Skip to main content
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (9-15/1/23)

— Η αναδρομική αιτιότητα είναι μια ενδιαφέρουσα έννοια που έχει ταλανίσει, και συνεχίζει να ταλανίζει, τη σκέψη τόσο των φυσικών όσο και των φιλοσόφων. Οι όλο και πιο συχνές αναφορές στο κβαντικό επίπεδο δείχνουν τον δρόμο προς αυτή τη έννοια που ανθίσταται στη διαίσθηση του κοινού νου. Την Κυριακή (Το Βήμα, «Πολιτισμός», 15/1/23) φαίνεται να απασχόλησε και τη Μαργαρίτα Σφέτσα. Διαβάζω: «Αν κοιτάξεις με προσοχή τη Ρόμι Σνάιντερ σε σκηνές από την ταινία “Η Πισίνα” (στο πλευρό της ο τότε μεγάλος έρωτας της ζωής της Αλέν Ντελόν) θα ανακαλύψεις ότι η ομοιότητά της με τη γερμανίδα top model Τατιάνα Πάτιτζ είναι εντυπωσιακή». 

— Διάβασα τη στήλη του Σταμάτη Φασουλή «Στην Ανάπαυλα» (Τα Νέα 14-15/1/23), με τίτλο «Εμβολιασμός Δ’, Κωνσταντίνος Β’» και ειλικρινά δεν ξέρω πώς να τη σχολιάσω. Ξεκινά με τον Δ’ εμβολιασμό του γράφοντος, περνάει στον θάνατο του τέως, όπου διαβάζουμε: «Δεν συμπάθησα ποτέ ούτε τον τεθνεώτα ούτε τον θεσμό. Αλλά, βρε παιδί μου, ήταν αρχηγός κράτους για μια περίοδο (φριχτή, είναι η αλήθεια, και την πληρώσαμε ακριβά), πώς να το κάνουμε τώρα; Δόξα τω Θεώ, δημοκρατία έχουμε και δεν κινδυνεύει από καμιά τελετή κανενός πρώην και κανενός έκπτωτου». Παρένθεση για αυτό το «έκπτωτου». Δεν εξέπεσε ο τέως, δεν απομακρύνθηκε από την υψηλή θέση του· καταργήθηκε η υψηλή θέση του· κίνηση που με τη σειρά της τον μετουσίωσε θεσμικά, και τον ενέταξε στην εντελώς διαφορετική –μη θεσμική– κατηγορία του «τέως». Το ξεχωριστό στην περίπτωση του Κωνσταντίνου είναι ότι επιβίωσε βιολογικά την κατάργηση της θέσης του και άρα έπρεπε να αποφασίσει πού ανήκε υπαρξιακά. Κλείνει παρένθεση. Αυτά όμως εκτός από έμμεσο πλυντήριο –όπου βλέπει κανείς «βρε παιδί μου», πρέπει να μπορεί να διακρίνει τη ρητορική γαλιφιά στην προσφώνηση– είναι πταίσματα, γιατί ο κ. Φασουλής αφορμάται από τις αναφορές στους γάμους και τα μετάλλια του τέως, που γίνονται όπως λέει «[...] δίπλα [σ]τα Ιουλιανά [...]» για να ξεδιπλώσει το μυθοπλαστικό του ταλέντο, που εδώ συναγωνίζεται τον Φαίδωνα Ταμβακάκη στο τελευταίο του μυθιστόρημα: Γράφει ο κ. Φασουλής: «Ήμαστε βράδυ στη Λαγουδέρα, την περίφημη [γλιτώνουμε τον σκόπελο Λέοναρντ Κοέν (sic)], και κάνουμε τους άνετους ψιλοπίνοντας ένα θεόπικρο βερμούτ, τρώγαμε και φιστίκια, ώσπου ήρθε ένα γκαρσόνι ντυμένο ναύτης γιαλαντζί [δεν γλιτώνουμε την αναφορά στον Τσαρούχη] και μας έφερε μια τεράστια φυλλάδα από σκληρό χαρτόνι να γράψουμε, λέει, τη γνώμη μας για το κατάστημα. Πήρε πρώτος ο Τάκης να καταθέσει τις εντυπώσεις του [...] “Για έναν μόνο λόγο δεν θα ήμουν απόψε στη Λαγουδέρα. Για να είμαι στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα”. [...] Το απόγευμα κατεβήκαμε στο Σύνταγμα». Ο συντάκτης, αφού μας περιγράφει κάτι για «μπασκίνες», εμπλέκεται σε καταδίωξη που τον φέρνει «[...] μαζί με ένα άγνωστό [τ]ου ζευγάρι, την ίδια ηλικία και μυαλά [...] κατεβήκ[αν] τα σκαλιά του υπογείου λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι [...] τα αγόρια βγάλ[αν] τα πουκάμισα, το κορίτσι έκανε να ξεκουμπώσει το μπλουζάκι του, ο νεαρός της έριξε μια ματιά και αυτή άφησε το τρίτο κουμπωμένο. [...] Κάποια στιγμή το κορίτσι είδε λίγο αίμα στο λαιμό του αγοριού της και δεν ξέρω πώς, γιατί, άρχισε να του το φιλάει και μετά σιγά σιγά να γλείφει το αίμα. Η στιγμή ήταν ιερή. Βουβή, ιερή και αιωρούμενη. Σφιχτήκαμε πιο πολύ κι οι τρεις ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι άρχισε ένα τρισυπόστατο φιλί στο στόμα [αναφορά στην Αγία Τριάδα;], φιλί απεγνωσμένο, βαθύ και βιδωτό [σταυροκατσάβιδο;], σαν να θέλαμε να σώσουμε τη Ζωή κόντρα στον Θάνατο. Έτσι μας πήρε ο ύπνος». Δεν υπάρχει λόγος να σχολιάσω κάτι. Ευχαριστώ μόνο τη Μούσα που ο κ. Φασουλής δεν γράφει μυθιστορήματα και διαβιοί στον κόρφο της πραγματικότητας.

— Διάβασα την παρουσίαση του Θανάση Νιάρχου «Το Μαρκόπουλο Αττικής σε οθωμανικό έγγραφο του 1506» (Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο, 14-15/1/23) για το «Λεξικό κυρίων ονομάτων» του Γιώργου Μπαμπινιώτη και νιώθω ότι η προσήλωση της Βίκυς Φλέσσα προς τον κ. Μπαμπινιώτη βρίσκει μιμητές και ίσως και ανταγωνιστές· δεν θέλω όμως να προτρέχω. «Αν και τα λεξικά του Γιώργου Μπαμπινιώτη δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διαβαστούν ως μυθιστορήματα, ωστόσο η ευφορία και η συγκίνηση που προκαλούν είναι αντίστοιχες με εκείνες συναρπαστικών και μάλιστα με απρόβλεπτες εξελίξεις μυθιστορημάτων» γράφει ο κ. Νιάρχος στην πρώτη περίοδο. Λες, «μια υπερβολή είπε για λόγους προώθησης, μην δίνεις σημασία». Λίγες γραμμές παρακάτω όμως, διαβάζεις για την «[...] υποχρέωση να εισδύσει[ς] στα άδυτα της καταγωγής [...]» των ονομάτων που «[...] την αποδέχεσαι [την υποχρέωση] με χαρά καθώς έχεις πειστεί πως μόνο προφέροντας συνειδητά το κάθε “όνομα”, μεταβάλλεσαι από έναν αυτόματο μηχανισμό εκφοράς λέξεων, σε ένα κοινωνικά υπεύθυνο άτομο, σε ένα πρόσωπο σχεδόν ιστορικό». Θα σας πληροφορήσω, χωρίς περιστροφές, ότι καμιά χαρά δεν δύναται να νιώθει ένας εχέφρων άνθρωπος που για τον οποιοδήποτε λόγο έχει πειστεί ότι υπήρξε έστω και για μια στιγμή «αυτόματος μηχανισμός εκφοράς λέξεων» που τώρα, μετά τη μελέτη του «Λεξικού κυρίων ονομάτων», θα μεταμορφωθεί σε «κοινωνικά υπεύθυνο άτομο, σε ένα πρόσωπο σχεδόν ιστορικό». Θέλω να πιστεύω ότι ο κ. Νιάρχος δεν έχει ακριβώς συναίσθηση του τι γράφει. Θέλω να πιστεύω ότι έχει, και εκείνος, πέσει θύμα του πνεύματος των συλλογισμών που διατυπώνει ο κ. Μπαμπινιώτης. Η μπαμπινιωτική (sic) εμμονή που « [...]μετέτρεψε την ετυμολογική και ερμηνευτική διαδικασία, σε σχέση με όλες τις λέξεις και όχι μόνο με τα ονόματα, σε μια εκθαμβωτικά αποκαλυπτική περιπέτεια, συνώνυμη με εκείνη του εξερευνητή ενός παρθένου δάσους», συνιστά ό,τι πιο τρομακτικό και απολυταρχικό δύναται να σκαρφιστεί κανείς σε συντακτικό αλλά και σημασιολογικό επίπεδο. Είναι δυνατόν να μην διακρίνει κανείς τη λαγνεία προς το κύρος του μέγα λογο-θέτη (όχι με τη βυζαντινή έννοια) σε επίπεδο σημασίας/νοημάτων –μια συνέχιση της πολιτικής με γλωσσολογικά μέσα– που υπαινίσσεται ένα τέτοιο πρόγραμμα – ειδικά όταν προσφέρεται βορά, ίσως και ακούσια, σε αρχαιο/εθνοκεντρικές θεματικές; Για να σας πείσω όμως για κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιχειρηματολογήσω ώστε να γίνει διακριτό πού τελειώνει η επιστήμη και πού αρχίζει η υπέρ το δέον ενασχόληση με το αντικείμενο που εισέρχεται στην επικράτεια της ιδεολογίας – αν και οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν ότι και η επιστήμη συνιστά ιδεολογία. Η στήλη όμως αφενός δεν επιδίδεται σε φιλοσοφική πραγματεία και αφετέρου δεν υπεισέρχεται στην ουσία των πραγμάτων. Η στήλη εστιάζει στα λεγόμενα τού εκάστοτε συντάκτη. Για αυτό θα υπαινιχθώ και μόνο, υποδεικνύοντας στο κείμενο του κ. Νιάρχου συγκεκριμένα σημεία: «Ένα ωκεάνιο υλικό, όπως αυτό των ονομάτων τόπων και ανθρώπων, καταγράφεται με έναν τρόπο που κάνει τον καθένα να αισθάνεται πως μπορεί να το διαπλεύσει χωρίς να κινδυνεύει να πνιγεί» (υπογραμμίσεις δικές μου). Ποιος και γιατί να «πνιγεί» σε αυτό το «ωκεάνιο υλικό»; Συνεχίζω: «Η σύμφυτη, με την ανάλυση και την ερμηνεία, σχολαστικότητα, μεταβάλλεται στο «Λεξικό κυρίων ονομάτων” του Μπαμπινιώτη σε προϋπόθεση μαγείας [...]. [...] Ένα απύθμενο εύρος γνώσεων που θα τις χαρακτήριζες ακόμα και εγκυκλοπαιδικές, συναρθρώνονται με έναν τρόπο ώστε να αποκαθίσταται μια τάξη πραγμάτων συμπαντικού χαρακτήρα. [...] Ο Μπαμπινιώτης φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά πως όποιο κι αν είναι το όνομα του κάθε ανθρώπου και του κάθε τόπου, την αληθινή τους επωνυμία την υπαγορεύει τελικά μια ταυτόσημη με το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους “ιερότητα”. Αν τα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων γίνονται αξιερεύνητα, είναι γιατί τα ενέπνευσε κυρίως ένας καημός προκειμένου να χειραγωγηθεί το “άγνωστο” και να επιβιώσει –όσο τούτο είναι δυνατό– ως “γνωστό”. Ακραιφνώς ποιητικό ως σύλληψη το “Λεξικό κυρίων ονομάτων [...]» (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Παρατηρήστε αυτό τον «καημό» χειραγώγησης «του αγνώστου να επιβιώσει ως γνωστό». Για τι μιλάει όμως εδώ ο συντάκτης αν δεν μιλάει για κάποιο είδος γλωσσολογικού αλυτρωτισμού; Ή προσέξτε την προηγούμενη πρόταση: υπάρχει άραγε περιθώριο για μη ορθόδοξες «αληθινές» επωνυμίες, ή ο κ. Μπαμπινιώτης με αυτή την «[...] ταυτόσημη με το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους “ιερότητα”» έχει καταστεί, μέσω της έρευνάς του, μάρτυρας και αποδελτιωτής τού ορθόδοξου και πρωταρχικού σημείου επαφής τής γλώσσας με τα πράγματα;