«Αν περιμένεις αρκετά στην όχθη του ποταμού, θα δεις τα πτώματα των εχθρών σου να περνούν επιπλέοντας από μπροστά σου».
— Σουν Τζου, Η Τέχνη του Πολέμου.
Αυτό το ΣΚ τα ένθετα πολιτισμού περιείχαν και τρία κείμενα για τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Δύο στην Καθημερινή και ένα στο Βήμα· κείμενα που εικάζω σταχυολογούν σχόλια γνωστών, φίλων, και συνεργατών της που κλήθηκαν να πουν δυο λόγια – αν και το κείμενο της Μαρίας Κατσουνάκη «Το «κάτι» που μένει» αναπαράγει αποσπάσματα από περσινή συνέντευξη της Λαμπράκη-Πλάκα που δεν την τιμούν ιδιαιτέρως – δεν θα το σχολιάσω αυτό. Εγώ, που δεν γνωρίζω απολύτως τίποτα για τη ζωή και το έργο της εκλιπούσας, θα σας πω ότι τα κείμενα που διάβασα δεν φανερώνουν σε κανένα σημείο ότι κάποιος μπήκε στον κόπο να σκεφτεί και να γράψει, γιατί έτσι θα το ένιωθε, κάτι που να ξεπερνάει ένα τυπικό ευχολόγιο για την περίσταση (εξαίρεση ίσως η περίπτωση της ζωγράφου Ειρήνης Ηλιοπούλου στην Καθημερινή). Τα κείμενα φαίνονται να διέπονται από τα λόγια ανθρώπων που είτε ανταποδίδουν χάρη ή εκτελούν στο ακέραιο το καθήκον που υπαγορεύει ο θεσμικός ρόλος τους. Γενικότητες για τα χρόνια της στην ΑΣΚΤ, για το ταλέντο της, γενικότητες για τη σιδερένια πυγμή τής «κόρης του σιδηρουργού», όπως μαθαίνουμε ότι ήθελε να τη θυμούνται. Πώς να σας το πω; Ο θάνατος της ψηφιακής Μάνιας Τέκου έβγαλε μεγαλύτερη συγκίνηση και πιο ευφάνταστα σχόλια από αυτά που έβγαλε ο θάνατος ενός προσώπου/θεσμού που έμεινε στο τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης για τριάντα χρόνια. Ίσως βέβαια εκεί να εντοπίζεται το πρόβλημα. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με τον τρόπο της και τη θητεία της, αμφισβήτησε το «ars longa, vita brevis», και αυτό, επειδή εισήλθε και στα ύδατα της τέχνης του πολέμου, ενόχλησε.
Το ΣΚ που μας πέρασε έκανε την εμφάνισή του στην Εφ.Συν. ένα κείμενο με προτάσεις παιδικών/εφηβικών βιβλίων για το καλοκαίρι. Το ανέλαβε η Ελένη Σβορώνου, περιελάμβανε σαράντα τίτλους (εγώ μέτρησα 38), και τίποτα δεν με έκανε να καταλάβω αν είχε διαβάσει κάποιο από αυτά τα βιβλία. Κατά πάσα πιθανότητα θα είχε διαβάσει κάποια, αλλά οι ολιγόγραμμες περιλήψεις –έπρεπε εξάλλου σε επτά σελίδες να χωρέσουν τόσοι τίτλοι– σχεδόν απέκλεισαν την πιθανότητα σχολίων ουσίας. Ενημερωτικά αναφέρω ότι επί συνόλου τριάντα οκτώ (38) βιβλίων τα είκοσι οκτώ (28) αφορούσαν μεταφρασμένα και τα υπόλοιπα έντεκα (11) εγχώριων συγγραφέων.
Στην Καθημερινή διάβασα ένα ωραίο κείμενο της Ελένης Καραμαγκιώλη για το Η Επιλογή της Σόφι του William Styron (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, Ποταμός 2021). Όπως διάβασα και την κριτική της Λίνας Πανταλέων για το νέο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, Νέα Σελήνη, Ημέρα Πρώτη (Εστία 2022). Το κείμενο, παρότι σφιχτό και καλογραμμένο, μου άφησε την αίσθηση μιας επανάληψης, μια αίσθηση του πλήρως αναμενόμενου. Ίσως επειδή η Πανταλέων προσφέρει τελικά εκλεπτυσμένο σχολιασμό πάνω σε μια χαρακτηριστική θεματική του συγγραφέα. Γράφει εξάλλου: «Και το σημαντικό εδώ, αν όχι σε ολόκληρο το έργο του Βαλτινού, είναι η εξωφρενική συνύπαρξη ομορφιάς και ολέθρου».
Στην Εφ.Συν. σημειώνω την περίπτωση του “κριτικού” κειμένου του Παναγιώτη Νούτσου για το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Μια καριέρα - Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη (Νήσος 2022). Το συγκεκριμένο βιβλίο μού έχει κινήσει την περιέργεια και έτσι ξεκίνησα να διαβάζω με αυξημένο ενδιαφέρον. Ο κ. Νούτσος όμως αντί να μιλήσει για το συγκεκριμένο βιβλίο προτίμησε να μας μεταφέρει σημειώσεις του πάνω σε δικά του βιβλία. Σημειώσεις, που, εικάζω, πίστεψε ότι συνιστούν έμμεσο σχολιασμό πάνω στο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά. Το αποτέλεσμα ήταν επιεικώς κωμικό: έτσι, διαβάζουμε «Προς την «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» (2020) [βιβλίο του Νούτσου] [...] τι υποσχέθηκε στην Άρτα (σ. 180), ποια θα είναι τα «Δημόσια σχολεία» (σ. 262), από την «Cacotopia»/«Kakotopia» προκύπτει ένας «κακοκίντυνος» (σ. 350), τι δεν ξέρει για τον M. Weber ως προς το «μονοπώλιο της βίας που ασκεί το κράτος» (σ. 352 βλ. και 394), στο Davos και το «World Economic Forum» σ. 397)». Πιστεύει άραγε ο κύριος Νούτσος ότι διαβάζουμε εφημερίδα με τα βιβλία του υπό μάλης;
Στο Βήμα διάβασα επίσης το κείμενο του Αναστάση Βιστωνίτη για το Χρυσό παιδί (μτφρ. Δ. Μαύρος, Gutenberg 2022) της πρωτοεμφανιζόμενης Κλερ Άνταμ. Είναι κρίμα να φροντίζει ο κ. Δαρδανός να στέλνει τα βιβλία του προς αξιολόγηση και να εισπράττει σε κυριακάτικο φύλλο μια περίληψη της υπόθεσης διανθισμένη με προτάσεις όπως: «Ο Κλάιντ δεν είναι άκαρδος αλλά ένα τραγικό πρόσωπο, ένας πατέρας που στο τέλος θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στους δυο γιους του. Κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί στη θέση του» ή «Το Χρυσό παιδί είναι ένα μυθιστόρημα για την αγάπη, τη θυσία, την προδοσία, τη διαφθορά και το έγκλημα. Ένα βιβλίο που αναδεικνύει επιπλέον τη δύναμη και τις αντιφάσεις της οικογένειας. Και την αξία της μόρφωσης ως μέσου για την ατομική και την κοινωνική καταξίωση, όταν όμως αυτή συνοδεύεται και από ένα βαθύ αίσθημα ζωής, ακόμη και στην περίπτωση που οι συμπτώσεις ή το πεπρωμένο δείχνουν να το ακυρώνουν». Στο τέλος του κειμένου ο κ. Βιστωνίτης μάς ρίχνει τη χαριστική βολή «Από το Τρινιντάντ προέρχεται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα, ο Β. Σ. Νάιπολ (1932-2018) – βραβείο Νόμπελ 2001–, το έργο του οποίου δεν προσέχθηκε όσο θα έπρεπε στη χώρα μας. Το αν θα τον διαδεχθεί η Κλερ Άνταμ μένει να αποδειχθεί».
Στις «νησίδες» της Εφ.Συν. διάβασα όμως και μια εξαιρετική συνέντευξη του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο στη Μικέλα Χαρτουλάρη με αφορμή το Αλλά Ρύσαι Ημάς από του Πονηρού (μτφρ. Κ. Αθανασίου, Καστανιώτης 2022). Ο συγγραφέας μιλάει για το μυθιστόρημά του και ακουμπάει κομβικά σημεία για τη δύναμη της μυθοπλασίας –«όπλο που δύναται να αποδειχθεί ισχυρότερο και από δημοσιογραφικές έρευνες»– όταν αυτή καταπιάνεται με το αποτρόπαιο. Αναφέρεται τόσο στις σιωπές που απαραίτητα πρέπει να χαρακτηρίζουν ένα έργο που πραγματεύεται κακοποιήσεις ανηλίκων, αλλά και στη δύναμη της μυθοπλασίας να βάζει τον αναγνώστη στη θέση κάποιου άλλου, ειδικά όταν ο άλλος είναι ένας θεμελιακά κακός χαρακτήρας, γιατί μόνο η μυθοπλασία σε αφήνει να δεις ότι αυτός ο κακός δεν είναι «εξωγήινος αλλά ένας άνθρωπος σαν εσένα». «Όλο μου το έργο αυτό προσπαθεί να καταδείξει: ότι ο καθένας και η καθεμιά μας θα μπορούσε να είναι ένα τέρας. Το ίδιο κι εγώ», λέει ο συγγραφέας. Ο Ρονκαλιόλο αναφέρεται όμως και σε κάτι άλλο: «Είναι πολύ δύσκολο για εμάς τους συγγραφείς να εξηγήσουμε ότι εξερευνούμε τα όρια μιας πληροφορίας προκειμένου να αναζητήσουμε μια βαθύτερη πραγματικότητα. Είναι περίπου παράνομο» λέει χαρακτηριστικά καθώς σχολιάζει το σύνηθες γεγονός να θίγονται κάποιοι όταν συνειδητοποιούν ότι κάποιες καταστάσεις σε ένα μυθιστόρημα ενώ εδράζονται σε πραγματικά γεγονότα δεν παραμένουν πιστές –οι καταστάσεις– στην πραγματικότητα. Αυτό που υπαινίσσεται εδώ ο Ρονκαλιόλο είναι ότι η μυθοπλασία συνιστά εκτός των άλλων και έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο στοχασμού, που, σκοπίμως, δύναται να μην ακολουθεί πάντα το ξυράφι του Όκαμ. Η μυθοπλασία κατανοεί ότι η απλούστερη και συντομοτέρα οδός προς κάποια αλήθεια δεν είναι πάντα ο ενδεδειγμένος τρόπος για να καταστεί ο αναγνώστης κοινωνός αυτής της πραγματικότητας. Εναπόκειται λοιπόν στον συγγραφέα να επινοήσει τον συλλογισμό προκειμένου να αναζητήσει αυτή τη βαθύτερη πραγματικοτητα που έχει στο νου του· και αυτό είναι περίπου παράνομο γιατί φέρνει ουκ ολίγες καταστάσεις στις αληθινές, άβολες διαστάσεις τους.
Για δεύτερη εβδομάδα, το ένθετο της Εφ.Συν. περιέχει και ένα διήγημα· την προηγούμενη εβδομάδα από τον Αλέξη Πανσέληνο, αυτή από τον Ιάκωβο Ανυφαντάκη. Θα τα παρακολουθήσω όλα, αλλά μέχρι στιγμής τα δύο πρώτα δεν έχουν να επιδείξουν κάτι άξιο αναφοράς πέρα από την εξής απορία: γιατί άραγε βραβευμένοι συγγραφείς, εν γνώσει τους, αφήνονται και ενδίδουν σε κάτι τόσο πρόχειρο; Δεν μπορώ να φανταστώ ότι εισπράττουν κάποιο άξιο λόγου χρηματικό ποσό. Τι συναδελφικοί δεσμοί αλληλοεξυπηρέτησης να κρύβονται άραγε ανάμεσα στους συγγραφείς και τον Μισέλ Φάις –που εκτελεί χρέη επιμελητή της ενότητας– ώστε να κρίνουν οι δημιουργοί ότι αξίζει να συμμετάσχουν σε κάτι τέτοιο; Αφήνω τις πιθανές απαντήσεις στις κριτικές ικανότητες των αναγνωστών. Δεν θα μείνω όμως εδώ· θα σχολιάσω και την εναλλακτική. Το άλλο μεγάλο ένθετο του ΣΚ της Καθημερινής («τέχνες & γράμματα») εφαρμόζει κατά την άποψή μου μια πολύ καλύτερη τακτική για να χαρίσει στο κοινό αυτή την πολυπόθητη φλοίδα μυθοπλασίας. Αντί να προσφέρει στους αναγνώστες κείμενα μυθοπλασίας που θα φέρουν τον τίτλο «διήγημα», περιέχει τη στήλη του Ηλία Μαγκλίνη «ο Κύριος Γκρι» – ένα είδος flash fiction. Και λέω «είδος» γιατί η στήλη, εκτός από την ευσύνοπτη μορφή της βρίσκει και μια ζηλευτή ισορροπία ανάμεσα στην επικαιρότητα και τη μυθοπλασία. Γιατί τελικά τα κατά παραγγελία διηγήματα –και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους («μια θερινή εμπειρία στο εδώ και τώρα», γράφει ο Μισέλ Φάις στον πρόλογο της ενότητας που αναφέρομαι)– εκεί αποτυγχάνουν: φαντάζουν άλλοτε βεβιασμένες βινιέτες που εγκιβωτίζουν στοιχεία της επικαιρότητας, ή, –αν δεν είναι τόσο σφιχτά οριοθετημένα– κατασκευάσματα εντελώς αποκομμένα από την καθημερινότητα, που πασχίζουν να γραπωθούν στην ύλη του ένθετου.
Το καλύτερο κείμενο των ένθετων του ΣΚ «Οι μύθοι και ο πόλεμος για το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»» («Βιβλιοδρόμιο» 18-19/6) στα Νέα ανήκει στον Μιχαήλ Πασχάλη για το Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο από τον Αλ. Πάλλη (Π.Ε.Κ. 2022) του Χρήστου Καρβούνη. Κείμενο μεστό, όσο πρέπει ανάλαφρο και όσο πρέπει στιβαρό, πλήρως κατατοπιστικό για το βιβλίο με το οποίο καταπιάνεται. Επίσης στο ένθετο «Πρόσωπα» πάλι από Τα Νέα διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο του Βασίλη Δρόλια «Ντίκενς εναντίον Netflix» όπου ο Δρόλιας παραλληλίζει τον κλασικό Ντίκενς με γνωστές σειρές όπως το «Better Call Saul» και «Ozark» και αποπειράται μια απάντηση στην ερώτηση «Για ποιο λόγο να διαβάσουμε σήμερα αυτό που λέμε κλασική λογοτεχνία;».