— Διαβάζω στην ΕφΣυν (10-11-9/22) τη συνέντευξη του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Τρέχουμε ανάποδα στον σωστό δρόμο» στον Δημήτρη Κανελλόπουλο και δεν μπορώ να μην διακρίνω τη στοιχειώδη σοβαρότητα του συνεντευξιαζόμενου στην ερώτηση μπανανόφλουδα: «Είναι δημοκρατική χώρα η Ελλάδα σήμερα;». «Η δημοκρατία, όπως και η ελευθερία είναι περισσότερο μια δύσκολη, απαιτητική διαδρομή προς τα εκεί, πάρα ένα σημείο που το φτάνεις και ξενοιάζεις. Το κακό είναι πως τελευταίως απομακρυνόμαστε από τις αξίες αυτές με μεγάλες ταχύτητες. Και αν, όπως λένε κάποιοι, είμαστε στο σωστό δρόμο, τον τρέχουμε σίγουρα ανάποδα». Ναι, είπα «στοιχειώδη σοβαρότητα», καθότι η μόνη αληθινά σοβαρή απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση είναι το μονολεκτικό «Ναι».
— Ειδική μνεία στην κριτική της Λίνας Πανταλέων «Από συγγραφέας, αγρότης» (Καθημερινή, 11/9/22) για το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη Τα απόνερα της Σοφίας (Εστία: 2022). Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κριτική σε αυτές τις δεκαπέντε εβδομάδες, που παρακολουθώ τις τέσσερις μεγάλες εφημερίδες, που κάποιος συντάκτης γράφει παρόμοιο κείμενο. Παραθέτω, όχι χωρίς κάποια συγκίνηση, ολόκληρη την καταληκτική παράγραφο της κ. Πανταλέων: «Στα βιβλία του Μακριδάκη το δραματικό αποβαίνει, ερήμην του, ιλαροτραγικό. Εδώ τη φαιδρότητα του ψυχοδράματος έρχεται να επισφραγίσει μια εξωφρενική έκβαση, εκ του κορωνοϊού ορμώμενη. Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα είναι αναντίρρητα η προχειρότητα του λόγου. Πολλές επαναλήψεις λέξεων μέσα στην ίδια σελίδα, αταίριαστες λόγιες εκφράσεις (κατάχρηση των ρημάτων «αφικνούμαι» και «διατελώ»), φλυαρίες, στομφώδεις μεταφορές, κραυγαλέες ασυνταξίες. Μπορεί ο αγρότης να εμβαπτίστηκε στα απόνερα της Σοφίας, αλλά λογοτεχνικά παρέμεινε αναλφάβητος. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον αν ο Μακριδάκης μετατόπιζε τη γραφή του από το δράμα στην ειρωνεία, εντοπίζοντας και αναδεικνύοντας ο ίδιος την κωμική χροιά των έργων του. Έτσι, κάθε κακοτεχνία θα αυτοακυρωνόταν εμφανιζόμενη ως εμπρόθετη». Όπως βλέπετε, όταν η κριτικός θέλει, μια χαρά μπορεί να διακρίνει σε τι ακριβώς συνίστανται τα εγχώρια λογοτεχνικά «διαμάντια». Παραθέτω και το λινκ από τη σελίδα τού «βιβλιοnet» για να μπορεί, εύκολα, να δει κάποιος τι ακριβώς έχει γραφτεί για αυτό το βιβλίο.
— Στο Βήμα, διάβασα τη συνέντευξη «Ο Διχασμός επηρέασε βαθιά την καριέρα του Βενιζέλου» που παραχώρησε ο Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ στη Λαμπρινή Κουζέλη. Είναι κρίμα που η ατυχής επιλογή τού τίτλου χαλάει μια κατά τ’ άλλα ενδιαφέρουσα συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του Σμιθ: Venizelos, The Making of a Greek Statesman, 1864-1914 (Hurst : 2021). Είναι αλήθεια δυνατόν σε μια συνέντευξη, μέρος ευρύτερου αφιερώματος στο 1922, που στο πυρήνα του βρίσκεται η τραγική κατάληξη του μικρασιατικού εγχειρήματος, να διαβάζει ο αναγνώστης έναν τέτοιο τίτλο;
Επίσης, εντύπωση –δέος μάλλον– προκαλεί ότι ο Μάρκος Καρασαρίνης επιμελήθηκε όχι ένα, ούτε δύο, αλλά έξι θέματα από τα δεκατέσσερα συνολικά του συγκεκριμένου αφιερώματος στο Βήμα. Εμφανίζεται δηλαδή ο κ. Καρασαρίνης να έχει γράψει πέντε βιβλιοπαρουσιάσεις και να έχει πάρει και μια συνέντευξη. Το αναφέρω γιατί θολώνω, στη σκέψη και μόνο τού φόρτου εργασίας που υπαινίσσονται αυτά τα νούμερα.
— Θα μείνω λίγο στο θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής γιατί διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο του Παντελή Μπουκάλα «Η “μεγάλη μετοικεσία” του 1922 και η λογοτεχνία» (Καθημερινή, 11/9/22). Ο Μπουκάλας ανάμεσα στις εμμονές του για το δημοτικό τραγούδι, και τα λαογραφικά στοιχεία, αναφέρεται στο βιβλίο της Νάσης Τουμπακάρη, Μινόρε μανές - Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη, 1900-1922 (Άγρα : 2022). Ουσιαστικά αφορμώμενος από το βιβλίο επαναδιατυπώνει το, ας το πούμε, σολωμικό (τη φράση μάς τη μεταφέρει ο Πολυλάς): «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Γράφει ο Μπουκάλας: «Η Τουμπακάρη δεν αδικεί τον πόνο των ανθρώπων. Όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους, όταν προσφυγεύουν, ανήκουν στο έθνος των προσφύγων, που πάσχει το ίδιο, από όποιον θεό κι αν προσδοκά βοήθεια, μονίμως αφανέρωτη. Ταυτόχρονα δεν αποσιωπά, με κίβδηλα εθνικά κριτήρια, την κατάπτωσή τους: όταν από πείνα για ένα κομμάτι ψωμί ή από λύσσα για εκδίκηση καταντούν θεριά, τότε τους ζωγραφίζει σαν θεριά, είτε Τσέτες είναι είτε “Γιουνάν ασκέρ”. Τουλάχιστον η ελευθερόφωνη λογοτεχνία διδάσκεται από την Ιστορία. Και τότε, μόνο τότε, γίνεται διδακτική». Νομίζω θα διαβάσω κι εγώ το βιβλίο της Τουμπακάρη.
— Σε κάτι πιο ανάλαφρο όμως, στη γνωστή «αβάσταχτη ελαφρότητα των συνεντεύξεων». Στη στήλη «Συστάσεις», «Η ζωή καθενός μπορεί να γίνει βιβλίο» στο «βιβλιοδρόμιο» (Τα Νέα, 10-11/9/22) διαβάζω το ερωτηματολόγιο που απαντάει ο συγγραφέας Ζαχαρίας Στούφης: «Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν… 1) Άκου ανθρωπάκο, του Βίλχελμ Ράιχ, 2) Τα επιπόλαια της καθημερινότητας, του Αντρέα Γαλανάκη και 3) Συνταγές αυτοκτονίας, που είναι δικό μου βιβλίο και είναι το μόνο που θα ήθελα να συμπεριληφθεί κάποια στιγμή στη διδακτέα ύλη των λυκείων». Επαναλαμβάνω κι εγώ: ο κ. Στούφης δεν θα πρότεινε και δεύτερο δικό του βιβλίο για μια βιβλιοθήκη λυκείου· «το μόνο που θα ήθελα», λέει.
— Κλείνω με ένα απόσπασμα από τη στήλη τού Ανδρέα Παππά «Γλωσσίδια», και πάλι στο «βιβλιοδρόμιο» (Τα Νέα, 10-11/9/22). «Όλοι έχουμε ακούσει το “άχθος αρούρης”, για κάποιον που είναι άχρηστος, ανεπρόκοπος, κοπρίτης, “βάρος”. Ποιο είναι, όμως, το αντίθετό του, για τον χρήσιμο, τον δραστήριο, τον προκομμένο; Ούθαρ αρούρης (πρώτη έννοια: εύφορη, γόνιμη γη)».