Απ' όλους τους κομφορμισμούς, ο κομφορμισμός του μη-κομφορμισμού είναι σήμερα ο πιο υποκριτικός και ο πιο διαδεδομένος.
— Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς - Μπεατρίς Μπερλοβίτς, Κάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λ. Τσιριμώκου, Πόλις 2021.
— «Η αβάσταχτη ελαφρότητα των συνεντεύξεων» είναι μια εν υπνώσει στήλη που προς το παρόν ενδημεί σε αυτό το εβδομαδιαίο δελτίο. Η συνέντευξη, ειδολογικά, είναι πάντα, για τον συνεντευξιαζόμενο καλλιτέχνη μια εν δυνάμει παγίδα. Πιθανώς γι' αυτό ο πολύς Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ δεν καταδέχτηκε ποτέ να δώσει αυθεντική συνέντευξη. Οι απαντήσεις του ήταν πάντοτε με φρόνηση κατασκευασμένες από εκείνον (ή τη Βέρα), σε ερωτήσεις που είχε φροντίσει να του υποβάλλει εκ των προτέρων ο συνεντευξιάζων. Βλέπετε, ο Ναμπόκοφ είχε συνειδητοποιήσει ότι η έννοια της πραγματικότητας είναι για τον δημιουργό μια έννοια σχετική και ιδιαιτέρως πολύτιμη, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να εγκαταλείπεται στην τύχη και στο θυμικό της στιγμής. Κι αυτά βέβαια αφορούσαν το παρελθόν· ένα παρελθόν που δεν έβριθε διόδων προβολής όπως στις μέρες μας, γιατί στις μέρες μας ο δημιουργός μπορεί να καταβυθίζεται σε ασκαρδαμυκτί θεάσεις όχι κάποιας αβύσσου –έχει πλέον μετασχηματιστεί και η ίδια η άβυσσος–, αλλά του εγώ του – του ανδριάντα του. Ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια και γενικά η αθωότητα του καλλιτέχνη διακρίνονται και αξιολογούνται, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να διακρίνονται και να αξιολογούνται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από αυτό των συνεντεύξεων αλλά η συνέντευξη έχει αναχθεί, για εμπορικούς λόγους σε τόσο μεγάλο καρότο για τον δημιουργό και τους περί αυτόν εμπλεκόμενους που αποτελεί τελικά πειστήριο ποικίλων ανομημάτων. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι φτασμένοι δημιουργοί δεν διακρίνουν ότι ο δημιουργικός εαυτός τους, που παράγει το εκάστοτε έργο τους, δεν ταυτίζεται με τον άλλο εαυτό, που παίρνει με κάθε ευκαιρία τον λόγο και μιλάει για αυτό· και όχι μόνο δεν διακρίνουν τη μη ταύτιση αλλά αφήνονται και πέφτουν με περισσή προθυμία στην παγίδα. Ποια παγίδα; Μα να κοιτάξουν το είδωλό τους και να χαθούν μέσα στη σαγήνη του, γιατί πλέον, σήμερα, αυτό συνιστά την πάλαι ποτέ άβυσσο: το κάτοπτρο· το με ηδυπάθεια και αμέριστο θαυμασμό βλέμμα προς εαυτόν.
Στο δια ταύτα: παραχωρεί συνέντευξη στη Μαρία Κατσουνάκη, στην Καθημερινή (3/07/22), ο Γκίντιον Μέντελ. Ο Μέντελ είναι ένας πολυβραβευμένος φωτογράφος που χαίρει εκτίμησης τόσο για το έργο του όσο και για τον ακτιβισμό του (βλ. «Drowning World» και «Burning World»). Εξάλλου, όποιο βιογραφικό του και να κοιτάξει κανείς θα δει να αναφέρει ότι έργα του δεν κοσμούν μόνο σελίδες εντύπων ευρείας κυκλοφορίας αλλά φιγουράρουν και σε διαμαρτυρίες γεγονός που, μεταξύ άλλων, υποδηλώνει ότι ο φωτογράφος έχει καταφέρει να γίνει ευρέως αποδεκτός. Στάθηκα στη συνέντευξη γιατί μου κινούν το ενδιαφέρον οι καλλιτέχνες που καταπιάνονται με τον ανθρώπινο πόνο. «Φωτογραφίες έργα τέχνης, με θέμα μεγάλες καταστροφές. Αντιφατικό;» φαίνεται να ρωτάει η κ. Κατσουνάκη και ο Μέντελ απαντάει «Εάν θέλεις να προσελκύσεις την προσοχή του θεατή, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι αναγκαίο για να “δεσμεύσεις” το βλέμμα του». Το συγκεκριμένο θέμα είναι πολύ ευαίσθητο και χρήζει πολλών διακρίσεων και διευκρινίσεων (βλ., για παράδειγμα, εδώ). Η συγκεκριμένη απάντηση αφήνει ίσως μια υπόνοια ότι ο φωτογράφος έχει σκεφτεί κάποια πράγματα. Η άποψή μου αυτή ενισχύεται και από τη συνέχεια, όπου ο Μέντελ θέτει μια ερώτηση στον εαυτό του που ακουμπά σε αυτά που αναφέρω στην εισαγωγή: «Είναι βέβαια ένα από τα άβολα, αναπάντητα ερωτήματα που με απασχολούν: πώς κάνω τέχνη και ζω από αυτήν, μέσα από την καταστροφή;» Αλλά η απάντηση στο ερώτημα αυτό που κλίνει προς την πλευρά του ακτιβισμού του Μέντελ τον βάζει στη λάθος ατραπό και έτσι ακυρώνει μόνος του τα όποια δόκιμα σχόλιά του αλλά και το ίδιο το έργο του. Προσέξτε πώς κλείνει τη συνέντευξη: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αντικειμενικό παρατηρητή - δημοσιογράφο. Είμαι παρτιζάνος. Όλοι θέλουμε να μας θεωρούν “ανήσυχους” φωτογράφους. Πόσοι δηλώνουν ότι “ασχολούνται με κοινωνικά θέματα” ή ότι “θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο”. Ανοησίες. Υπάρχει πολύ ναρκισσισμός μασκαρεμένος σε καλές προθέσεις. Η δουλειά μου δημοσιεύεται σε εφημερίδες και περιοδικά, εκτίθεται σε γκαλερί και μουσεία, αλλά νιώθω πιο υπερήφανος όταν επιδεικνύεται σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Όταν βλέπω εκεί τις φωτογραφίες μου, είναι για μένα η μεγαλύτερη καταξίωση». Ο Μέντελ όχι μόνο απολαμβάνει τον μικροαστισμό του μηχανισμού των εύπορων ΜΚΟ, που τον έχουν αναδείξει στον πετυχημένο φωτογράφο που είναι –πώς αλλιώς εξάλλου θα είχε γίνει τόσο γνωστός ώστε να φιγουράρει η δουλειά του σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες;–, αλλά ακκίζεται καθώς δηλώνει «παρτιζάνος», περιθωριακός — ο ίδιος, για τον εαυτό του! Απόστρεψε, καλέ μου άνθρωπε, το βλέμμα σου για λίγο από τον καθρέφτη και άφησε το έργο σου να μιλήσει.
— Ας παραμείνω στο ίδιο χώρο, διαβάζω τον τίτλο μιας συνέντευξης που παραχώρησε η Κάτια Δανδουλάκη στη Μυρτώ Λοβέρδου στο Βήμα (3/7/22) για το νέο έργο της: «Δεν θέλω να χάνω χρόνο πια», μας λέει η κ. Δανδουλάκη και κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του και τον χρόνο του γνωρίζει, από τη δήλωση αυτή και μόνο, ότι θα απωλέσει αμφότερα –αυτοσεβασμό και χρόνο– αν διαβάσει τη συνέντευξή της.
— Στο πολύφερνο μέτωπο των κριτικών κειμένων τώρα έχουμε κάτι πρωτοφανές. Μετά από σχεδόν δέκα κείμενα που εξήραν τις αρετές τού Πάπυρος: Η περιπέτεια του βιβλίου από την αρχαιότητα ως σήμερα της Ιρένε Βαγέχο (μτφρ. Κλ. Ελαιοτριβιάρη, Μεταίχμιο 2022) εμφανίστηκε κάποιος να πει και δυο κουβέντες που αναφέρονται σε μερικές αδυναμίες του! Γράφει λοιπόν ο Βασίλης Κάλφας στην Εφ.Συν. (2-3/7) στο «Η περιπέτεια του κόσμου, η περιπέτεια του βιβλίου» μερικά εντελώς προφανή πράγματα: «Θα αγοράζατε ένα βιβλίο που στο εξώφυλλό του υπάρχει η προμετωπίδα Διεθνές Μπεστ Σέλερ; Εγώ θα το απέφευγα, αν η φήμη του δεν είχε φτάσει στ’ αυτιά μου από άλλους δρόμους. Όχι ότι το βιβλίο της Βαγέχο δεν είναι πράγματι ένα διεθνές μπεστ σέλερ. [...] Όταν όμως το αντικείμενό του είναι η ίδια η περιπέτεια του βιβλίου, η διαφημιστική προώθηση μπορεί να εκληφθεί και ως αυτοαναίρεση». Ο Κάλφας αξιολογεί και το ύφος με το οποίο είναι γραμμένο το βιβλίο «Και επιλέγει να το γράψει με έναν ιδιάζοντα τρόπο, που και αυτός είναι κατά κάποιο τρόπο σύμπτωμα της πρόσφατης «περιπέτειας των βιβλίων». Εντοπίζει όμως και κάποια προβλήματα: «Με τη μυθοπλασία, τις σπάνιες φορές που τη χρησιμοποιεί δεν τα πάει πολύ καλά – οι πρώτες σελίδες του βιβλίου, που η ίδια δηλώνει ότι τη βασάνισαν πολύ, είναι μάλλον από τις χειρότερες του βιβλίου. Ούτε ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ τη διακρίνει». Θα μπορούσε φυσικά ο κ. Κάλφας –καθηγητής φιλοσοφίας είναι εξάλλου– να μας δώσει και κάποιο επιχείρημα, ή έστω μερικά παραδείγματα, ώστε να ενισχύσει τη θέση του αλλά ας μην τα θέλω όλα δικά μου. Υπάρχουν εξάλλου πάντα και περιορισμοί στη έκταση των κειμένων, ειδικά στις εφημερίδες. Εγώ από αυτό το σημείωμα κρατάω ότι τα επικριτικά σημεία δεν κάνουν τον συντάκτη του να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο δεν έχει αρετές. Το κείμενο συνολικά είναι ιδιαιτέρως θετικό για το βιβλίο· θετικό και κυρίως πιο κριτικό από τον χυλό που διαβάζουμε κάθε βδομάδα.