Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last weekend (17-18/9/22)

— Στο Βήμα, στην ενότητα «Πολιτισμός» (18/9/22) διαβάζω το «editorial» τής Μαργαρίτας Σφέτσα. Αναφέρεται στην Ειρήνη Παπά «που αγαπούσε πάρα πολύ τη Ρώμη». Αφού λέει διάφορα για την «Αιώνια Πόλη», «Η Όντρεϊ Χέπμπορν και ο Γκρέγκορι Πεκ στα διαλείμματα της εμβληματικής ταινίας “Διακοπές στη Ρώμη” διασκέδαζαν αφάνταστα σε cafe και μπαράκια», περνάει σε άλλες Ελληνίδες που «[...] έγιναν τόσο διάσημες και αναγνωρίσιμες στο εξωτερικό όσο εκείνη». Αναφέρει τη Μαρία Κάλλας και την Κατίνα Παξινού. Μετά, περνάει στους θανάτους των διασήμων τής προηγούμενης εβδομάδας: Γκοντάρ, Καζάκος, αναφέρει βέβαια και τον Δημήτρη Παντερμαλή. «Όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι χάθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο», γράφει για να μας ενημερώσει ότι μπορούμε να διαβάσουμε τα αφιερώματα για τη ζωή τους που ακολουθούν. Στο τέλος του εντιτόριαλ ξαναπιάνει την Ειρήνη Παπά, αναφέρει ρόλους: την «Ηλέκτρα», τη χήρα στον «Ζορμπά», έναν ρόλο στο «Ζ», την «Μπουμπουλίνα», τη συμμετοχή της στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι». Και στο τέλος διαβάζουμε: «[…] τη θυμάμαι στις βόλτες της όταν ήταν στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσε βράδυ κυρίως, στο Κολωνάκι, (ο στενός φίλος της Δημήτρης Βορίλας είχε ένα bar εκεί) και στο ιστορικό κέντρο. Αγαπούσε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπου είχε σπίτι ο επίσης καλός της φίλος Βαγγέλης Παπαθανασίου». Μέχρι εδώ, ο αναγνώστης απλώς χαμογελάει άβολα με τη σεναριακή δραματοποίηση της ζωής της ηθοποιού. Η τελευταία πρόταση όμως του εντιτόριαλ στην ενότητα «Πολιτισμός» –επαναλαμβάνω–, είναι που έρχεται να μας αφυπνίσει από τον δογματικό μας λήθαργο: «Η ίδια είχε, σύμφωνα με πληροφορίες, κάνει αρκετές αγορές σπιτιών στο Κολωνάκι και στο ιστορικό κέντρο».    

— Θα παραμείνω στο Βήμα, στην ίδια ενότητα («Πολιτισμός» 18/9/22), στη συνέντευξη, «Πέρασα υπέροχα στην Ελλάδα», που παραχώρησε ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στον Γιάννη Ζουμπουλάκη. Υπάρχουν δύο σημεία που χρήζουν σχολιασμού. Το πρώτο έρχεται με την ερώτηση «Γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε τα «Εγκλήματα του μέλλοντος» στην Αθήνα, ενώ δεν κάνατε πολλές λήψεις, και αυτές που κάνατε δεν έχουν σχέση με την «τουριστική» εικόνα που συνήθως παρουσιάζουν οι ξένες παραγωγές που γυρίζονται στην Ελλάδα;». Ο Κρόνενμπεργκ απαντάει χωρίς περιστροφές ότι ο πρώτος λόγος ήταν τα χρήματα. Η Ελληνική κυβέρνηση προσφέρει σημαντικά κίνητρα για τις εταιρίες παραγωγής. Ο δεύτερος λόγος όμως, και εδώ γίνεται ενδιαφέρουσα η συζήτηση, αφορούσε το δημιουργικό του όραμα: «Είδα ότι η Αθήνα μπορούσε να μου δώσει και την ατμόσφαιρα που ήθελα». Ο Καναδός σκηνοθέτης ορίζει τα συστατικά της ατμόσφαιρας: «Η Μεσόγειος, η θάλασσα, ελαχίστως βέβαια [...] τα γκραφίτι στους τοίχους· αυτός ο συνδυασμός της παρακμής και του καινούργιου, αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που ξεκίνησε αν δεν κάνω λάθος, το 2008. Πολυτελή εστιατόρια δίπλα σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα [...] όλα αυτά με βοήθησαν να δημιουργήσω την ατμόσφαιρα ενός ανορθόδοξου, μυστηριώδους κόσμου τον οποίο, ωστόσο, θεωρώ ότι νιώθεις αληθινό». Σας παρέθεσα σχεδόν ολόκληρη την απάντηση του σκηνοθέτη γιατί διάβασα σε κριτικές της ταινίας ότι «[...] η χώρα μας είναι ελάχιστα αναγνωρίσιμη –πέρα από κάποιες πινακίδες στα ελληνικά– σε αυτή» (Αιμίλιος Χαρμπής, Καθημερινή, 8/8/22). Εγώ λοιπόν που παρακολούθησα την ταινία θα σας πω ότι η χώρα μας, η Αθήνα συγκεκριμένα, είναι πλήρως αναγνωρίσιμη. Ο κ. Χαρμπής βέβαια, πιθανώς, όταν λέει «αναγνωρίσιμη» έχει κάποια άλλη εικόνα που βρίσκεται ίσως πιο κοντά στα δημιουργήματα του Όμηρου Ευστρατιάδη από όσο ίσως συνειδητοποιεί. Μια εικόνα που συντηρούν οι βορειοευρωπαίοι τουρίστες ή και διάφοροι ιθαγενείς, που ίσως εξακολουθούν να θέλουν να βλέπουν στην Ελλάδα μόνο παραλίες, τσολιαδάκια, και Ακρόπολη. Όχι ότι αυτή η Ελλάδα δεν υπάρχει αλλά συνιστά παραλογισμό να υπονοεί κάποιος, εν έτει 2022, την καραμέλα «Zorba The Greek» όταν καταφανώς η Ελλάδα και η Αθήνα, αν δεν ήταν πάντα, είναι, χρόνια τώρα, κάτι άλλο. Ο «ανορθόδοξος, μυστηριώδης κόσμος» που αναφέρει ο Κρόνενμπεργκ για την ταινία του είναι ακριβώς ο κόσμος που βλέπει όποιος περιδιαβαίνει τους δρόμους της Αθήνας, αλλά και της επαρχίας, στην καθημερινότητά του. Και αυτή είναι μία από τις αρετές της ταινίας: ωθεί τον θεατή, ειδικά τον Έλληνα θεατή, να συνειδητοποιήσει πόσο μεταιχμιακή –που στέκει ανάμεσα στο «γραφικό» και το «δυστοπικό»– είναι αυτή η χώρα. 

— Το δεύτερο σημείο της συνέντευξης που θέλω να σχολιάσω έχει να κάνει με τον ίδιο τον σκηνοθέτη γιατί ο Κρόνενμπεργκ διαθέτει αυτή τη συνέπεια προς εαυτόν που συναντάει κάποιος μόνο σε μεγάλους καλλιτέχνες. Σε αντίθεση με αυτούς που πιστεύουν σε πομφολυγώδεις, εκ του μηδενός, δημιουργίες, που φέρνουν περισσότερο προς μετεφηβικές χίμαιρες, πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης επινοεί διαρκώς νέους τρόπους να προσεγγίζει και να ερμηνεύει ξανά παλιές ιδέες. Έτσι, όταν ο κ. Ζουμπουλάκης ρωτάει τον Κρόνενμπεργκ για την ιδέα που έχει προκύψει να προσφέρει πέτρες από τα νεφρά του «[...] προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως Τέχνη Μη Εναλλάξιμων Κρυπτοπαραστατικών (Non Fungible Token / NFT)» ο Κρόνενμπεργκ αναφέρει πως, όταν του ζήτησε ο γιατρός του να αναλύσει τις πέτρες, συνειδητοποίησε ότι «[...] οι πέτρες των νεφρών μου είναι πολύ όμορφες για να καταστραφούν. Σε τελική ανάλυση, μου είναι μια ύλη αρκετά οικεία· προέρχεται από το εσωτερικό του σώματός μου. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο δεν γίνονται διαγωνισμοί ομορφιάς για το εσωτερικό των σωμάτων. Η πιο όμορφη σπλήνα, το καλύτερο νεφρό κ.ο.κ.» (δική μου υπογράμμιση), λέει ο Κρόνενμπεργκ χρησιμοποιώντας ακριβώς τα λόγια του ήρωά του (που ενσαρκώνει ο Τζέρεμι Άιρονς) (βλ. φωτό) στο Dead Ringers (1988). Δεν έχει σημασία που ο κ. Ζουμπουλάκης δεν θυμόταν αυτή τη λεπτομέρεια – δεν έχουμε εξάλλου όλοι τις ίδιες εμμονές. Η φωτογραφία είναι ακριβώς από αυτό το σημείο· σημείο που παραπλανά καθότι αποπροσανατολίζει τον θεατή/αναγνώστη να διαβάσει αυτό το «inner beauty» μόνο μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, όπως το εννοεί ο σκηνοθέτης. Και αυτή είναι μια μανιέρα του Κρόνενμπεργκ που ξεκλειδώνει ερμηνευτικά και την ιδέα του, καθότι επιθυμεί να σκιαγραφήσει την απτή υπόσταση των συναισθημάτων, του εσωτερικού κόσμου, πρωτίστως κυριολεκτικά, σαν να συνιστούν όργανα, και μόνο δευτερευόντως μεταφορικά/συμβολικά. Το τέλος τού Dead Ringers, με την εγχείρηση που αποπειράται ο ένας αδελφός για τη συναισθηματική αποκόλληση από τον δίδυμό του δείχνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την αληθινή υπόσταση του εσωτερικού κόσμου. Τη συνθήκη αυτή, ο Κρόνενμπεργκ, την εισάγει παραλλαγμένη και επεξεργασμένη κάπως διαφορετικά και στην τελευταία του ταινία. Μια συνθήκη που καθιστά το έργο του όχι απλώς πιο οξυδερκές, αλλά και εκθετικά πιο τρομακτικό. 

Dead Ringers, 1988

— Αν και η στήλη έχει δυσανεξία σε κάθε μορφή νοσταλγίας, και ασπάζεται αναφανδόν τη θέση διάσημου τηλεοπτικού χαρακτήρα που διατείνεται ότι «το 'Θυμάσαι τότε' συνιστά συζήτηση της κατώτατης υποστάθμης» («'Remember when'» is the lowest form of conversation), θα ενδώσω και θα σας μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το: «Το CD πέθανε, ζήτω το CD!» (Καθημερινή 18/8/22) του Δημήτρη Καραΐσκου. «Ένας πιτσιρικάς του σήμερα δεν ξέρει τι σημαίνει να μπεις στη διαδικασία να φύγεις από το σπίτι σου για να πάρεις το λεωφορείο, να κατέβεις στο κέντρο της πόλης, να μπεις σε ένα δισκοπωλείο, να ρωτήσεις τους υπαλλήλους τι δίσκο να πάρεις, να τον ακούσεις σύντομα στα ακουστικά και να περιμένεις με ανυπομονησία να πας σπίτι σου να τον ακούσεις με ησυχία», λέει ο Κωνσταντίνος Ζουγανέλης.