Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
I know what you did last weekend (25-26/6/22)

Δύο συνεντεύξεις: μια που παραχωρησε η καθηγήτρια Άρτεμις Λεοντή στη Μάρω Βασιλειάδου στο ένθετο πολιτισμού της Καθημερινής για την Εύα Πάλμερ με αφορμή τη βιογραφία της: Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Υφαίνοντας το μύθο μιας ζωής, (μτφρ. Κ. Σχινά, Πατάκης 2022), και μια του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο στη Μαρίλια Παπαθανασίου στο ένθετο του Βήματος για το μυθιστόρημά του Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού (μτφρ. Κ. Αθανασίου, Καστανιώτης, 2022). Ωραίες και κατατοπιστικές συνεντεύξεις μόνο που το προηγούμενο ΣΚ οι ίδιοι ακριβώς έδωσαν συνεντεύξεις στο Βήμα και στην Εφ.Συν. και είπαν με μικρές παραλλαγές περίπου τα ίδια πράγματα. Άρα, αυτό κάπως δεν κάθεται καλά γιατί μετά θα πρέπει να αρχίσουμε να αξιολογούμε και ποιος πήρε την καλύτερη συνέντευξη, αν ο συνεντευξιαζόμενος βρισκόταν σε καλή μέρα, και αυτά χωρίς να συνυπολογίζεται και η αγωνία πρόβλεψης σε ποιο ένθετο θα εμφανιστεί την επόμενη εβδομάδα. Ναι, έχετε δίκιο· το μεγαλοποιώ. Και άντε ο Ρονκαλιόλο βρέθηκε στην Αθήνα για το 14ο Ισπανόφωνο φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις) και μια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των μέσων είναι κατανοητή, η κυρία Λεοντή πώς ξαφνικά άρχισε να παραχωρεί διαδικτυακές συνεντεύξεις κάθε εβδομάδα σε διαφορετικό μέσο; 

Στις περίφημες κριτικές τώρα: Επί συνόλου δεκαεπτά κειμένων που διάβασα (εννιά αφορούσαν μεταφρασμένα βιβλία, οκτώ εγχώριων συγγραφέων) δεν παρατήρησα κάτι που να ξεφεύγει από τη συνήθη νηνεμία των διθυράμβων. Επειδή όμως τα πράγματα ποτέ δεν είναι όσο απλά φαίνονται, δηλώνω ταπεινά ότι εκτίμησα το κείμενο της Σταυρούλας Τσούπρου στην Εφ.Συν («Μέσα σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω τον φόβο», 18/6). με υστέρηση μιας εβδομάδας. Καταλύτης της αναλαμπής μου αυτής στάθηκε το κείμενο του Μιχάλη Μοδινού «Η παρακμιακή γοητεία του Μεσοπολέμου» για το «βιβλιοδρόμιο» στα Νέα αυτής της εβδομάδας (25-26/6). Αναφέρομαι στα κείμενα που εμφανίστηκαν, με διαφορά μιας εβδομάδας, για το μυθιστόρημα του Ίβλιν Γουό (Evelyn Waugh) Μια χούφτα χώμα (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, Gutenberg 2022). Για να μην παρεξηγηθώ: δεν υπονοώ επουδενί ότι το κείμενο του Μιχάλη Μοδινού δεν ήταν καλό. Ήταν κείμενο κατατοπιστικό και προσηνές που βοηθάει τον αναγνώστη να τοποθετήσει το βιβλίο στο ιστορικό/κοινωνικό του ράφι. Το κείμενο της Σταυρούλας Τσούπρου, από την άλλη, μου άρεσε γιατί κάνει ιδανική εφαρμογή της αφηγηματικής τεχνικής «in medias res» σε κριτικό κείμενο, ξεκινά δηλαδή από «το μέσο των πραγμάτων» και μάλιστα από την ουσία της θεματικής που πραγματεύεται το βιβλίο και πορεύεται προς τις επιμέρους λεπτομέρειες που υποστηρίζουν τη βασική θέση του συγγραφέα. Αυτό μπορεί να κάνει το κείμενο της κ. Τσούπρου πιο δύσβατο, του προσδίδει όμως κριτικό βάθος και επιπροσθέτως δείχνει πώς δύναται να αποφεύγει κάποιος, εντέχνως, τον σκόπελο της μηχανιστικής εξιστόρησης της πλοκής· πρακτική που δυστυχώς, ελλείψει όρεξης ή ελευθεριών, αποτελεί πανάκεια για τους συντάκτες κριτικών κειμένων –που αφορούν τη λογοτεχνία– που εμφανίζονται στις μεγάλες εφημερίδες.   

Στο Βήμα διάβασα μια ενδιαφέρουσα κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για τη νέα συλλογή διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου, Δέρμα (Πόλις 2022). Συνιστά ευτύχημα ότι οι μούσες της κριτικής το έφεραν και παρατηρήσαμε αμφότεροι το ίδιο πράγμα στο βιβλίο της Στεργίου. Γράφει ο Χατζηβασιλείου: «Και αν θέματα σαν και αυτά παρουσιάζονται συχνά δίκην συμπαγών καταλόγων και απαριθμήσεων, αντί οι ιδέες –και οι ιδεολογίες– που εμπεριέχουν να μοιράζονται στη δράση και στους πρωταγωνιστές, αυτό οφείλεται σε μια τεχνική η οποία επιδιώκει να βρει μέσα στον πυρετικό ρυθμό της παραθετικής συμπύκνωσης των κρισιμότερων μοτίβων της εποχής των Μιλένιαλ το εσώτερο και αδήλωτο (απαλλαγμένο από την αισθηματολογία) δράμα της εμπειρίας τους. Και σίγουρα το βρίσκει» (Η δυσφορία των Millennials, Το Βήμα 26/6). Στάθηκα κι εγώ στο ίδιο ακριβώς σημείο, αλλά από την άλλη πλευρά: «[...] στη συγκεκριμένη συλλογή εντοπίζονται ήδη αυτοματισμοί και ευκολίες που με τον μανδύα του θυμού, της γλώσσας των μιλένιαλ, αλλά και της νοσταλγίας έχουν κάνει την εμφάνισή τους και απειλούν να οδηγήσουν τη συγγραφέα, από τόσο νωρίς, στο απάγκιο λιμάνι της κοινοτοπίας. Γιατί η υπερβολή στον θυμό για τη ζωή των εικοσάρηδων, όπως παρουσιάζεται από τη συγγραφέα, οδηγεί τον επίμονο αναγνώστη που στέκεται σε κάποια απόσταση απ’ όλα όσα περιγράφονται να απορεί και τελικά να (την) απορρίπτει. Η συνάρμοση λιστών –αχ, αυτές οι λίστες! (βλ., για παράδειγμα, σελ. 24, 104, 111, 118, 293) – κατακυριεύει το κείμενο και το αμαυρώνει, όταν η συγγραφέας θα μπορούσε να διαχειριστεί το υλικό της διαφορετικά. Τι εννοώ όταν λέω «συνάρμοση λιστών»; Η Στεργίου καταφεύγει σε πολλά σημεία, περισσότερα από τις σελίδες που αναφέρω ως παραδείγματα, στην κατασκευή λιστών, στη συνάρμοση περιπτώσεων για να εκθέσει τη θέση της, ή την αντίθεσή της προς μια κατάσταση, ή απλώς για να προχωρήσει την πλοκή. [...] Η εμμονή στη λίστα στερεί από το ύφος και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου της και προάγει τον επιφυλλιδογραφικό εαυτό της γιατί την κάνει να φαίνεται ότι κατασκευάζει επιχειρήματα. Επιπροσθέτως, συνιστά ευκολία που μεταδίδει ένα διαρκές και σπιντάτο παραλήρημα που από κάποιο σημείο και πέρα γεννάει αμφιθυμία στον αναγνώστη» (Η θολή γραμμή των οριζόντων, Ιστός 20/5). Η αιτιολογία του Χατζηβασιλείου ουδόλως με πείθει γιατί ο φορμαλισμός της λίστας, «των καταλόγων και απαριθμήσεων» όπως την ονομάζει εκείνος θα πρέπει να έχει ένα ταβάνι· διαφορετικά, η πλήρης απουσία «αισθηματολογίας» αποστεώνει το κείμενο και το ανάγει σε επιχείρημα. Εξάλλου και η ίδια η Στεργίου μάχεται σθεναρά αυτή την αποστέωση που κατοπτριζεται στις διατροφικές και άλλες εμμονές των μιλένιαλ, και κάθε άλλο παρά αποσκοπεί στην απίσχναση αισθημάτων από το ύφος του κειμένου της που συχνά πυκνά αφήνεται σε τρυφερές νοσταλγίες. Δεν θα μπω όμως σε συζήτηση, όχι γιατί δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε κάπου, αλλά γιατί το σημαντικό, εδώ, είναι άλλο: δύναται τελικά να γίνεται ουσιαστική συζήτηση για βιβλία όταν ο συντάκτης διαβάζει με τη δέουσα προσοχή το κείμενο του συγγραφέα, και αυτό είναι κάτι που η παρούσα στήλη δεν θα βαρεθεί να υπογραμμίζει. Και βέβαια, η συγκεκριμένη θεματική, ιδωμένη από δύο αντίθετες όψεις, φανερώνει και τον βαθμό επινοητικότητας του κριτικού, που μπορεί να κατασκευάζει τον συγγραφέα κατά το δοκούν, αν και εφόσον το επιθυμεί. Ως λυδία λίθο τού ποιος έχει δίκιο, καλώ τον αναγνώστη αλλά και τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου να διαβάσει κάποια από αυτά τα αποσπάσματα που περιέχουν λίστες, φωναχτά. Ενίοτε, η λογοτεχνικότητα ή όχι ενός κειμένου αποκαλύπτεται με πολύ πιο απλούς τρόπους από αυτούς που σκαρφιζόμαστε.   

Θα κλείσω με τις εκπλήξεις της εβδομάδας που ήρθαν από δύο πλευρές: το διήγημα της Μαριάννας Σεμιτέκολου Η θάλασσα πιάτο στην Εφ.Συν. (25-26/6). Από τα τρία διηγήματα που έχουν εμφανιστεί μέχρι στιγμής στη συγκεκριμένη στήλη που επιμελείται ο Μισέλ Φάις αυτό είναι με διαφορά το καλύτερο. Ένας ευθύβολος μονόλογος μαγαζατορα/ταβερνιάρη σε νησί που απευθύνεται σε νεαρό που ετοιμάζεται να δώσει τελικές εξετάσεις στο σχολείο και τον προτρέπει να έρθει να δουλέψει σεζόν στο μαγαζί του. Ισοπεδωτικός, του εκθέτει τις αρετές και τα προνόμια της θέσης που του προτείνει: «Μόνο για ωράρια και ρεπό μη με ρωτήσεις. Εκεί μου γυρίζει το μάτι. Είπαμε. Είναι πόλεμος. Δεν έχει τέτοια στη μάχη. Μιλάμε για δωδεκάωρο, εφτά μέρες». Ο επιχειρηματίας, γνωστός του θείου, δεν σηκώνει αντιρρήσεις καθώς θέτει τους όρους υποτέλειας του νεαρού προς τον ίδιο. Η άλλη έκπληξη ήρθε από κείμενο της Ελισάβετ Κοτζιά στην Καθημερινή, «Ο άνομος πόθος του Στάθη Θεριανού», που με σκανδάλισε να διαβάσω τη νουβέλα Αγάπη παράνομη του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.