Skip to main content
Κυριακή 08 Σεπτεμβρίου 2024
I know what you did last week (9-15/7/24)

— Quote της εβδομάδας: «Ο Βενιζέλος ήταν τυπικά Δυτικός. Ο Βενιζέλος ήταν τσιράκι της Δύσης. Το παραπαίδι που είχε η Δύση για να κάνει τις δουλειές της εδώ. Η καταστροφή που συντελέστηκε είναι δραματική και δεν έχει νόημα να κλαιγόμαστε διότι είδατε, ζήσαμε κι εμείς πράγματα. Εγώ τουλάχιστον, κι εσείς φαντάζομαι, ζήσαμε την καταστροφή της γλώσσας, το μονοτονικό. Οι Γάλλοι μέχρι σήμερα συνεχίζουν να βάζουνε accent circonflexe και accent aigu. Σε εμάς ήρθε ένας ασήμαντος, ένας Βερυβάκης, υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου, και μέσα σε μια νύχτα με 15 υπογραφές όλες-όλες από τους 300 της Βουλής, πέρασε το νομοσχέδιο του μονοτονικού ως επίσημης γλώσσας του τόπου. Αυτοκτονία. Βγάλαμε το περίστροφο και πυροβολήσαμε. Και ούτε η Ακαδημία Αθηνών αντέδρασε, ούτε τα πανεπιστήμια, ούτε κανείς. Γιατί δουλέψανε μεθοδικά αυτοί με το επιχείρημα του χρήσιμου. Για τον Ελληνα πολίτη «το ζητείν πανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις» - το να ζητάς παντού τη χρησιμότητα ελάχιστα αρμόζει στους μεγαλόψυχους και στους ελευθέριους ανθρώπους. Το να είσαι πολίτης είναι ευθύνη και χαρά. Δεν είναι ούτε συμφέρον, ούτε κέρδος, ούτε τα μέτρα με τα οποία μετράει η Ευρώπη την αλήθεια. Αλλά δεν ξέρω αν έχει νόημα που τα λέμε και τα συζητάμε».

Τάδε έφη Χρήστος Γιανναράς στη συνέντευξη «Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι το τέλος της ανθρωπότητας» (Πρώτο Θέμα, 11/7/24) που παραχώρησε στον Δημήτρη Δανίκα


— Κάθε χρόνο, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου προσφέρει στο φιλοθέαμον κοινό δυνατές συγκινήσεις. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους μπαίνουν στον κόπο να κάνουν το ταξίδι μέχρι την Αργολίδα. Συγκίνηση βιώνουν και οι απλοί χρήστες των ΜΚΔ, μέσω των παραδοσιακών πλέον αντεγκλήσεων για το αν οι παραστάσεις είναι αριστουργήματα, φόλες, ή κάτι ενδιάμεσο. Φέτος, τα πάθη συνδαυλίστηκαν με αφορμή την πολυδιαφημισμένη «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. 

Διάβασα αρκετές κριτικές αλλά θα ξεκινήσω από μια ανάρτηση της Ξένιας Κουναλάκη στο Φέισμπουκ, γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον. Παραθέτω: 

«Ας πούμε την αλήθεια. Η Ορέστεια του Τερζόπουλου ήταν μια οδυνηρή εμπειρία. Κακή παρωχημένη εκφορά λόγου, ο κλασικός στόμφος-παγίδα της Επιδαύρου (για να ακουστούν οι ηθοποιοί ως την τελευταία κερκίδα χωρίς να φορούν ψείρες πρέπει να φωνάζουν με πομπώδες ύφος), χορός που σπαρταρούσε ασταμάτητα, γελοίο πολιτικό σχόλιο στο τέλος συμπίλημα ψεκ νεοταξιτικού φιλοπαλαιστινιακού φρονήματος με τιμές μετοχών. Εξαίρεση οι φωτισμοί, τα λιγοστά μοιρολόγια και φυσικά η σπουδαία Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Κλυταιμήστρας. Τρεις ώρες κι ένα βασανιστικό τέταρτο για να πειστούμε ότι αυτού του είδους οι σκηνοθεσίες ανήκουν στον περασμένο αιώνα. Πίτερ Μπρουκ λείπεις». 

Η κ. Κουναλάκη προχώρησε σε δύο «Edit» της ανάρτησης, προσθέτοντας, κάθε φορά, και από μία κριτική για να υποστηρίξει την άποψή της. Την πρώτη, συνοδεύει το σχόλιο: «επειδή εγώ είμαι άσχετη, κακιασμένη, φιλοσημίτρια, δεξιά κ.λπ. διαβάστε μια κακή κριτική της παράστασης από κάποιον αριστερό, καλοπροαίρετο και αρμόδιο». Η κ. Κουναλάκη παραθέτει το λινκ της κριτικής του Λέανδρου Πολενάκη «Η “Ορέστεια” σήμερα» (Αυγή, 14/7/24). Τη δεύτερη, συνοδεύει το σχόλιο: «κι εδώ άλλη μια παρατήρηση για το φινάλε», όπου παρατίθεται η κριτική της Μαργαρίτας Συγγενιώτου «Μια αντίρρηση για την Ορέστεια του Τερζόπουλου» (*parallaxi, 14/7/24).

Η κ. Κουναλάκη δεν γράφει κριτική, ούτε άρθρο στην εφημερίδα. Οι αναρτήσεις στο Φέισμπουκ είναι, ενίοτε, απελευθερωτικές. Έτσι, όταν λέει αυτό το «επειδή εγώ είμαι άσχετη, κακιασμένη, φιλοσημίτρια, δεξιά κ.λπ. διαβάστε μια κακή κριτική της παράστασης από κάποιον αριστερό, καλοπροαίρετο και αρμόδιο» θίγει κάτι πολύ σημαντικό, γιατί αυτό που αποκομίζει κανείς, λιγότερο στις κριτικές στα μικρά ή μεγάλα μέσα και περισσότερο στις προσωπικές απόψεις που αναρτώνται στα ΜΚΔ είναι ότι οι συντάκτες εστιάζουν ευθέως ή πλαγίως στην περσόνα του κ. Τερζόπουλου, και ειδικά στη φίλα προσκείμενη στάση του προς τη Ρωσία του Πούτιν. Περιττό να πω ότι ελάχιστα πρέπει να μας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη στάση του κ. Τερζόπουλου αναφορικά με τις παραστάσεις του. Όταν η κ. Κουναλάκη γράφει «γελοίο πολιτικό σχόλιο στο τέλος συμπίλημα ψεκ νεοταξιτικού φιλοπαλαιστινιακού φρονήματος με τιμές μετοχών», ο αναγνώστης που δεν έχει παρακολουθήσει την παράσταση μένει να διερωτάται. 

Η κ. Συγγενιώτου, στην κριτική της, γράφει γι’ αυτό ακριβώς το τέλος: «Η αντίρρησή μου με τη σκηνοθεσία είναι ότι, όταν το δίπολο είναι αρχαϊκός κόσμος vs δημοκρατία και δεν έχεις κάνει και ως σκηνοθέτης κάτι για να το σπάσεις, το να μου δείχνεις ότι η εξέλιξη της δημοκρατίας είναι οι σφαγές στη Γάζα και οι ακραίες κοινωνικές ανισότητες που επιβάλλει η απληστία του χρηματιστηρίου, μπορεί να πάρει μια ερμηνεία σχεδόν ακροδεξιά. Με όλα τα στραβά της, η δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα που είχαμε ποτέ, το καλύτερο που υπάρχει σήμερα ή που υπήρξε ποτέ, ακόμα και στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ο κ. Πολενάκης, στη δική του κριτική γράφει: «Ο σκηνοθέτης μοιάζει να θεωρεί ότι ο εγκλεισμός των Ερινυών στα υπόγεια του Ερεχθείου και η μεταμόρφωσή τους σε Ευμενίδες συνιστά λόγο αφανισμού τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι της Δημοκρατικής Πόλεως. Το αντίθετο ακριβώς ισχύει. Ο πολιτισμός του Ορθού Λόγου στο αρχαίο Άστυ θεμελιώθηκε επάνω στο «παρά τον λόγον» της έγκλειστης Ερινύας. Είναι η Δύση που, μέσα στην αλαζονεία της ισχύος της, απέκλεισε από τον κόσμο της το «παράλογο», το «αλλόκοτο», το ανοίκειο στοιχείο, θέλοντας, σαν άλλος Πενθέας, να μεταφράσει την πραγματικότητα σε αποκλειστικά λογικές κατηγορίες.

Με μοιραίο αποτέλεσμα, μέσα από τις ρωγμές του συντεταγμένου λόγου της να ορμούν κάθε φορά οι ασύντακτες δομές της αγριότητας, καταστρέφοντας ό,τι στέκει εμπόδιο στο δρόμο τους. Το είδαμε και το ξαναείδαμε στην ιστορία αναρίθμητες φορές. Η προφητεία του Διόνυσου στον Κάδμο, στο τέλος των «Βακχών» είναι χαρακτηριστική. Λοιπόν; Η Ελληνική Τραγωδία φταίει γι’ αυτό το επαναλαμβανόμενο φιάσκο της Δύσης, ή η κακή διαχείρισή της από τους Δυτικούς;

Επάνω σε αυτές τις άστοχες δραματουργικές επιλογές στηρίχθηκε η παράσταση του Τερζόπουλου. Ότι, τάχα, η ήττα των Ερινυών από την Αθηνά και τον Απόλλωνα, έφερε στο φως την «συμφορά» της Δημοκρατίας με όλα τα επακόλουθα: πολέμους, πείνα, λοιμούς. Και ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν είχαν νικήσει οι Ερινύες. Εντάξει, είναι δικαίωμα απόλυτο του Θεόδωρου Τερζόπουλου να το πιστεύει αυτό. Αλλά δεν έχει το δικαίωμα να το τυλίγει σε καραμελόχαρτα και να το προσφέρει στον κόσμο ως καραμέλα». 

Η Όλγα Σελλά στην κριτική της «“Ορέστεια”, Αισχύλος, Τερζόπουλος, Εθνικό Θέατρο. Με ακρίβεια, αισθητική, πολιτικό σχολιασμό» (αναγνώστης, 15/7/24) επικρίνει το πολιτικό σχόλιο του τέλους αλλά εμφανίζεται θετική ως προς την υπόλοιπη παράσταση.

Παραθέτω: «Οι Ερινύες, που κρατούν τη μνήμη, τον πόνο και την αντίδραση, πηγαίνουν στα έγκατα της γης. Αλλά σ’ αυτό το σημείο βάζει τη δική  ισχυρή ανάγνωση και θέση ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Επισημαίνει την ιστορική στιγμή, αλλά αμφιβάλλει για την εφαρμογή των αποφάσεων και τη λειτουργία των θεσμών στη διάρκεια του χρόνου. Κάνει την Αθηνά του (υπέροχη Αγλαΐα Παππά) ειρωνική, δεσποτική, χειριστική, τεχνοκράτισσα σχεδόν, αποφασισμένη όλα να τακτοποιηθούν, σχεδόν απειλώντας αν δεν… Κάνει, θα μπορούσα να πω, την όψη και τον ρυθμό σ’ αυτό το μέρος της τριλογίας πιο «μεταμοντέρνα», οπωσδήποτε πιο σχολιαστικά ως προς το σήμερα. Με αποκορύφωμα την τελική πινελιά του σκηνοθέτη, αμέσως μετά το τέλος του μονολόγου της Αθηνάς, αμέσως μετά την τακτοποίηση των θεσμικών εκκρεμοτήτων, οπότε δηλώνεται ευθέως ότι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη πάσχουν, χωλαίνουν. Στη μέση της ορχήστρας είναι ένα αγόρι, μπερδεμένο μέσα σε ματωμένα σεντόνια και από τα μεγάφωνα αρχίζουν ν’ ακούγονται ήχοι βομβαρδισμών, πυροβολισμών, πολέμου, και φράσεις που αναφέρονται σε διάφορα εμπόλεμα σημεία του κόσμου, με έμφαση στη Γάζα, σε αμερικανικούς διαλόγους και «welcome».

Ανήκω σε όσους πιστεύουν ότι τα κλασικά κείμενα είναι απαραίτητο να συνομιλούν με σύγχρονες εμπειρίες και προβληματισμούς, γι’ αυτό άλλωστε είναι σπουδαία, γιατί μπορούμε μέσα από αυτά να διαβάσουμε όσα διαχρονικά απασχολούν την ανθρωπότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πιστεύω ότι αυτός ο ξεκάθαρος σύγχρονος πολιτικός σχολιασμός εντάχθηκε (και διήρκεσε αρκετά) χωρίς να συνδεθεί ομαλά με το προηγηθέν ύφος της παράστασης. Λειτούργησε απλώς σαν δήλωση, σαν τοποθέτηση, σαν κατακλείδα, σαν σύνθημα».

Επομένως, ζητάμε να κρίνουν τον Θεόδωρο Τερζόπουλο ποιοι; Οι «φιλοδυτικοί», ή οι «πουτινόφιλοι»; Μα οι κριτικοί θεάτρου, θα αντιτείνει κάποιος με αυστηρότητα. Ας μετασκευάσω λοιπόν το ερώτημα, για να καταστεί πιο περιεκτικό: σε ποια κριτική άποψη για την παράσταση του ΘΤ θα πρέπει προσδώσουμε μεγαλύτερη αξία; Ποια, με άλλα λόγια, θα θεωρηθεί πιο “έγκυρη”; Της πρώτης ή της δεύτερης κατηγορίας; Δεν είναι παράλογο ότι τελικά θα πρέπει να δώσει κανείς μεγαλύτερη αξία στην κρίση ενός «φιλοδυτικού», αν η κριτική είναι θετική και, αντιστρόφως, μεγαλύτερη αξία στην κρίση ενός «πουτινόφιλου», αν η κρίση είναι αρνητική; Γιατί, κατά βάθος, νιώθουμε πάντα –και όχι μόνο για τον ΘΤ– την ανάγκη να ζυγίζουμε την εγκυρότητα μιας κρίσης λαμβάνοντας υπόψη την ιδεολογία του υποκειμένου που τη διατυπώνει; Απαντώ: όταν νιώθουμε ότι κάποιος βάλλει ενάντια στα πιστεύω του η άποψή του χρίζεται αντικειμενική, γιατί τότε νιώθουμε ότι στην κρίση δεν έχουν εμφιλοχωρήσει παραφυάδες ιδεολογίας αλλά κάτι που όσο είναι δυνατόν –οι κρίσεις για την τέχνη ενέχουν πάντα κάτι το υποκειμενικό– προσιδιάζει τη λογική. Επισημαίνω, εδώ, ότι θέση ιδεολογίας στον αξιακό άβακα του καθενός ενέχουν και παράγοντες που άπτονται των οικονομικών και ερωτικών συμφερόντων μας – αμφότερα, επίσης, εκφάνσεις ιδεολογίας. Για να κλείσω, όποιος κρίνοντας απομειώνει δυνητικά τα ιδεολογικά, οικονομικά (ή ερωτικά) του πιστεύω, τείνει να κερδίζει σε ηθικό βάρος. Όποιος, στις προσεγγίσεις κριτικών κειμένων, δεν συνυπολογίζει τις συγκεκριμένες παραμέτρους δεν είναι ρομαντικός αλλά αφελής.