη το 1975. Του είπα να αισθάνεσαι άνετα, γιατί οι ερωτευμένοι υποφέρουν ‒ και είναι αλήθεια. Η ερωτική συνάντηση προϋποθέτει δύο συμβαλλόμενα μέρη.
— Και ο Χατζιδάκις σας αποκαλύφθηκε.
Μου είπε ιδιωτικά “είμαι ομοφυλόφιλος”, κοινώς “κάντε με ό,τι θέλετε”. Αλλά εγώ διέφυγα. Ένα βράδυ μετά τις παραστάσεις του Πολύτροπου περπατήσαμε στα στενά της Πλάκας και του είπα «γίνατε και ανθολόγος ποιήσεως», αναφερόμενος στον “Μεγάλο ερωτικό”, κάτι που εν τέλει του άρεσε γιατί του άρεσα εγώ που του μετέφερα τον Πειραιά. Ανανεωνόταν. Με τους μεγάλους καλλιτέχνες που έκανα παρέα ήμουν αυθεντικός. Δεν ζητούσα τίποτε από αυτούς».
Ναι, «δεν ζητούσα τίποτε από αυτούς». Το βλέπουμε. Διαφωτιστική η “μετάφραση” του «είμαι ομοφυλόφιλος». Διακρίνουμε βεβαίως και το ήθος του ποιητή Χρονά.
«— Ένας άλλος Σαλονικιός με τον οποίο συνδεθήκατε ήταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
Του έκανε εντύπωση το αίνιγμά μου ίσως. Του έγινα απωθημένο; Έχω ένα ελάττωμα, είμαι κυνηγός, οπότε δεν με ενδιαφέρουν αυτοί που με κυνηγούν, εκτός αν τους έχω κυνηγήσει πρώτος εγώ».
Η Σφίγξ Χρονάς «της υψηλής σεξουαλικής κατάστασης», της τυφλόμυγας και του κυνηγητού.
«— Πώς αντιμετωπίζετε τις ανθρώπινες απώλειες;
Τους περιέχω όλους. Για μένα, δεν έχει πεθάνει κανείς. Μέχρι να πεθάνω θα τους σέβομαι για όσα μου μάθανε, με τους γονείς μου πρώτους. Τη μητέρα μου, που μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις μόνο να μην καπνίζεις», και τον πατέρα μου, που είπε «κάνε τη ζωή σου και άσε τα αυτά». Είχα ελευθερωθεί πλέον με πατρική ευχή. Είχα προνόμιο να έχω γονείς που τους ενδιέφερε να είναι καλά το παιδί τους».
Ναι, διακρίνουμε τον «σεβασμό» και τη σημασία που κομίζει αυτό το «Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων». Ο κ. Χρονάς ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που δυστυχώς δεν έχουν έναν άνθρωπο να τους προστρέξει. Να τους πει μια φιλική κουβέντα. Η Αγαθή Δημητρούκα, εξάλλου, τον προέτρεψε να συνεχίσει με τον δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφίας του.
— Διάβασα το «Ευφάνταστο βλέμμα στο ιερό» (Εφ.Συν., 12/10/24), τη διθυραμβική κριτική του Γιώργου Βέη για την ποιητική συλλογή, ζώα - φυτά (Κέδρος 2023), της Δήμητρας Κατιώνη.
Παραθέτω:
«Απομονώνω ό,τι συνεγείρει αμέσως με την πρώτη ανάγνωση: α) την αίσθηση μιας ανανεωτικής αμιγώς ποιητικής ονοματολογίας, β) το πρόσθετο κέρδος από τη ριζική ανατροπή και περαιτέρω δημιουργική ανασύνθεση ιδεολογημάτων, γ) τον διάχυτο ηθικό ρεαλισμό, δ) την οξυδερκή μεταχείριση του μεταφορικού τονισμού του νοήματος, ε) την έντεχνη ανάδειξη λησμονημένων πραγμάτων, στ) τις δυναμικές αντιστικτικές συνθέσεις, ζ) τις γραμμικές αλληγορικές αλυσίδες και η) τις αιφνίδιες, όχι κατ΄ ανάγκην εξωλογικές συνεπαγωγές από την έως τώρα διαδρομή ενός συνειδητά αναστοχαστικού βίου. Όπως συμβαίνει εδώ φέρ’ ειπείν: “Η σύνταξη είναι μια πυκνή φυλλωσιά πίσω από την οποία κρύβεις την έλλειψή σου. Αν ξέραμε τι είμαστε, η γλώσσα θα είχε μόνο ουσιαστικά. Με άντρα, παιδί και εραστή θα είναι πλήρης. Τι όμορφο δάσος, θα λέει”».
Διαβάζει κανείς τα οκτώ σημεία που επισημαίνει ο συντάκτης και μετά διαβάζει το απόσπασμα που υποτίθεται ότι αυταπόδεικτα(;) τα αναδεικνύει. «[Α]νανεωτικής αμιγώς ποιητικής ονοματολογίας», «ριζική ανατροπή», «διάχυτο ηθικό ρεαλισμό», «οξυδερκή μεταχείριση», «έντεχνη ανάδειξη», «συνεπαγωγές από την έως τώρα διαδρομή ενός συνειδητά αναστοχαστικού βίου»; Αλήθεια, τα διακρίνει ο κ. Βέης όλα αυτά στο παράθεμα; Κι αν ναι, πρέπει άραγε να τα διακρίνουμε κι εμείς;
«Το αποφασιστικό αποτύπωμα των μηνυμάτων και των διαδοχικών συμφραζομένων τους διακρίνεται από μιαν αταλάντευτη προσήλωση στην πρόσφορη διαχείριση του σημαίνοντος συναισθηματικού φορτίου. Η γραφή αξιοποιεί από εξομολόγηση σε εξομολόγηση, μεταξύ άλλων, το στοιχείο της μετωνυμίας, διατηρώντας πάντα ακμαία τόσο την πρωτότυπη φύση της, όσο και τη ρηματική της αυθεντικότητά. Η οντολογική παράμετρος αναδεικνύεται αυτούσια από έκφανση σε έκφανση. Απορρίπτοντας εξ ορισμού κοινοτοπίες και αδολεσχίες, το φώνημα υπομνηματίζει ουσίες. Φαίνεται ότι τα είκοσι τρία χρόνια, τα οποία μεσολαβούν από το πρώτο έως το σημερινό της έργο, υπήρξαν ασφαλώς γόνιμα, όσον αφορά κυρίως στην καθόλα διεξοδική στιχική άσκηση».
Κοιτάζω το βιογραφικό του κ. Βέη, το ποιητικό του έργο, τα βραβεία του. Διερωτώμαι τι δουλειά είχε η Έρση Σωτηροπούλου στα Νόμπελ.