— Quote της εβδομάδας: «Γεωργιάδης: Δεν υπήρξα ποτέ ακροδεξιός, ακροδεξιός είναι ο Πολάκης» (News 24/7, 15/1/24).
— «Αυτός εδώ ο Ιανουάριος είναι πραγματικά ένας “περίεργος” μήνας. Συνήθως μετά τις θορυβώδεις γιορτές των Χριστουγέννων, με τις έντονες, πολύχρωμες εικόνες, τις βόλτες, τα καλέσματα, τις δυνατές μουσικές, ακολουθεί ηρεμία. Οι άνθρωποι παραμένουν στα σπίτια τους, επιθυμούν να ξεκουραστούν, στους δρόμους δεν υπάρχει πολλή κίνηση, ούτε καν στα εστιατόρια που τις προηγούμενες εβδομάδες δεν μπορούσες όχι απλά να βρεις τραπέζι, αλλά ούτε καν… σκαμπό κοντά στην τουαλέτα. Ο μήνας είναι “περίεργος”, ιδιαίτερος, γιατί ποτέ άλλη φορά δεν είδαμε τόσο πολλά εγκλήματα, ξυλοδαρμούς κακοποιήσεις μικρών παιδιών συγκεντρωμένα το ένα πίσω από το άλλο. Ειλικρινά ποτέ άλλοτε δεν αντιμετωπίσαμε τόσο πολλές αποτρόπαιες πράξεις μέσα σε μια-δυο ημέρες. Γυναικοκτονίες, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες, κοιτάζεις γύρω σου και βλέπεις ένα γκρίζο, μελαγχολικό σκηνικό. Ελπίζω κάποια στιγμή να αλλάξει όλο αυτό., ειδικά όταν έχει να κάνει με βία απέναντι σε μικρά παιδιά. Η μητέρα με τα ψυχολογικά προβλήματα που χτυπούσε το μικρό, όχι μόνο με τα χέρια της αλλά και με το μπιμπερό του, μέχρι που το σκότωσε. Το τετράχρονο αγοράκι διασωληνωμένο στο νοσοκομείο μετά τον άγριο ξυλοδαρμό από τον πατριό του. Τι άλλο πλέον πρέπει να γίνει; Οι οθόνες της τηλεόρασης, το Internet, οι εφημερίδες, αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στα σκηνικά βίας. Νιώθεις ότι κάποιες φορές και οι ίδιοι οι παρουσιαστές είναι δύσκολο να διαχειριστούν τέτοιου είδους ειδήσεις. Ειδήσεις που έχουν να κάνουν με κακοποιήσεις ή δολοφονίες παιδιών.
Στην Αθήνα δεν γίνονται πολλά πράγματα αυτό το διάστημα, εκτός από λίγα εικαστικά γεγονότα που είναι όμως σημαντικά. Στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή πραγματοποιείται (μέχρι τις 7 Απριλίου) μια εξαιρετική έκθεση με τίτλο “Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου” με έργα μεγάλων εικαστικών που έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Τα έργα των κορυφαίων εικαστικών έτσι όπως τα κοιτάζεις είναι σαν “βάλσαμο” στην ψυχή σου, μέσα σε όλο κακό που γίνεται γύρω. Ένας μεγάλος διεθνούς φήμης καλλιτέχνης, ο Παναγιώτης (Peter) Κατσίχτης, που ζει και εργάζεται στην Αμερική, εκθέτει μεθαύριο Τρίτη στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων. [...]» (Βήμα, 14/1/24).
«Στην Αθήνα δεν γίνονται πολλά πράγματα αυτό το διάστημα, εκτός από λίγα εικαστικά γεγονότα που είναι όμως σημαντικά». Διαφωνώ. Η Μαργαρίτα Σφέτσα φροντίζει να μας “διασκεδάζει” με αυτά τα ντανταϊστικά «editorial» που συντάσσει ως “προμετωπίδες” στην ενότητα «Πολιτισμός». Προσπαθώ να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν κανείς στην εφημερίδα να μην μπορεί να πει μια κουβέντα, να εκφράσει έναν κάποιο αντίλογο, να εμφυσήσει ίσως κάποιες αμφιβολίες για τις επιλογές της διευθύντριας. Παρέθεσα εκτενώς για να μπορείτε να διακρίνετε κι εσείς ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται απλώς στο ότι η κ. Σφέτσα συνταιριάζει τα αταίριαστα. Δεν είναι δηλαδή αναγκαία προβληματικός ο συνδυασμός των παιδιών που κακοποιούνται και δολοφονούνται με την παρουσίαση της εικαστικής κίνησης. Θα μπορούσε, εικάζω, κάποιος να το καταφέρει και αυτό χωρίς να προκαλεί την επιθυμία στον αναγνώστη να τρυπήσει τα μάτια του με πυρωμένες καρφίτσες. Η τέχνη συνάδει με το αποτρόπαιο και ενίοτε συνιστά και την πιο πηγαία αντίδραση απέναντι σε αυτό. Εδώ, όμως, η κ. Σφέτσα, με αυτό το «Αυτός εδώ ο Ιανουάριος είναι πραγματικά ένας “περίεργος” μήνας» είναι σαν να λέει ότι μετά τις γιορτές «Οι άνθρωποι παραμένουν στα σπίτια τους, επιθυμούν να ξεκουραστούν [...]» και δεν επιδίδονται σε «[...] τόσο πολλά εγκλήματα, ξυλοδαρμούς κακοποιήσεις μικρών παιδιών συγκεντρωμένα το ένα πίσω από το άλλο». Όταν γράφει η κ. Σφέτσα «[...] δεν μπορούσες όχι απλά να βρεις τραπέζι, αλλά ούτε καν… σκαμπό κοντά στην τουαλέτα» και αμέσως μετά παραθέτει τα εγκλήματα συνειδητοποιεί, άραγε, ότι το κείμενό της θα το ζήλευε και ένας μετρ της δυστοπίας όπως, για παράδειγμα, ο Τζ. Γκρ. Μπάλαρντ; Συνειδητοποιεί, άραγε, ότι επιτρέπει στον αναγνώστη να συντονιστεί στη νοηματική συνάφεια της τουαλέτας με το γκροτέσκο και το αποτρόπαιο; Διακρίνει κανείς πόσο «ναΐφ» είναι η ατόφια παράθεση του «Τα έργα των κορυφαίων εικαστικών έτσι όπως τα κοιτάζεις είναι σαν “βάλσαμο” στην ψυχή σου, μέσα σε όλο κακό που γίνεται γύρω»; Η κ. Σφέτσα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, λειτουργεί ακριβώς όπως ίσως θα λειτουργούσε ένα παιδί στην τέχνη: εναποθέτει μια λίστα σκέψεων και ερεθισμάτων στο χαρτί αδιαμεσολάβητα, χωρίς απολύτως καμία συστολή. Ο συλλογισμός της είναι ένα κλικ πάνω από το α-λογο, και, για να επαναλάβω ακριβώς το ίδιο σχόλιο που έκανα για το εξώφυλλο του ΒΗΜagazino της Πρωτοχρονιάς: όλα αυτά θα ήταν επιεικώς ξεκαρδιστικά αν δεν ήταν όνειδος.
— Διάβασα, μετά από πολύ καιρό, μια από αυτές τις “κριτικές” που συντάσσει ο Φίλιππος Φιλίππου στο Βήμα: «Μυστήριο σε φόντο φασισμού» (14/1/24) για το μυθιστόρημα Κάρλο Λουκαρέλι, Μαύρος χειμώνας στην Μπολόνια (μετάφραση: Δήμητρα Δότση, Πατάκη: 2023). Ο κ. Φιλίππου δεν γράφει, σχεδόν ποτέ, τίποτα παραπάνω από την υπόθεση των βιβλίων. Παραθέτω την τελευταία παράγραφο του κειμένου, έτσι για να πάρετε γεύση:
«Ο συγγραφέας μεταφέρει στο χαρτί την ατμόσφαιρα στην κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς Μπολόνια, όπου οι άστεγοι πλημμυρίζουν κάθε γωνιά της πόλης, οι κάτοικοι ζουν με κουπόνια για την προμήθεια βουτύρου, ελαιόλαδου και ζάχαρης, ενώ γίνονται διαρρήξεις σπιτιών για την κλοπή κλινοσκεπασμάτων. Επίσης υπάρχει ο φόβος για την εκδίκηση των Γερμανών κατακτητών, οι οποίοι για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη εκτελούν ως αντίποινα δέκα Ιταλούς ομήρους (όπως δηλαδή συνέβαινε και στην Ελλάδα την ίδια εποχή). Το μυθιστόρημα είναι πολιτικό και θυμίζει το αγγλικό μυθιστόρημα μυστηρίου (“Σαν τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι” λέει ένας από τους ήρωες), με υπόπτους οι οποίοι είναι οι πιθανοί δράστες. Και όπως συμβαίνει σε όλα τα μυθιστορήματα του Κάρλο Λουκαρέλι τα εγκλήματα , εκτός από τη πολιτική, είναι συνυφασμένα με τις ερωτικές σχέσεις και το σεξ. Και βεβαίως με την Ιστορία, αφού “οι συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων κλέβουν επίσης από την Ιστορία”, γράφει ο ίδιος στις “Ευχαριστίες” του τέλους».
Εγώ, πάντως, αν ήμουν στη θέση του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, με τον οποίο μοιράζονται τη στήλη «Κριτική», θα ντρεπόμουν.
— Διάβασα το «500 Λέξεις με τη Μαρία Παναγοπούλου» (Καθημερινή, 14/1/24) σε επιμέλεια της Αλεξάνδρας Σκαράκη.
«Η Μαρία Παναγοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά και ζει στο Παλαιό Φάληρο. Σπούδασε Κοινωνιολογία και ολοκλήρωσε τα προγράμματα Εφαρμοσμένης Εγκληματολογίας και Θετικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το έκτο βιβλίο της είναι το ψυχολογικό θρίλερ «Οι γυναίκες δεν κλαίνε» – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
[Ερ.] Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
[Απ.] “Η πτώση” του Αλμπέρ Καμύ, “Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε” της Αννας Κανδαράκη, “Γυναικεία Υπόθεση 3 – Scripta Manent” των Λένας Μαντά και Κλαίρης Θεοδώρου».
Μόνον το 66,66% των βιβλίων στο κομοδίνο της κ. Παναγοπούλου ανήκει στις εκδόσεις Ψυχογιός. Η απιστία στον εκδότη αντισταθμίζεται από το ειδικό βάρος ενός Καμί. Ευοίωνο.
— Διάβασα το «Όλα κρίνονται σε σχέση με την εποχή τους» (Βήμα, 14/1/24) στη στήλη «Ερωτηματολόγιο» όπου ο Γιάννης Μακριδάκης στην ερώτηση «Ποιο ανάγνωσμα θα συστήνατε σε έναν έφηβο σήμερα;» απαντά «Γι’ αυτήν μάλλον την ερώτηση έγραψα Τα απόνερα της Σοφίας».