— Το έχω αναφέρει ξανά. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης που συχνά πυκνά αρθρογραφεί στην Καθημερινή δεν κάνει ό,τι κάνουν οι υπόλοιποι συντάκτες απλώς καλύτερα. Και δεν αναφέρομαι καθόλου στις ικανότητές του σύνταξης ενός κειμένου που εμφανίζεται σε μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, γενικά : είναι ίσως ο μοναδικός στον χώρο που κάνει τόσο συστηματική προπαγάνδα υπέρ της έννοιας της θρησκείας. Τον αδικώ κατάφωρα όμως καθότι η λέξη «προπαγάνδα» είναι φορτισμένη αρνητικά. Διορθώνω λοιπόν: ο Σ.Ζ. επιχειρηματολογεί υπέρ της θρησκείας με τον πιο μεθοδικό τρόπο. Ναι, έχετε δίκιο. Τον αδικώ και πάλι, γιατί η έννοια της επιχειρηματολογίας δεν συνάδει με την πίστη· και ο Σ.Ζ. το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Η πίστη δεν έρχεται ποτέ ως επιστέγασμα κάποιου λογικού συλλογισμού. Η πίστη δεν είναι ένα ακόμη νησί στην αχανή θάλασσα του γίγνεσθαι που πλέει ο κάθε ένας από εμάς στο εδώ – ό,τι κι αν είναι αυτό το «εδώ». Η πίστη βρίσκεται αλλού: είναι το μέρος, για παράδειγμα, που αναφέρει ο Μέλβιλ στο Μόμπι Ντικ όταν μιλάει για την πατρίδα του αλλόθρησκου Κουίκουεγκ και λέει ότι «[δ]εν υπάρχει σε κανένα χάρτη∙ οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ». Δεν υπάρχει συνταγή για να φτάσει κάποιος στην πίστη. Αλλά ας μην πλατειάζω. Την Κυριακή (6/11/22), στη στήλη «Εξ αφορμής», στο «Απέναντι στο αποτρόπαιο», ο Σ.Ζ. πραγματεύεται ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2000 : Ο Εχθρός τού Εμανουέλ Καρρέρ, (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Το βιβλίο συνιστά μυθοπλαστική διερεύνηση των αποτρόπαιων εγκλημάτων του Ζαν-Κλοντ Ρομάν που συντάραξαν τη Γαλλία το 1993, όταν στα σαράντα του χρόνια, δολοφόνησε τη γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του.
Παραθέτω απόσπασμα : «Αν ο συγγραφέας θέλει να καταλάβει τι γινόταν στο μυαλό του Ρομάν, και από τη μεριά του δολοφόνου υπάρχει μια προσδοκία: περιμένει από τον συγγραφέα να του κάνει τη φοβερή ιστορία πιο κατανοητή στον ίδιο και στον κόσμο (σ. 38). Ποια απάντηση έδωσε τελικά ο Καρρέρ στα ερωτήματα που τον κίνησαν να ασχοληθεί με αυτή την εφιαλτική ιστορία; Ουσιαστικά, καμία! Επιβεβαιώνει απλώς εκείνο που ήταν η αρχική του διαίσθηση, ότι δηλαδή αυτό που έκανε ο Ρομάν ήταν μια πράξη ενός ανθρώπου που “ωθήθηκε στα άκρα από δυνάμεις που τον ξεπερνούν” (σ. 32). Ναι, αλλά ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις; Είναι ο εχθρός, απαντάει ο συγγραφέας ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, ο εχθρός του Θεού και του ανθρώπου: “αυτό[ς] που η Βίβλος αποκαλεί σατανά, δηλαδή εχθρό” (σ. 24), είναι ο “αντικείμενος” της χριστιανικής γραμματείας. Αυτό που θέλει να πει ο Καρρέρ με τον τίτλο του μυθιστορήματος δεν είναι ότι ο Ρομάν είναι δαίμονας, αλλά ότι τα σκοτάδια της ψυχής του δεν εκλογικεύονται, ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη απάντηση σε αυτό που έκανε. Το ακραίο κακό δεν εξηγείται, δεν εκλογικεύεται, μένει ανεξήγητο για να μας σαστίζει και να μας τρομάζει για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο, ακόμη και στο ίδιο το παιδί του».
Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι ο Σ.Ζ. “επιχειρηματολογεί” υπέρ της θρησκείας. Γιατί αναζητά πάντοτε τα σημεία εκείνα της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκακιέρας όπου του δίνουν τη δυνατότητα να χώσει μια σφήνα στα γρανάζια του ορθολογισμού που επιτρέπουν σε δύο κομβικά πεδία να συνδιαλέγονται : στη λογική και την επιστήμη, και στον κόσμο (με την ευρύτερη δυνατή έννοια). Μπορεί λοιπόν να μην υπάρχει συνταγή για να φτάσει κάποιος στην πίστη, αλλά η “επιχειρηματολογία” του Σ.Ζ. δουλεύει πάντα, με αξιοθαύμαστη μετριοπάθεια, για να επισημαίνει πού ορθώνεται το άγνωστο, ή το αποτρόπαιο –που συνιστά εξάλλου υποσύνολο του άγνωστου–, έτσι ώστε να προτάξει, υπό προϋποθέσεις, τον Θεό. Και είναι ακριβώς αυτό που με κάνει να βρίσκομαι εδώ και να σχολιάζω: συνιστά εκπληκτική επινόηση να στέκεσαι απέναντι στο άγνωστο, ιδωμένο ακόμη και ως αποτρόπαιο, και, απουσία κάποιας πειστικής εξήγησης, να επικαλείσαι τον Θεό και τον αντικείμενό του –τον Εωσφόρο– για να πείσεις ότι «[...] το ακραίο κακό, ο φόνος, ανήκει στην υπαρκτική δυνατότητα του ανθρώπου, αλλά δεν θα γίνει ποτέ κατανοητό –δεν χρειάζεται– ο τρόπος και ο λόγος που το γέννησε στην ψυχή ενός ανθρώπου». Το κείμενο καταλήγει : «Όποιος σκεφτεί ότι όσα γράφω εδώ για το μυθιστόρημα του Καρρέρ είναι ένα έμμεσο σχόλιο σε όσα διάφοροι και διάφορες που ξέρουν την επιστήμη της ψυχής λένε και γράφουν, με απόλυτη βεβαιότητα, για τα κίνητρα και τον ψυχισμό μιας σύγχρονης Ελληνίδας παιδοκτόνου, δεν έχει πέσει έξω».
Οι κυρίαρχες θρησκείες συνιστούν τις πιο εκτενώς σχολιασμένες (και κατά κάποιο τρόπο peer reviewed), με τη μεγαλύτερη απήχηση, και τη μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο μυθοπλασίες που έχουμε συναντήσει ως σήμερα. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, από την άλλη, που υπήρξε φιλόλογός μου στο Γυμνάσιο κάπου σαράντα χρόνια πριν, παραμένει υπόδειγμα αρθρογράφου και αναγνώστη για πιστούς και άπιστους.
— Διάβασα μια πολύ ωραία συνέντευξη του Νάσου Βαγενά, «Στον πάτο κάθε ποιήματος βρίσκεται το θέμα του χρόνου» (Το Βήμα, 6/11/22), που παραχώρησε στη Λαμπρινή Κουζέλη. Σημειώνω ένα σημείο που σχετίζεται με αυτό που ο Βαγενάς αποκαλεί στη λογοτεχνία «οργανική μορφή». «Η λογοτεχνία, σε στίχο ή σε πεζό λόγο, είναι γλώσσα με οργανική μορφή, η υψηλότερη μορφή αρμονικού λόγου. Δηλαδή το νόημα των λέξεων και ο ήχος τους διαμορφώνουν το ένα το άλλο αποτελώντας ένα αξεδιάλυτο κράμα». Όταν τον ρωτά η κ. Κουζέλη «[...] πώς εννοεί την “οργανική μορφή” είναι εκφραστικός: “Οργανική μορφή είναι να σου αρέσουν οι μελαχρινές και στα ερωτικά σου ποιήματα να εμφανίζονται μόνο ξανθιές. Και αυτό γιατί η λέξη ‘μελαχρινή’ είναι τετρασύλλαβη με τρεις συνεχόμενες άτονες συλλαβές και ένα μόνο σύμπλεγμα συμφώνων, ενώ η λέξη ‘ξανθιά’ δισύλλαβη με δύο συμφωνικά συμπλέγματα (κσ, νθ), στοιχεία που τη δένουν αρμονικότερα, δηλαδή βαθύτερα, με τις λέξεις που την περιβάλλουν». Η εμμονή του Νάσου Βαγενά με την «οργανική μορφή» έχει παραγάγει μερικά υπέροχα κείμενα στα οποία “λογομαχεί” με τον Ευγένιο Αρανίτση που στέκεται στον αντίποδα. Αυτά μπορεί να τα βρει κάποιος στο Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία (Πόλις, 2002).
— Αφού αναφέρθηκα σε μια εξαιρετική συνέντευξη, πράγμα σπάνιο, ας αναφερθώ και σε μια δεύτερη, πράγμα σπανιότερο, επίσης εξαιρετική. Η Ξένια Καλογεροπούλου μίλησε στη Γιώτα Συκκά στην Καθημερινή. Ανάμεσα στα πολύ όμορφα που θα διαβάσετε για το πώς ζει η ηθοποιός, τυφλή και μόνη, με μια υποδειγματική στωικότητα θα συναντήσετε και ένα βαθιά διδακτικό ανέκδοτο που αφηγείται η κ. Καλογεροπούλου σχετικά με τη συγγραφική ιδιότητά της: «Και να σκεφτείτε ότι ο Καραγάτσης, όταν ήμουν πιτσιρίκα και γράφαμε με την κόρη του τη Μαρίνα, που ήμασταν φίλες και συμμαθήτριες, μου έκοψε τη φόρα. Με ρώτησε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Του είπα ότι μου αρέσει να γράφω. “Έχεις κάτι να πεις;”, ρώτησε. “Δεν ξέρω”, απάντησα αμήχανα κι εκείνος είπε “τότε μη γράψεις”. Ξανάπιασα το νήμα της γραφής πολύ αργότερα».