Τη μεταφορική νηνεμία του Αυγούστου που μόλις μπήκε, ήρθε να ταράξει μια φίλη που με αφορμή αυτά τα εβδομαδιαία δελτία με χαρακτήρισε, πιθανώς περιπαικτικά, «επαγγελματία γκρινιάρη».
— Στα απόνερα των βιβλιοπροτάσεων για τις διακοπές, το ένθετο της Καθημερινής (31/7/22) φιλοξενεί τις επιλογές δύο συντακτών: 1) της Μάρως Βασιλειάδου, «Η απατηλή λάμψη των διακοπών», όπου με φόντο μια γεωγραφική τοποθεσία (Ακαπούλκο, Βαρκελώνη, Χάρλεμ, Αθήνα, Λονδίνο, Ευρώπη) παρουσιάζονται έξι βιβλία που εντάσσονται στο είδος του θρίλερ/αστυνομικού, 2) του Ηλία Μαγκλίνη, «Ο μαγικός κόσμος της ανάγνωσης» όπου προτείνονται είκοσι τρία βιβλία «[...] ενόψει καλοκαιρινών διακοπών, που όμως είναι… παντός καιρού». Και τα δύο αφιερώματα περιέχουν ολιγόγραμμες περιλήψεις των συντακτών τους που δεν πείθουν με κάποιο τρόπο ότι οι συντάκτες διάβασαν τα βιβλία. Επίσης, πληροφοριακά, από τα έξι βιβλία του πρώτου αφιερώματος μόνο το ένα ανήκει σε εγχώριο συγγραφέα, ενώ από τα είκοσι τρία του δεύτερου μόνο τα τέσσερα.
— Στο βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα, 30-31/7/22) διάβασα ένα ενδιαφέρον κείμενο του κ. Φοίβου Μπότση για την πρόσφατη μετάφραση του κλασικού Ways of Seeing του John Berger (Η εικόνα και το βλέμμα, Μεταίχμιο 2022, μτφρ. Ειρ. Σταθοπούλου). Το βιβλίο έχει εκδοθεί το 1972 και διάφορες αντιρρήσεις που διατυπώνει, ή μεταφέρει από κριτικούς, ο συντάκτης δεν παύουν να είναι κάπως άκαιρες. Έτσι, διαβάζουμε: «Η ανάλυση αυτών των ζητημάτων στο «Ways of Seeing» δεν θα ικανοποιήσει τον σύγχρονο «woke» αναγνώστη και είναι δίκαιη η κριτική που έχει ασκηθεί στο βιβλίο επ’ αυτού του θέματος» όπως και «Αν το βιβλίο ξαναγραφόταν σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχαν κι εδώ πολλά στερεότυπα και ιδεολογήματα να καταρριφθούν». Ε, αλίμονο! Έχουν μεσολαβήσει μόνο πενήντα χρόνια!
— Στο βιβλιοδρόμιο πάλι, διάβασα ένα κείμενο του κ. Ν. Κουρμουλή «Μια “μεταχειρισμένη” γυναίκα της ελληνικής επαρχίας» για το μυθιστόρημα (488 σελ.!) του Πάνου Νιαβή, Δέκα πόντους μαύρο χιόνι (Αρμός 2022) που αναφέρεται στις «[...] ματαιώσεις και τη βία που έζησαν οι γυναίκες στη σκιά της εμφυλιακής ιστορίας». Στο κείμενο συναντάμε φράσεις όπως «Η φωτιά του έρωτα έσκιζε τα σωθικά της. Πού να σβήσει την κάψα της, όταν όλοι γύρω είναι συγγενείς τουλάχιστον πρώτου βαθμού;», «Το μίσος αφήνεται τελικά ξεκαπίστρωτο [...]», «Οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι στις μυλόπετρες της Ιστορίας», αλλά και το επιλογικό «Μια νέα γυναίκα ψάχνει να υπάρξει χωρίς φόβο, αλλά με πάθος». Η επιλογή ύφους του κάθε συντάκτη δεν παύει να είναι στη διακριτική του ευχέρεια, αλλά, κι εδώ μιλάω ως αναγνώστης που πάντα ψάχνει βιβλία για να διαβάσει, δεν πείθομαι καθόλου ότι αυτές οι φράσεις, σε μια ιδιαιτέρως θετική κριτική, δεν με κάνουν διστακτικό από το να το προσεγγίσω.
— Θα παραμείνω για λίγο ακόμη στο βιβλιοδρόμιο για μια τελευταία αναφορά καθότι ο κ. Μ. Μοδινός έγραψε μια παρουσίαση «Ο πόλεμος και η κάθαρση από τις εμμονές» για τον νέο Σιμενόν (Το Τραίνο, μτφρ. Α. Μακάρωφ, Άγρα 2022). Σαφώς και καταφέρνει να γράφει όμορφα και κατατοπιστικά κείμενα ο κύριος Μοδινός, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το «κατατοπιστικά» κάπως ξέφυγε. Αφού λοιπόν έχουμε γίνει κοινωνοί όλης της πλοκής, που εμπλουτίζεται και με ερμηνευτικές παρατηρήσεις του συντάκτη, διαβάζουμε ακόμη και το τέλος: «Στις τελευταίες λίγες σελίδες, με ένα χρονικό άλμα προς τα εμπρός, ο Μαρσέλ αφηγείται πώς τα κατάφερε μεταπολεμικά να ξαναστήσει τη ζωή και την επιχείρησή του καθώς και ποικίλα άλλα καθέκαστα με σχεδόν τηλεγραφική συντομία. Και ο Σιμενόν επιτρέπει στον αναγνώστη να κλείσει με ένα αίσθημα κάθαρσης [...]», ενώ ο αναγνώστης του κ. Μοδινού σχεδόν διερωτάται γιατί να αγοράσει το βιβλίο αφού μόλις διάβασε την περίληψή του. Προσωπικά, καθότι φανατικός φαν του Σιμενόν δεν πτοούμαι, αλλά και πάλι, γιατί;
— Στον αντίποδα του κειμένου του κ. Μοδινού στέκεται το «Ατέλειωτη παρέλαση καθαρμάτων» (Καθημερινή, 31/7/22), του κ. Κ. Χατζηνικολάου για ένα ακόμη βιβλίο των εκδόσεων Άγρα: Τζέιμς Τσέιζ, Όχι ορχιδέες για τη μις Μπλάντις (μτφρ. Ανδρ. Αποστολίδης, Αθήνα : 2022). Ο συντάκτης, εδώ, μας προσφέρει καίριες παρατηρήσεις που ερεθίζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη: σωστή δόση πλοκής, αντιπαραβολή με κινηματογραφικές αναφορές (στοιχείο ειδικότητας του συντάκτη), σχόλια για το ηθικό έρμα του έργου και γενικότερα της λογοτεχνίας: «Η απόλαυση ενός χαρισματικού κειμένου έγκειται στην ελευθερία των επιλογών που προσφέρει στον αναγνώστη. Κι εμείς έχουμε δικαίωμα να βουτήξουμε στο βόθρο, [...], να συμπαθήσουμε, ν’ αντιπαθήσουμε ή ν’ αγνοήσουμε τούτη την παρέλαση καθαρμάτων και εντέλει ν’ αποφασίσουμε αν προτιμάμε να επιστρέψουμε λερωμένοι στην επιφάνεια. Ποιος θέλει η λογοτεχνία να αστράφτει από καθαριότητα, διδακτισμό, και ανία; Κανείς ελπίζω», γράφει ορθά ο κ. Χατζηνικολάου που δεν παραλείπει, στο τέλος, να κάνει και ένα σχόλιο για τη μετάφραση που ξεφεύγει από την πεπατημένη: «Κάπου στη μέση της ιστορίας ο Σλιμ κάνει ένα δώρο στην Μπλάντις. Η κοπέλα δεν συγκινείται. Ο Σλιμ θυμώνει. “Η Μις Μπλάντις παρέμεινε ακίνητη με τα μάτια κλειστά. Μπορεί και να ήταν νεκρή” μεταφράζει ο Αποστολίδης. Πιάνω την έκδοση του ’75 [πρώτη μετάφραση του έργου στα ελληνικά]: “Η Μις Μπλάντις έμεινε εντελώς ακίνητη, με τα μάτια κλειστά. Ήταν σαν πτώμα”. Μερικές φορές μια λιγότερο δουλεμένη μετάφραση έχει την τύχη να βρίσκει τον στόχο πιο εύκολα».
— Στο Βήμα, στο ένθετο βιβλίου, ο κ. Φίλιππος Φιλίππου, στο «Κυκλώματα του υποκόσμου» (30/7/22) παρουσιάζει το βιβλίο του Χρήστου Γιαννακένα, Αίμα στις Στάχτες, (Μεταίχμιο 2022). Διαβάζουμε: «Στα θετικά του μυθιστορήματος είναι το ανάλαφρο ύφος και το ιδιότυπο χιούμορ του συγγραφέα, το λεξιλόγιο των ηρώων που χρησιμοποιούν μιαν ιδιάζουσα γλώσσα, δηλαδή το σύγχρονο γλωσσικό ιδίωμα των νέων, που ενίοτε αγγίζει τη χυδαιότητα (η λέξη «σκατά» και τα παράγωγά της αναφέρεται πάνω από 20 φορές, άλλες τόσες η λέξη «μαλάκας»). Σημειώνω ότι ο κ. Φιλίππου παρουσιάζει και κρίνει αστυνομικό μυθιστόρημα. Η απάντηση/σχόλιο που έρχεται εντελώς πηγαία είναι μόνο μία: «ΟΚ, boomer».
— Κλείνω με μια κριτική του κ. Αχ. Κυριακίδη, «Περί του Ε του εν αδελφοίς» (ΕφΣυν, 30-31/7/22) για τη δίτομη έκδοση Διηγήματα & Μικρά Πεζά του Γιάννη Ευσταθιάδη (Μελάνι 2022). Το κείμενο μπορεί να με παρακίνησε να αγοράσω τη συγκεκριμένη έκδοση, δεν μπορώ όμως να μην σχολιάσω πόσο σπάνια το όνομα «Κυριακίδης» δεν συμπίπτει στο ίδιο κείμενο με τον επιθετικό προσδιορισμό «μπορχεσιανό». Μπορεί βέβαια να το λέω αυτό μόνο και μόνο για να δικαιώσω τη φίλη που με χαρακτήρισε «επαγγελματία γκρινιάρη», μπορεί όμως και όχι.