— Ας μιλήσουμε λίγο για τη Δήμητρα Τρυπάνη που παραχώρησε δύο συνεντεύξεις: μία την προηγούμενη εβδομάδα στη Ματούλα Κουστένη «Η παράσταση που αφουγκράζεται το βάσανο της ιδιοφυΐας» (ΕφΣυν 17-18/9/22), και μία στον Νικόλα Ζώη «Ο θεραπευτικός Αντρέι Ταρκόφσκι» (Καθημερινή 25/9/22). Την προηγούμενη εβδομάδα δεν σχολίασα γιατί δύναται πάντα να διαβάσεις κάτι που δεν σου κάθεται καλά και να το προσπεράσεις γιατί ενίοτε τα λόγια των ανθρώπων ενέχουν ασάφειες που δεν χρήζουν αντίδρασης –«είπε δυο κουβέντες παραπάνω» θα σκεφτείς και θα το αφήσεις εκεί. Όταν όμως την επόμενη εβδομάδα διαβάζεις ξανά τα ίδια πράγματα με μικρές παραλλαγές, η προσοχή, που λειτουργεί πάντα σαν ιδιότυπος φακός της αντίληψης, συνειδητοποιείς ότι φώτισε κάτι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Προσέξτε την αντίφαση: οι συνεντεύξεις που παραχώρησε η κ. Τρυπάνη, προφανώς με σκοπό την προώθηση του έργου της «Αντρέι: Ρέκβιεμ σε οκτώ σκηνές», παραγωγή της ΕΛΣ, που θα παρουσιαστεί στο ΚΠΙΣΝ, λειτουργούν τόσο ενάντια στο σκοπό τους, τόσο αποτρεπτικά για κάποιον που θα τις διαβάσει προσεκτικά, που όχι μόνο ακυρώνουν τον σκοπό τους, αλλά προβληματίζουν και για το κοινό στο οποίο φαίνεται να απευθύνεται και να προσβλέπει η συνθέτρια.
Δεν είναι μόνο ότι η κ. Τρυπάνη παρουσιάζει το έργο του Ταρκόφσκι σαν κάτι που μπορεί κάποιος να το προσεγγίσει «αβίαστα»: «Αυτό που με έφερε πρωτίστως κοντά στον συγκεκριμένο δημιουργό ήταν ο τρόπος με τον οποίο μου ανοίχτηκε αβίαστα βλέποντας τις ταινίες του ένα θαυμαστό σύμπαν που απαντούσε σε δικά μου θεμελιώδη ερωτήματα» (ΕφΣυν), λέει. Όποιος όμως έχει παρακολουθήσει ταινίες του Ταρκόφσκι γνωρίζει καλά ότι το «αβίαστα» δεν είναι ακριβώς το επίρρημα που συνάδει με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Ναι, θα μου πείτε, η κ. Τρυπάνη μιλάει για τον εαυτό της και μπορεί να έχει συμβεί αυτό το «αβίαστα». Μπορεί δηλαδή να το λέει ειλικρινά έχοντας άγνοια κινδύνου για το πώς μπορεί να το διαβάζει κάποιος άλλος αυτό – πάντα σε συνάρτηση με τις προσδοκίες της να προωθήσει την παράστασή της.
Παραθέτω ένα ακόμη απόσπασμα: «Ανέκαθεν με ενδιέφερε ο ανθρώπινος νους, η λειτουργία του, τα φανερά και κρυμμένα δωμάτιά του, το ότι τελικά η “ψυχή” μας δεν κατοικεί στο στέρνο αλλά στο κεφάλι. Ο διασπασμένος δημιουργικός νους είναι ένας νους σε ένταση, σε διαρκή αστραπιαία κίνηση, ένα μυαλό που δεν μπορεί να ησυχάσει ποτέ και ίσως γι’ αυτό δημιουργεί. Υπάρχει αυτός ο όρος στην ψυχιατρική –καλπάζουσες σκέψεις– που περιγράφει έναν νου όπου πλήθος σκέψεων κινούνται μέσα του με τρομερή ταχύτητα χωρίς ποτέ να σταματούν. Ένας τέτοιος νους συνήθως εξουθενώνει τον άνθρωπο που τον φέρει –ψυχικά και σωματικά– και το μόνο που μπορεί να του επιτρέψει να ξεκουραστεί, είναι να καταφέρει έστω για λίγο να “αδειάσει”. Αυτό το ταξίδι προσπαθώ να κάνω ήχο και εικόνα στην παράστασή μας. Το ταξίδι από την αντάρα του νου στην “αγία” σιωπή» (Καθημερινή 25/9/22).
Η κ. Τρυπάνη θυμίζει αυτούς τους ηλεκτρονικούς οδηγούς που σου παρέχουν πολλά μουσεία οι οποίοι περιέχουν ηχογραφημένες πληροφορίες για τα εκθέματα. Οδηγοί, που αν κάνεις το λάθος να τους συμβουλευτείς, δηλητηριάζουν την αισθητική εμπειρία που θα μπορούσες να είχες βιώσει αν τους είχες προσπεράσει, για τον πολύ απλό λόγο ότι σε εγκλωβίζουν στην ερμηνεία του εκάστοτε επιμελητή (curator). Νιώθω ότι η κ. Τρυπάνη κάπως αδίκησε τον εαυτό της σε αυτό. Θέλετε από υπερβολικό ενθουσιασμό, θέλετε από κάτι άλλο, δεν μπορώ να γνωρίζω τι ακριβώς έχει συμβεί. Θα ήθελα η συνθέτρια να μην μου λέει ότι ο Ταρκόφσκι σού ανοίγεται «αβίαστα». Γιατί όταν μου το λέει αυτό δύο μόνο τινά δύναται να συμβαίνουν, ανάλογα με τη σχέση που έχω με το έργο του Ταρκόφσκι: είτε παύω να την παίρνω στα σοβαρά –με ό,τι αυτό σημαίνει για τις ικανότητές της και το έργο της–, είτε αρχίζω να νιώθω ελλειμματικός απέναντι στην αντιληπτική και ερμηνευτική δεινότητά της. Θα ήθελα τις «σιωπές», που τόσο φαίνεται να εκτιμά στον Ταρκόφσκι, να τις τιμούσε και η ίδια, όχι για να μην μιλάει, αλλά για να μην αισθάνεται την ανάγκη να μοιράζεται με το δυνητικό κοινό της δηλώσεις όπως αυτή εδώ: «Η παράστασή μας απευθύνεται τόσο στους γνώστες του Ταρκόφσκι αλλά και στον καθένα που μέσα στον “θόρυβο” που αντιμετωπίζει έξω του και μέσα του, ψάχνει να βρει μια έστω στιγμιαία εσωτερική σιωπή, μια ψυχική ηρεμία. [...] Η παράστασή μας το μόνο που χρειάζεται είναι ανοιχτά μάτια και ανοιχτή ψυχή. Τίποτ’ άλλο» (Καθημερινή 25/9/22). Η παράσταση που απευθύνεται σε όλους, είναι η παράσταση που δεν απευθύνεται σε κανέναν. Βλέπεις, ακόμα και όταν δίνεις συνεντεύξεις, είναι απαραίτητο να διαβάζεις μετά φωναχτά τι λες για να περνάς, έστω και για λίγο, στην πλευρά τού κοινού σου, στην πλευρά του αναγνώστη.
— Διάβασα τη συνέντευξη του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στην Παρή Σπίνου «Βρήκα άλλη μια αφορμή να εξερευνήσω τον παράδεισο και την κόλαση της λαγνείας» (ΕφΣυν, 24-25/9/22). Η συνέντευξη έχει να κάνει με το τελευταίο μυθιστόρημά του, Ανέγγιχτη (Κέδρος, 2022), όπου ο Ραπτόπουλος επιδίδεται σε μια ακατανόητη για μένα απόπειρα να διερευνήσει μυθοπλαστικά τη σεξουαλική ζωή του Καζαντζάκη. Η συνέντευξη χτίζει πάνω στην ίδια ιδέα. Προσέξτε τι διαβάζει κάποιος: Ερώτηση: «Ένιωσες την ανάγκη να αποκαταστήσεις κατά κάποιο τρόπο τον “ανδρισμό” του Καζαντζάκη;». Απάντηση: «Τι ακριβώς συνέβαινε στην ερωτική ζωή του Καζαντζάκη κανείς ποτέ δεν θα μάθει. Γι’ αυτό έγραψα την Ανέγγιχτη. [...] Ώρες ώρες φοβόμουν ότι ήταν όντως, όπως τον κατηγορούσαν η Γαλάτεια και η αδελφή της η Έλλη Αλεξίου, ανίκανος. Κάτι τέτοιο όμως δεν το άντεχα. Ζωντάνεψα λοιπόν μια άλλη εκδοχή [...]. Παρηγοριέμαι ότι ίσως έκανα πιο ενεργό σεξουαλικά, από ό,τι πραγματικά ήταν, τον (και ερωτικό) ασκητή της λογοτεχνίας μας. Βρήκα άλλη μια αφορμή να εξερευνήσω τον παράδεισο και την κόλαση της λαγνείας, που με βασανίζουν χρόνια τώρα [...]». Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει τα δεσμά του και να βασανίζεται όπως τραβάει η καρδιά του, αν και το αυθόρμητο ερώτημα είναι «τι φταίμε εμείς;». Διάβασα το βιβλίο και έγραψα για αυτό· άλλο όμως είναι το θέμα μου εδώ. Διάβασα στην Καθημερινή μια συνέντευξη: «Πόσο… μάτσο ήταν τελικά ο Χέμινγουεϊ;» που παραχώρησε στον Δημήτρη Καραΐσκο ο καθηγητής Καρλ Έμπι για κάποια «[...] νέα άγνωστα ντοκουμέντα του Αμερικάνου συγγραφέα» που υποτίθεται ότι αλλοιώνουν τη «[...] στερεοτυπική, μονοδιάστατη εικόνα του “κυρίαρχου αρσενικού”». Διαβάζουμε ότι «[...] του άρεσαν οι ταυρομαχίες, το κυνήγι, η πυγμαχία, να ψαρεύει τεράστια ψάρια στην ανοιχτή θάλασσα – όλα αυτά τα πράγματα που έπλασαν τον μύθο του “μάτσο” άντρα. Όμως αυτή η εικόνα σωριάζεται στο πάτωμα όταν δούμε πως του άρεσε να ανταλλάσσει σεξουαλικές ταυτότητες με τις συζύγους του [...]». Ο Καρλ Έμπι καταλήγει στο τέλος της συνέντευξης ότι το σκεπτικό πίσω από αυτή την κατασκευασμένη εικόνα του μάτσο άντρα είχε να κάνει με την ανάγκη, μετά το τέλος του πολέμου, για «[...] έναν χάρτινο χαρακτήρα, δισδιάστατο, που να συμβολίζει έναν μονοκόμματο “ανδρισμό”. Ήταν κάτι σαν μια αρσενική Μέριλιν Μονρόε [...]». Ο καθένας μπορεί να ασχολείται με ό,τι γουστάρει· μπορεί να ερευνά και να γράφει βιβλία για ό,τι τραβάει η καρδιά του. Εγώ δεν έχω καμία πρόθεση να λογοκρίνω κανένα. Πεποίθησή μου είναι όμως ότι καμιά από τις δύο περιπτώσεις που ανέφερα εδώ –του Ραπτόπουλου και του Έμπι– δεν υπηρετεί με κάποιο τρόπο τη λογοτεχνία. Πεποίθησή μου είναι ότι εμμέσως πλην σαφώς και στις δύο περιπτώσεις καλλιεργείται μια προσέγγιση προς τον συγγραφέα, όχι με όρους αποδοχής ή όχι τού έργου του αλλά με όρους συμπάθειας προς το πρόσωπό του για το αν ήταν «μάτσο» ή όχι, ή αν ήταν σεξουαλικά ενεργός ή ανίκανος. Παρατηρούμε λοιπόν, με το πρόσχημα της έρευνας (στην περίπτωση του Έμπι) και της μυθοπλασίας (στην περίπτωση Ραπτόπουλου) ότι προσφέρεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα στην κρεβατοκάμαρα του συγγραφέα. Δεν θα σχολιάσω καν το συμπέρασμα του Έμπι ότι « [...] η εικόνα [του μάτσο άντρα] σωριάζεται στο πάτωμα όταν δούμε πως του άρεσε να ανταλλάσσει σεξουαλικές ταυτότητες με τις συζύγους του»· συμπέρασμα που προκαλεί το λιγότερο θυμηδία – το μόνο που μπορεί κάποιος να αντιτείνει εδώ, είναι το βασικό: διαβάστε Χέμινγουεϊ, ή και, γιατί όχι, Καζαντζάκη.