— Στην εκπνοή του Ιουλίου δύο από τις τέσσερις μεγάλες εφημερίδες επέλεξαν να προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό τους –κοινό που υποτίθεται ότι διαβάζει– «Βιβλία για το καλοκαίρι» από το Βήμα και το ευφάνταστο και αρκούντως διπλωματικό «Αλλαγή σελίδας» από τα Νέα. Παραθέτω μερικά νούμερα για να πάρετε μια ιδέα: Το Βήμα, που συνήθως αφιερώνει οκτώ (8) σελίδες στα βιβλία διόγκωσε το συγκεκριμένο ένθετο στις είκοσι τέσσερις (24) και κατάφερε να συμπεριλάβει εκτός από αυθεντικές διαφημίσεις και εβδομήντα τρία (73) βιβλία-προτάσεις επιλεγμένα από τους συντάκτες του ένθετου. Το ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» από Τα Νέα, που συνήθως φτάνει επίσης τις οκτώ (8) σελίδες πλειοδότησε –μια ζωή την έχουμε– και έφτασε τις τριάντα δύο (32) σελίδες στις οποίες εκτός της πληθώρας των διαφημίσεων συμπεριλήφθηκαν –βαθιά ανάσα– εκατόν ενενήντα δύο (192) βιβλία-προτάσεις. Σεμνά και ταπεινά, στην προτελευταία σελίδα υπάρχουν ως προτάσεις των συνεργατών του ένθετου και τα βιβλία των συνεργατών. Εντάξει, υπερβάλλω. Δεν αναφέρεται ότι τα προτείνουν οι συνεργάτες, οπότε εικάζω τα προτείνει η αρχισυνταξία ως bonus-έκπληξη προς τους συνεργάτες.
Τι προσφέρουν αυτά τα ένθετα σε κάποιον που διαβάζει; Θα σας απαντήσω άμεσα: πονοκέφαλο. Τίτλοι επί τίτλων με διθυραμβικά σχόλια λίγων γραμμών. Να πάτε καλύτερα μια βόλτα σε ένα βιβλιοπωλείο να χαζέψετε με την ησυχία σας, να μυρίσετε το χαρτί και το μελάνι, να διαβάσετε τα οπισθόφυλλα, να χαζέψετε και κόσμο. Αυτό το τελετουργικό, που κάθε χρόνο πριν τον Αύγουστο ή πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων πρέπει να υποβάλλεται ο “βιβλιόφιλος” σε αφιερώματα επί αφιερωμάτων από κάθε μέσο, συνοψίζει και τελικά καθρεφτίζει το πώς ακριβώς βλέπουν τα ένθετα τον άνθρωπο που διαβάζει: ως ένα παχυλό πορτοφόλι. Με την εξαίρεση ενός ή δύο κειμένων το πολύ, κάθε ΣΚ, αυτά που δημοσιεύονται στις εφημερίδες εν είδει κριτικής είναι ένας χυλός και ουκ ολίγες φορές συνιστούν προσβολή κάθε ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του.
— Θα σας δώσω ένα παράδειγμα που διάβασα την Κυριακή στην Καθημερινή. Γράφει η Ελισάβετ Κοτζιά («Υπογραμμίζοντας το ανεκπλήρωτο», 24/7) για το τελευταίο βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη ένα κείμενο-κριτική και εντάσσει τη φράση «[...] στο τέλος δάκρυα κυλούν απ’ τα μάτια μας». Παραθέτω εκτενέστερο απόσπασμα: «[...[ για αρκετές σελίδες περπατάει πάνω στην κόψη του ξυραφιού, καθώς δεν ξέρουμε αν το αυτοβιογραφικό «Τηλεφώνημα που δεν έγινε» θα κατορθώσει να σταθεί όρθιο και να μας πει κάτι· στο τέλος δάκρυα κυλούν απ’ τα μάτια μας – γιατί πέτυχε, κέρδισε τον αγώνα· το κείμενο μιλάει σε όλους για την κοινή μας περιπέτεια». Σας παρέθεσα ολόκληρο αυτό το απόσπασμα για να σας δείξω ότι μια κριτικός που έχει διανύσει σοβαρή πορεία –πορεία δεκαετιών– αφήνεται και ενδίδει ώστε να γράψει ότι διαβάζει το βιβλίο και κυλούν δάκρυα. Σας καλώ λίγο να το σκεφτούμε: Δηλαδή βράχηκε το βιβλίο; Σταμάτησε, αναζήτησε χαρτομάντιλο για να σκουπίσει τα δάκρυα, να πάρει βαθιές ανάσες και να συνεχίσει; Το έπιασε ίσως την επόμενη μέρα ώστε να δώσει χρόνο στον εαυτό της να συνέλθει; Δεν δύναμαι βλέπετε όσο κι αν προσπαθώ να το κάνω εικόνα γιατί δεν διάβασα ένα δακρύβρεχτο ποστ στο φέισμπουκ προς άγραν λάικ, αλλά κριτική στην Καθημερινή από το βαρύ πυροβολικό της κριτικής. Για όποιον μπαίνει σε σκέψεις του είδους «πώς ξέρεις ότι δεν συνέβη;» θα απαντήσω ότι προφανώς και δεν καταλαβαίνει τι διακυβεύεται εδώ πέρα. Η λογοτεχνία και το να γράφει κάποιος για τη λογοτεχνία είναι μια δεξιότητα που καλεί πρώτα και κύρια τον συντάκτη να σέβεται τον εαυτό του. Και υπάρχει και μια ειρωνεία με το συγκεκριμένο κείμενο που αναφέρεται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Γράφει η κ. Κοτζιά: «Είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Να απομακρύνεις σταδιακά τα ενδύματα, να ξεγυμνώνεις τον εαυτό σου και να μιλάς στο αναγνωστικό κοινό για το εσώτερο εγώ σου, τον τόπο όπου ο νήπιος εαυτός μας ανταγωνίζεται την πραγματικότητα, εκεί όπου η παντοδυναμία των επιθυμιών παραληρεί χωρίς περιορισμούς. Πώς να μην γελοιοποιηθείς;» Ακριβώς αυτό διερωτώμαι κι εγώ. «Πώς να μην γελοιοποιηθείς;» Στη λογοτεχνία και στα πέριξ της συγκεντρώνονται άνθρωποι που όταν έχουν καταφέρει κάτι στον χώρο αυτό γνωρίζουν μετά βεβαιότητος ότι έχουν ξεγελάσει θεούς και δαίμονες γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν θα ήταν ικανοί για τίποτε άλλο. Ο Λογοτέχνης και ο κριτικός –ο ένας με κεφαλαίο, ο άλλος με μικρό– είναι παρίες, παντού, εκτός από αυτή τη μικρή λωρίδα δυνατοτήτων που συνιστά η επικράτειά τους. Και διαβάζουμε, Λογοτέχνες και κριτικοί, όχι για να διαβάζουμε αλλά γιατί από πίσω παίζεται και κάτι άλλο. Γιατί ενδέχεται και κάτι παραπάνω να μάθουμε τελικά από το να λέμε, μετά από εικοσιπέντε χρόνια στο κουρμπέτι, ότι διαβάζουμε και κλαίμε με το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη. Ας διάβαζε λοιπόν η κ. Κοτζιά το κείμενο πριν το στείλει στη σύνταξη και ας διέγραφε μετά αυτό το θέατρο. Ας το έγραφε να το δει στην οθόνη, να ικανοποιήσει όποια αταβιστική μανιέρα τού «νηπίου εαυτού της ανταγωνίζεται την πραγματικότητα» και την καταδυναστεύει ακόμη, και ας το διέγραψε – ας το έστελνε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Είναι, ευτυχώς, η λογική που μας κάνει επιρρεπείς στο συναίσθημα και όχι η ευαισθησία που μας σπρώχνει στο έλλογο. Ακριβώς επειδή κι εμείς δακρύζουμε, όταν διαβάζουμε κάτι σοβαρό, αισθανόμαστε άβολα απέναντι στην κοροϊδία.