«Στο τραπέζι όπου τώρα καθόμαστε έχουν μείνει μερικές cartes-visite με τυπωμένη τη χειρόγραφη φράση: “Δεν φιλοτεχνώ πλέον προσωπογραφίες”».
— Είναι χαριτωμένη αυτή η απόπειρα να κοιτάξουμε τον καλλιτέχνη από την κλειδαρότρυπα· εντελώς λανθασμένη ως τακτική, και πώς να το εξηγήσει κάποιος αυτό; Τι θα έκαναν όμως τα μουσεία και οι κάθε λογής επιμελητές αν εξοβέλιζαν εντελώς τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη; Τι μένει να πεις στον κόσμο πέρα από το μονολιθικό: «κοιτάξτε το έργο του» – που είναι η λύση, αλλά έλα που δεν συνάδει με τις πρακτικές μάρκετινγκ. Διάβασα στην Καθημερινή (23/10/22) το «Τίποτε τυχαίο, τίποτε περιττό» της Μάρως Βασιλειάδου. Παραθέτω την αρχή: «Η πολυθρόνα του. Τα γυαλιά του και η πίπα του. Η βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία τέχνης. Οι δίσκοι της κλασικής μουσικής που άκουγε όταν ζωγράφιζε, κυρίως Μπαχ. Αλλά και λίγη τζαζ. Το μικρό καθιστικό τοποθετημένο σε μια κόγχη, μπεζ διθέσιος καναπές και μαξιλάρια στο χρώμα της ώχρας. Δίπλα του μόνο δύο καρέκλες· λίγοι εκλεκτοί φίλοι και συνεργάτες έμπαιναν στον ιδιωτικό χώρο του Γιάννη Μόραλη». Εικάζω, και αυτό είναι το ενάρετο σενάριο, ότι πίσω από αυτές τις αθώες και κατάτι αφελείς περιγραφές, που λαμβάνουν χώρα για τα μάτια του αναγνώστη, κρύβεται πάντα και κάτι βαθύτερο: μια λαγνεία προς τη δημιουργική διαδικασία. Ο μηχανισμός, εξαιρετικά απλός: υποσυνείδητα ο θεατής/αναγνώστης υποθέτει ότι κάποιο ρόλο θα έχουν παίξει η μουσική του «Μπαχ. Αλλά και λίγη τζαζ» όπως ίσως και ο «[...] μπεζ διθέσιος καναπές και μαξιλάρια στο χρώμα της ώχρας» στο έργο του καλλιτέχνη. Και η αλήθεια είναι ότι έχουν παίξει κάποιο ρόλο – απλώς όχι αυτόν που νομίζουμε. Η λαγνεία προς τη δημιουργικότητα, προς αυτό το αίνιγμα που διακαώς επιθυμούμε να λύσουμε –αίνιγμα που, φευ, ούτε ο ίδιος ο δημιουργός δεν γνωρίζει την απάντησή του–, εστιάζεται και βρίσκει πολλές φορές διέξοδο σε πολύ πιο προσηνή προς εμάς αντικείμενα πέραν του έργου του: προς το προσωπικό περιβάλλον του. Συνιστά εξάλλου, μια όχι και τόσο μύχια τακτική να προβάλλονται αυτά τα διοραματικά σκηνικά από τα ατελιέ των καλλιτεχνών, έτσι ώστε, εμείς, οι απλοί θνητοί, να μπορούμε να τα μιμηθούμε. Η σκέψη εδώ, και είναι μια σκέψη που δεν περιορίζεται σε παιδιά ή εφήβους, έχει να κάνει με τον πολύ απλό και ανθρώπινο μιμητισμό που σαν ξόρκι μάς προσφέρει στιγμιαία διέξοδο από το σισύφειο αδιέξοδο της πεζής καθημερινότητάς μας: «αν άκουγα κι εγω Μπαχ ή και λίγη τζαζ, αν είχα μπεζ διθέσιο καναπέ, ή αν έτρωγα ίσως πιο συχνά στου Φιλίππου, θα είχα κάτι από την αχλή τού Μόραλη;». Για γέλια και για κλάματα, αλλά ουκ ολίγες φορές αυτοί είμαστε – όχι γιατί είμαστε τόσο απλοϊκοί, αλλά γιατί η ζωή μας φαντάζει και είναι πεζή μπροστά στη ζωή του καλλιτέχνη ή τουλάχιστον σε αυτό που νομίζουμε ότι είναι η ζωή του καλλιτέχνη. Λέει η ανιψιά τού ζωγράφου, Χριστίνα Μόραλη: «Ο θείος μου ήταν εργασιομανής [...] δεν είχε χρόνο να απολαύσει το έξω». Το λέει καλοπροαίρετα, δεν αμφιβάλλω, αλλά η δήλωσή της είναι τόσο στερεοτυπικά αφελής. Τι σχέση μπορεί να είχε η “δουλειά” που έκανε ο Μόραλης με την έννοια «εργασία» που έχουμε εμείς στο μυαλό μας ή όπως την εναγκαλίζεται ο όρος «εργασιομανής»; Τι θα πει «εργασία» για τον καλλιτέχνη; Ποιος είπε ότι ο Μόραλης θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο ή θα ήθελε να κάνει κάτι άλλο; Η γλώσσα τού κάματου δεν ανήκει, ή δεν θα πρέπει να ανήκει, στην ίδια τάξη με τη γλώσσα που απαιτείται για να σκιαγραφήσουμε πολλές φορές τη δημιουργικότητα. Αλλά και πώς δύναται να γνωρίζει η ανιψιά του αν είχε χρόνο να απολαύσει το «έξω» ο Μόραλης; Μα θα πείτε «είναι η ανιψιά του!», και θα πλανάσθε και πάλι. Τι είναι αυτό το «έξω» για τον δημιουργό; Πώς θα το γνώριζε η ανιψιά του; Δεν τα γράφω επικριτικά αυτά, ή, μάλλον, τα γράφω και λίγο έτσι, γιατί νιώθω ότι ο δημιουργός ευτελίζεται, υποβιβάζεται σε μια πολύ κοινότοπη διάσταση: της καρικατούρας. «Ήταν αυστηρός;», ρωτάει η κ. Βασιλειάδου. «“Όχι, όμως είχε όρια στη ζωή του, όπως και στη ζωγραφική του”, απαντά [η κ. Μόραλη] δείχνοντάς μου την άψογη γεωμετρία των ζωγραφικών συνθέσεων που αναπτύσσονται ρυθμικά σε οριζόντιους και κάθετους άξονες». Πώς να μην συγχύζεται ο αναγνώστης με τέτοιες στιχομυθίες;! Τι σχέση έχουν τα σχέδια του ζωγράφου με το αν ήταν αυστηρός ή όχι; Πόσο αφελής αυτή η απόπειρα ψυχογραφήματος! Λες κι αν δεν «είχε όρια στη ζωή του» –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– θα το “διαβάζαμε” στα σχέδιά του που τότε τι; δεν θα χαρακτηρίζονταν από «άψογη γεωμετρία» ή δεν θα αναπτύσσονταν «ρυθμικά σε οριζόντιους και κάθετους άξονες», ή, μήπως, σε μια απόπειρα να αποκρύψουν τον ανερμάτιστο, άνευ ορίων χαρακτήρα του, θα ήταν ακόμη πιο «ρυθμικά»;
Ας μάθουμε να αγαπάμε το έργο του καλλιτέχνη, χωρίς ματιές από την κλειδαρότρυπα, κι ας αφήσουμε τον άνθρωπο στην ησυχία του. Ας τον θυμάται, βεβαίως, η ανιψιά του, όπως επιθυμεί να τον θυμάται, ακόμη κι αν δεν τον καταλαβαίνει ως καλλιτέχνη, και συνεχίζει εκείνη, άθελά της, να φιλοτεχνεί προσωπογραφίες.
— Μια που μιλάμε όμως για καλλιτέχνες δεν γίνεται να μην αναφέρω το εξαιρετικό κείμενο του Άρη Αλεξανδρή, «Κράματα και θαύματα» στη στήλη Κοινοί Τόποι (Καθημερινή, 23/10/22). Ο κ. Αλεξανδρής γράφει μια κριτική για το νέο σίριαλ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, «Maestro». Σταχυολογώ: «[...] όταν κανείς παρακολουθεί έργο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, στην πραγματικότητα το έχει παρακολουθήσει ήδη», «[...] ένα δημιουργικό κράμα της σειράς “Euphoria” του HBO, της ταινίας “Call me by your name” του Λούκα Γκουαντανίνο και της σειράς “Ozark” του Netflix», «[...] στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηθοποιού/σκηνοθέτη/σεναριογράφου προστίθεται κι ένα ακόμη: η πλήρης υποτίμηση του κοινού του. Είναι δυνατόν να πιστεύει ότι οι θεατές δεν έχουν παρακολουθήσει, πιθανότατα πριν καν τα παρακολουθήσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, τα αυθεντικά έργα που κουτοπόνηρα μεταγράφει στο μιμητικό του σύμπαν;». Παραθέτω, επίσης, ολόκληρη την καταληκτική παράγραφο του κειμένου που τιτλοφορείται «Ευκαιρία καριέρας»: Ο Παπακαλιατισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ρεύμα, γιατί αποτελεί ταξικό προνόμιο. Κανείς άλλος δεν διαθέτει την πολυτέλεια να χτίζει καριέρα πάνω σε ιδέες άλλων και να βγαίνει από αυτό αλώβητος, με την πλήρη στήριξη της βιομηχανίας του, αλλά και του Τύπου. Θα μπορούσε, όμως, το φαινόμενο αυτό να γίνει σειρά! Και σε αυτή την περίπτωση, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν θα είχε ανάγκη να αντιγράψει κανέναν».
— Θα κλείσω με ένα ανυπόγραφο “άρθρο”/διαφημιστική καταχώρηση που βρίσκεται στην ενότητα «Πολιτισμός» (Βήμα, 23/10/22) με τίτλο: «Η Διεθνής Μάρα για τις Τέχνες και τις Επιστήμες». Καταρχάς, «Το Culture & Science Center στην Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών στο Θέατρο Gosten Hall [...]», δεν είναι «Gosten» είναι «Cotsen Hall». Αυτό όμως είναι πταίσμα γιατί το υπόλοιπο κείμενο προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις: «Η Μάρα Καρέτσου είναι το κορίτσι που έφυγε από την ελληνική επαρχία κυνηγώντας το όνειρο με εφόδια το ταλέντο του και τη θέληση και κατάφερε να γίνει η διεθνούς φήμης εικαστικός. [...] Η μουσική και η κουλτούρα της ενδοχώρας της Αμερικής την επηρέασε πολύ κι από εκεί άρχισε να γράφει ποιήματα στα αγγλικά και αργότερα στα γαλλικά. [...] Μια έκθεση με έργα της στη Ρώμη γίνεται αφορμή να γνωρίσει τον πρώτο άνδρα της, τον εικαστικό Pier Luigi Bellacci. Έναν χρόνο μετά παρατάει τη σίγουρη δουλειά στο Μετσόβιο και φεύγουν με τον άνδρα της στο Παρίσι. Έζησαν εκεί εννέα χρόνια, με μεγάλες δυσκολίες. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν σε ένα παγωμένο στούντιο-ατελιέ στο Μοντ Παρνάς που ανήκε παλιά στον ζωγράφο Μοντιλιάνι». Στη συνέχεια αναφέρεται στη γνωριμία της με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Διαβάζουμε: «Στην Αμερική γνωρίζει και τον δεύτερο άνδρα της, τον γκαλερίστα Κιθ Γκριν που συνεργαζόταν με τον Ιόλα. Είχε δική του γκαλερί στην Παρκ Άβενιου. Ο Ιόλας επέμενε να παντρευτούν και μάλιστα στην Ελλάδα στην Αγιά Παρασκευή με κουμπάρο τον ίδιο! [...] “Ναι, ο Ιόλας στην Ελλάδα επέλεξε μερικούς καλλιτέχνες και τους πήγε around the world».
Μπορεί το “άρθρο” να είναι ανυπόγραφο, αλλά όλοι γνωρίζουμε ποιος είναι ο συντάκτης του.